Malachi 2

Και τωρα εις εσας γινεται η εντολη αυτη, ιερεις.
Most azért néktek szól ez a parancsolat, ti papok!
Εαν δεν ακουσητε και εαν δεν βαλητε τουτο εις την καρδιαν, δια να δωσητε δοξαν εις το ονομα μου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, τοτε θελω εξαποστειλει την καταραν εφ υμας και θελω επικαταρασθη τας ευλογιας σας ναι, μαλιστα και κατηρασθην αυτας, διοτι δεν βαλλετε τουτο εις την καρδιαν σας.
Ha meg nem hallgatjátok és ha nem veszitek szívetekre, hogy dicsőséget adjatok az én nevemnek, azt mondja a Seregeknek Ura: átkot bocsátok reátok, és elátkozom a ti áldásotokat; bizony elátkozom azt, ha nem veszitek szívetekre!
Ιδου, εγω θελω απορριψει τα σπερματα σας και θελω σκορπισει κοπρον επι τα προσωπα σας, την κοπρον των εορτων σας και θελει σας σηκωσει μεθ εαυτης.
Ímé, én megrontom a ti vetni való magotokat, és szemetet szórok orczáitokba, a ti ünneplésteknek szemetjét, és ahhoz hordanak ki titeket.
Και θελετε γνωρισει οτι εγω εξαπεστειλα την εντολην ταυτην προς εσας, δια να ηναι η διαθηκη μου μετα του Λευι, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
És megtudjátok, hogy azért adtam néktek e parancsolatot, hogy szövetségem legyen a Lévivel, azt mondja a Seregeknek Ura.
Η της ζωης και της ειρηνης διαθηκη μου ητο μετ αυτου και εδωκα αυτας εις αυτον δια τον φοβον, τον οποιον με εφοβειτο και ευλαβειτο το ονομα μου.
Szövetségem volt vele életre és békességre, és félelmül adtam azt néki és félt engemet, és megalázta magát az én nevem előtt.
Ο νομος της αληθειας ητο εν τω στοματι αυτου και ανομια δεν ευρεθη εν τοις χειλεσιν αυτου περιεπατησε μετ εμου εν ειρηνη και ευθυτητι και πολλους επεστρεψεν απο ανομιας.
Igazság törvénye volt az ő szájában, és nem találtatott álnokság az ő ajkaiban; békességben és egyenességgel járt velem, és sokakat megtérített a bűnből.
Επειδη τα χειλη του ιερεως θελουσι φυλαττει γνωσιν, και εκ του στοματος αυτου θελουσι ζητησει νομον διοτι αυτος ειναι αγγελος του Κυριου των δυναμεων.
Mert a papnak ajkai őrzik a tudományt, és az ő szájából törvényt várnak, mivel a Seregek Urának követe ő.
Αλλα σεις εξεκλινατε απο της οδου εκαμετε πολλους να προσκοπτωσιν εις τον νομον διεφθειρατε την διαθηκην του Λευι, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
De ti elhajlottatok ez útról, sokakat megbotránkoztattatok a törvénnyel, felbontottátok Lévi szövetségét, azt mondja a Seregeknek Ura.
Δια τουτο και εγω σας κατεστησα καταφρονητους και εξουδενωμενους εις παντα τον λαον, καθοτι δεν εφυλαξατε τας οδους μου αλλ ησθε προσωποληπται εις τον νομον.
Azért én is szidalmasakká tettelek titeket és útálatosakká az egész nép előtt, a miatt, hogy meg nem őriztétek az én útamat, hanem személyválogatók voltatok a törvénnyel.
Δεν ειναι εις ο πατηρ παντων ημων; δεν επλασεν ημας εις Θεος; δια τι δολιευομεθα εκαστος κατα του αδελφου αυτου, βεβηλουντες την διαθηκην των πατερων ημων;
Nem egy atyánk van-é mindnyájunknak? Nem egy Isten teremtett-é minket? Miért csalja hát kiki az ő felebarátját, megrontván a mi atyáink szövetségét?
