Matthew 4

Τοτε ο Ιησους εφερθη υπο του Πνευματος εις την ερημον δια να πειρασθη υπο του διαβολου,
Akkor Jézus viteték a Lélektől a pusztába, hogy megkisértessék az ördögtől.
και νηστευσας ημερας τεσσαρακοντα και νυκτας τεσσαρακοντα, υστερον επεινασε.
És mikor negyven nap és negyven éjjel bőjtölt vala, végre megéhezék.
Και ελθων προς αυτον ο πειραζων ειπεν Εαν ησαι Υιος του Θεου, ειπε να γεινωσιν αρτοι οι λιθοι ουτοι.
És hozzámenvén a kisértő, monda néki: Ha Isten fia vagy, mondd, hogy e kövek változzanak kenyerekké.
Ο δε αποκριθεις ειπεν Ειναι γεγραμμενον, Με αρτον μονον δεν θελει ζησει ο ανθρωπος, αλλα με παντα λογον εξερχομενον δια στοματος Θεου.
Ő pedig felelvén, monda: Meg van írva: Nemcsak kenyérrel él az ember, hanem minden ígével, a mely Istennek szájából származik.
Τοτε παραλαμβανει αυτον ο διαβολος εις την αγιαν πολιν και στηνει αυτον επι το πτερυγιον του ιερου
Ekkor vivé őt az ördög a szent városba, és odahelyezé a templom tetejére.
και λεγει προς αυτον, Εαν ησαι Υιος του Θεου, ριψον σεαυτον κατω διοτι ειναι γεγραμμενον, Οτι θελει προσταξει εις τους αγγελους αυτου περι σου, και θελουσι σε σηκωνει επι των χειρων αυτων, δια να μη προσκοψης προς λιθον τον ποδα σου.
És monda néki: Ha Isten fia vagy, vesd alá magadat; mert meg van írva: Az ő angyalainak parancsol felőled, és kézen hordoznak téged, hogy meg ne üsd lábadat a kőbe.
Ειπε προς αυτον ο Ιησους Παλιν ειναι γεγραμμενον, δεν θελεις πειρασει Κυριον τον Θεον σου.
Monda néki Jézus: Viszont meg van írva: Ne kisértsd az Urat, a te Istenedet.
Παλιν παραλαμβανει αυτον ο διαβολος εις ορος πολυ υψηλον, και δεικνυει εις αυτον παντα τα βασιλεια του κοσμου και την δοξαν αυτων,
Ismét vivé őt az ördög egy igen magas hegyre, és megmutatá néki a világ minden országát és azok dicsőségét,
και λεγει προς αυτον Ταυτα παντα θελω σοι δωσει, εαν πεσων προσκυνησης με.
És monda néki: Mindezeket néked adom, ha leborulva imádsz engem.
Τοτε ο Ιησους λεγει προς αυτον Υπαγε, Σατανα διοτι ειναι γεγραμμενον, Κυριον τον Θεον σου θελεις προσκυνησει και αυτον μονον θελεις λατρευσει.
Ekkor monda néki Jézus: Eredj el Sátán, mert meg van írva: Az Urat, a te Istenedet imádd, és csak néki szolgálj.
Τοτε αφινει αυτον ο διαβολος, και ιδου, αγγελοι προσηλθον και υπηρετουν αυτον.
Ekkor elhagyá őt az ördög. És ímé angyalok jövének hozzá és szolgálnak vala néki.
Ακουσας δε ο Ιησους οτι ο Ιωαννης παρεδοθη, ανεχωρησεν εις την Γαλιλαιαν.
Mikor pedig meghallotta Jézus, hogy János börtönbe vettetett, visszatére Galileába;
Και αφησας την Ναζαρετ ηλθε και κατωκησεν εις Καπερναουμ την παραθαλασσιαν εν τοις οριοις Ζαβουλων και Νεφθαλειμ.
