Joshua 8

Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Μη φοβηθης μηδε δειλιασης λαβε μετα σου παντας τους πολεμικους ανδρας, και σηκωθεις αναβα εις Γαι ιδου, εγω παρεδωκα εις την χειρα σου; τον βασιλεα της Γαι και τον λαον αυτου και την πολιν αυτου και την γην αυτου
És monda az Úr Józsuénak: Ne félj és ne rettegj! Vedd magadhoz mind a fegyverfogható népet, és kelj fel és menj fel Aiba, meglásd: kezedbe adom Ainak királyát és az ő népét, városát és földét.
και θελεις καμει εις την Γαι και εις τον βασιλεα αυτης, καθως εκαμες εις την Ιεριχω και εις τον βασιλεα αυτης μονον τα λαφυρα αυτης και τα κτηνη αυτης θελετε λαφυραγωγησει εις εαυτους στησον ενεδραν κατα της πολεως οπισθεν αυτης.
Úgy cselekedjél Aival és az ő királyával, a mint cselekedtél Jérikhóval és az ő királyával; de zsákmányolni valóját és barmait magatoknak zsákmányolhatjátok! Vess lest a városnak, annak háta megett!
Και εσηκωθη ο Ιησους και πας ο λαος ο πολεμιστης, δια να αναβωσιν εις την Γαι και εξελεξεν ο Ιησους τριακοντα χιλιαδας ανδρας δυνατους εν ισχυι και εξαπεστειλεν αυτους δια νυκτος,
Felkele azért Józsué és az egész fegyverfogható nép, hogy felmenjenek Aiba, és kiválaszta Józsué harminczezer erős férfiút és elküldé őket éjjel.
και προσεταξεν εις αυτους λεγων, Ιδου, σεις θελετε ενεδρευει κατα της πολεως οπισθεν αυτης μη απομακρυνθητε πολυ απο της πολεως, και να ησθε παντες ετοιμοι
És parancsola nékik, mondván: Vigyázzatok! Ti lest vettek a városnak, a város háta megett; igen messzire ne menjetek a várostól, és mindnyájan készen legyetek!
εγω δε και πας ο λαος ο μετ εμου θελομεν πλησιασει εις την πολιν και οταν εξελθωσιν εναντιον ημων, καθως προτερον, τοτε ημεις θελομεν φυγει απ εμπροσθεν αυτων
Én pedig és az egész nép, a mely velem van, megközelítjük a várost. És ha kijönnek ellenünk, mint először, akkor megfutamodunk előttök.
και θελουσιν εξελθει κατοπιν ημων, εωσου απομακρυνωμεν αυτους απο της πολεως, διοτι θελουσιν ειπει, Αυτοι φευγουσιν απ εμπροσθεν ημων, καθως προτερον και ημεις θελομεν φυγει απ εμπροσθεν αυτων
És utánunk jönnek, mígnem elszakasztjuk őket a várostól, mert azt fogják mondani: Futnak előlünk, mint először. És a míg futunk előttök,
τοτε σεις σηκωθεντες εκ της ενεδρας, θελετε κυριευσει την πολιν διοτι Κυριος ο Θεος σας θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα σας
Ti támadjatok elő a leshelyből, és foglaljátok el a várost, mert az Úr, a ti Istenetek adja azt a ti kezetekbe.
και αφου κυριευσητε την πολιν, θελετε καυσει την πολιν εν πυρι κατα την προσταγην του Κυριου θελετε καμει ιδου, προσεταξα εις εσας.
És ha majd beveszitek a várost, gyújtsátok fel a várost tűzzel. Az Úrnak szava szerint cselekedjetek, vigyázzatok, megparancsoltam néktek!
Ο Ιησους λοιπον εξαπεστειλεν αυτους, και υπηγον εις ενεδραν και εκαθισαν μεταξυ Βαιθηλ και Γαι, προς το δυτικον μερος της Γαι ο δε Ιησους εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω μεσω του λαου.
Elküldé azért őket Józsué, és elmenének a leshelyre, és megszállának Béthel és Ai között, Aitól napnyugat felé; Józsué pedig ez éjszakán a nép között hála.
Και εξεγερθεις ο Ιησους το πρωι, επεσκεφθη τον λαον, και ανεβη αυτος και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ, εμπροσθεν του λαου προς Γαι.
És felkele Józsué, jó reggel, és megszemlélé a népet, és felméne ő és Izráelnek vénei a nép előtt Aiba.
Και πας ο λαος ο πολεμιστης, ο μετ αυτου, ανεβη και επλησιασε και ηλθε κατεναντι της πολεως και εστρατοπεδευσε κατα το βορειον μερος της Γαι ητο δε κοιλας μεταξυ αυτων και της Γαι.
És felméne a fegyverfogható nép is mind, a mely vele vala, és elközelítének és jutának a város elé, és táborba szállának Aitól északra, a völgy pedig köztök és Ai közt vala.
Και λαβων εως πεντε χιλιαδας ανδρων, εκαθισεν αυτους εις ενεδραν μεταξυ Βαιθηλ και Γαι, προς το δυτικον μερος της πολεως.
És vőn mintegy ötezer férfiút, és lesbe állítá őket Béthel és Ai között a városnak nyugati részén.
Και αφου διεταξαν τον λαον, απαν το στρατευμα το προς βορραν της πολεως και την ενεδραν αυτου προς δυσμας της πολεως, υπηγεν ο Ιησους εκεινην την νυκτα εις το μεσον της κοιλαδος.
Így állíták fel a népet, az egész tábort, a mely Aitól észak felé, utócsapatja pedig a várostól napnyugot felé vala. Józsué pedig beméne ez éjszakán a völgynek közepébe.