Ο Ιουδας εφερθη δολιως και επραχθη βδελυγμα εν Ισραηλ και εν Ιερουσαλημ διοτι εβεβηλωσεν ο Ιουδας το αγιον του Κυριου, το οποιον ηγαπησε, και ενυμφευθη θυγατερα θεου αλλοτριου.
Hűtelenné lett Júda, és útálatosság támadt Izráelben és Jeruzsálemben, mert megfertőztette Júda az Úrnak szentségét, a melyet ő szeret, és idegen istennek leányát vette el.
Ο Κυριος θελει εξολοθρευσει εκ των σκηνωματων του Ιακωβ τον ανθρωπον τον πραττοντα τουτο, τον σκοπον και τον αποκρινομενον και τον προσφεροντα προσφοραν εις τον Κυριον των δυναμεων.
Elveszt az Úr mindenkit, a ki ezt cselekszi, a vigyázót és a felelőt, a Jákób sátraiból, még ha áldozatot visz is a Seregek Urának.
Εκαμετε οτι και τουτο εκαλυπτετε το θυσιαστηριον του Κυριου με δακρυα, με κλαυθμον και με στεναγμους οθεν δεν αποβλεπει πλεον εις την προσφοραν και δεν δεχεται αυτην με ευαρεστησιν εκ της χειρος σας.
És ezt is cselekszitek: betöltitek az Úr oltárát könyhullatással, sírással és kesergéssel, hogy ne tekintsen többé az ételáldozatra, és ne fogadjon el szívességet a ti kezetekből.
Και λεγετε, Δια τι; Διοτι ο Κυριος εσταθη μαρτυς μεταξυ σου και της γυναικος της νεοτητος σου, προς την οποιαν συ εφερθης δολιως ενω αυτη ειναι η συζυγος σου και η γυνη της συνθηκης σου.
És azt mondjátok: Miért? Azért, mert az Úr tett bizonyságot közted és a te ifjúságod felesége közt, a kit te megcsaltál, holott társad és szövetséges feleséged!
Και δεν εκαμεν ο Θεος ενα; και ομως αυτος ειχεν υπεροχην πνευματος. Και δια τι τον ενα; δια να ζητηση σπερμα θειον. Δια τουτο προσεχετε εις το πνευμα σας, και ας μη φερηται μηδεις απιστως προς την γυναικα της νεοτητος αυτου.
Nem tett ilyet egy sem, a kinek még volt lelke. És mit keresett az az egy? Istentől való magvat. Őrizzétek meg azért a ti lelketeket, és a ti ifjúságotok feleségét meg ne csaljátok!
Διοτι ο Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ, λεγει οτι μισει τον αποβαλλοντα αυτην και τον καλυπτοντα την βιαν με το ενδυμα αυτου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων δια τουτο προσεχετε εις το πνευμα σας και μη φερεσθε δολιως.
Mert gyűlölöm az elbocsátást, ezt mondja az Úr, Izráelnek Istene, és *azt,* a ki ruhájára kegyetlenséget borít, azt mondja a Seregeknek Ura. Őrizzétek meg azért lelketeket és ne csalárdkodjatok!
Κατεβαρυνατε τον Κυριον με τους λογους σας και λεγετε, με τι κατεβαρυναμεν αυτον; Με το να λεγητε, πας οστις πραττει κακον ειναι ευαρεστος ενωπιον του Κυριου, και αυτος ευδοκει εις αυτους. Που ειναι ο Θεος της κρισεως;
Elfárasztottátok az Urat beszédeitekkel, és azt mondjátok: Mivel fárasztottuk el? Azzal, hogy azt mondjátok: Minden gonosztevő jó az Úr szemeiben, és gyönyörködik ő azokban; vagy: Hol van az ítéletnek Istene?