És odahagyva Názáretet, elméne és lakozék a tengerparti Kapernaumban, a Zebulon és Naftali határain;
Δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου λεγοντος
Hogy beteljesedjék, a mit Ésaiás próféta mondott, így szólván:
Γη Ζαβουλων και γη Νεφθαλειμ, κατα την οδον της θαλασσης, περαν του Ιορδανου, Γαλιλαια των εθνων.
Zebulonnak földje és Naftalinak földje, a tenger felé, a Jordánon túl, a pogányok Galileája,
Ο λαος ο καθημενος εν σκοτει ειδε φως μεγα, και εις τους καθημενους εν τοπω και σκια θανατου φως ανετειλεν εις αυτους.
A nép, a mely sötétségben ül vala, láta nagy világosságot, és a kik a halálnak földében és árnyékában ülnek vala, azoknak világosság támada.
Απο τοτε ηρχισεν ο Ιησους να κηρυττη και να λεγη Μετανοειτε διοτι επλησιασεν η βασιλεια των ουρανων.
Ettől fogva kezde Jézus prédikálni, és ezt mondani: Térjetek meg, mert elközelgetett a mennyeknek országa.
Περιπατων δε ο Ιησους παρα την θαλασσαν της Γαλιλαιας, ειδε δυο αδελφους, Σιμωνα τον λεγομενον Πετρον και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, ριπτοντας δικτυον εις την θαλασσαν διοτι ησαν αλιεις
Mikor pedig a galileai tenger mellett jár vala Jézus, láta két testvért, Simont, a kit Péternek neveznek, és Andrást az ő testvérét, a mint a tengerbe hálót vetnek vala; mert halászok valának.
και λεγει προς αυτους Ελθετε οπισω μου και θελω σας καμει αλιεις ανθρωπων.
És monda nékik: Kövessetek engem, és azt mívelem, hogy embereket halásszatok.
Οι δε αφησαντες ευθυς τα δικτυα, ηκολουθησαν αυτον.
Azok pedig azonnal otthagyván a hálókat, követék őt.
Και προχωρησας εκειθεν ειδεν αλλους δυο αδελφους, Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον αυτου, εν τω πλοιω μετα Ζεβεδαιου του πατρος αυτων επισκευαζοντας τα δικτυα αυτων, και εκαλεσεν αυτους.
És onnan tovább menve, láta más két testvért, Jakabot a Zebedeus fiát, és Jánost amannak testvérét, a mint a hajóban atyjukkal Zebedeussal a hálóikat kötözgetik vala; és hívá őket.
Οι δε αφησαντες ευθυς το πλοιον και τον πατερα αυτων, ηκολουθησαν αυτον.
Azok pedig azonnal otthagyván a hajót és atyjukat, követék őt.
Και περιηρχετο ο Ιησους ολην την Γαλιλαιαν, διδασκων εν ταις συναγωγαις αυτων και κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας και θεραπευων πασαν νοσον και πασαν ασθενειαν μεταξυ του λαου.
És bejárá Jézus az egész Galileát, tanítva azok zsinagógáiban, és hirdetve az Isten országának evangyéliomát, és gyógyítva a nép között minden betegséget és minden erőtlenséget.
Και διηλθεν η φημη αυτου εις ολην την Συριαν, και εφερον προς αυτον παντας τους κακως εχοντας υπο διαφορων νοσηματων και βασανων συνεχομενους και δαιμονιζομενους και σεληνιαζομενους και παραλυτικους, και εθεραπευσεν αυτους
És elterjede az ő híre egész Siriában: és hozzávivék mindazokat, a kik rosszul valának, a különféle betegségekben és kínokban sínlődőket, ördöngösöket, holdkórosokat és gutaütötteket; és meggyógyítja vala őket.
και ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι απο της Γαλιλαιας και Δεκαπολεως και Ιεροσολυμων και Ιουδαιας και απο περαν του Ιορδανου.
És nagy sokaság követé őt Galileából és a Tízvárosból és Jeruzsálemből és Júdeából és a Jordánon túlról.