Και ως ειδεν ο βασιλευς της Γαι, αυτος και πας ο λαος αυτου, οι ανδρες της πολεως, εσπευσαν και εξηγερθησαν πρωι και εξηλθον εις συναντησιν του Ισραηλ προς μαχην, εις ωρισμενην ωραν, επι την πεδιαδα πλην αυτος δεν ηξευρεν οτι ητο ενεδρα κατ αυτου οπισθεν της πολεως.
És lőn, hogy mikor meglátta vala Ainak királya, sietve felkelének, és kijövének a város férfiai Izráel ellen a harczra; ő és egész népe a megszabott helyre, a síkság elejére, mert nem tudja vala, hogy lest vetének néki a város háta mögött.
Και ο Ιησους και πας ο Ισραηλ προσεποιηθησαν οτι κατετροπωθησαν εμπροσθεν αυτων, και εφευγον δια της οδου της ερημου.
Józsué pedig és az egész Izráel mintha megverettek volna előttök futnak vala a puszta felé *vivő* úton.
Και συνεκαλεσθησαν πας ο λαος ο εν Γαι, δια να καταδιωξωσιν αυτους και κατεδιωξαν τον Ιησουν και απεμακρυνθησαν απο της πολεως.
És felriasztaték az egész nép, a mely a városban vala, hogy üldözze őket. És üldözék Józsuét, és elszakadának a várostól.
Και δεν απεμεινεν ανθρωπος εν Γαι και εν Βαιθηλ, οστις δεν εξηλθε κατοπιν του Ισραηλ και αφηκαν ανοικτην την πολιν, και κατεδιωκον τον Ισραηλ.
És nem marada ember Aiban, sem Béthelben, a ki nem jött volna Izráel után, és ott hagyák a várost kinyitva, és üldözék Izráelt.
Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Εκτεινον την λογχην, την εν τη χειρι σου, προς την Γαι διοτι θελω παραδωσει αυτην εις την χειρα σου. Και εξετεινεν ο Ιησους την λογχην, την εν τη χειρι αυτου, προς την πολιν.
Az Úr pedig monda Józsuénak: Emeld fel a kopját, a mely kezedben van, Ai felé, mert kezedbe adom azt. És felemelé Józsué a kopját, a mely kezében vala, a város felé.
Και η ενεδρα εσηκωθη μετα σπουδης απο της θεσεως αυτης, και ωρμησαν ευθυς οτε εξετεινε την χειρα αυτου και εισηλθον εις την πολιν και εκυριευσαν αυτην, και σπευσαντες εκαυσαν την πολιν εκ πυρι.
A lesben levők pedig nagy hamarsággal felkelének helyökről, és a mint felemelte vala kezét, futásnak eredének, és bemenének a városba, és bevevék azt, és nagy hamarsággal tűzbe boríták a várost.
Και οτε περιεβλεψαν εις τα οπισω αυτων οι ανδρες της Γαι, ειδον, και ιδου, ανεβαινεν ο καπνος της πολεως προς τον ουρανον, και δεν ηδυναντο να φυγωσιν εδω και εκει επειδη ο λαος ο φευγων προς την ερημον εστραφησαν οπισω εναντιον των καταδιωκοντων.
Ai férfiai pedig hátratekintének, és láták, hogy ímé a városnak füstje felszáll vala az ég felé, és hogy nincsen módjukban imide vagy amoda elfutni, mert a nép, a mely fut vala a pusztának, visszafordul vala az üldöző felé.
Ο δε Ιησους και πας ο Ισραηλ, ιδοντες οτι η ενεδρα ειχε κυριευσει την πολιν και οτι ανεβαινεν ο καπνος της πολεως, εστραφησαν οπισω και επαταξαν τους ανδρας της Γαι.
Józsué ugyanis és az egész Izráel látták vala, hogy a lesben levők bevették a várost, és hogy a városnak füstje felszállott vala: visszafordulának azért és vágák Ainak férfiait.
Και οι αλλοι εξηλθον εκ της πολεως εναντιον αυτων, ωστε ησαν εν τω μεσω του Ισραηλ εντευθεν και εκειθεν και επαταξαν αυτους, ωστε δεν αφηκαν ουδενα εξ αυτων μειναντα η διαφυγοντα.
Amazok pedig a városból jövének ki ellenök, és így közben valának Izráelnek: ezek innen, amazok meg amonnan, és vágák őket mindaddig, a míg egy sem marada közülök élve, vagy a ki elszaladt volna.
Τον δε βασιλεα της Γαι συνελαβον ζωντα και εφεραν αυτον προς τον Ιησουν.
Ainak királyát is elfogák élve, és elvivék őt Józsué elé.
Και αφου ο Ισραηλ ετελειωσε φονευων παντας τους κατοικους της Γαι εν τη πεδιαδι εκ τη ερημω, οπου κατεδιωκον αυτους, και επεσον παντες εν στοματι μαχαιρας, εωσου εξωλοθρευθησαν, επεστρεψε πας ο Ισραηλ εις την Γαι και επαταξαν αυτην εν στοματι μαχαιρας.
Mikor pedig leöldösé Izráel Ainak minden lakosát a mezőn, a pusztában, a hol üldözték vala őket, és mikor mindnyájan elhullottak vala az utolsóig fegyver éle alatt: visszafordula az egész Izráel Ai ellen, és vágá azt fegyver élével.
Και παντες οι πεσοντες εν τη ημερα εκεινη, ανδρες τε και γυναικες, ησαν δωδεκα χιλιαδες, παντες οι ανθρωποι της Γαι.
Mindazok pedig, a kik e napon elhullottak, férfiak és asszonyok együtt, tizenkét ezeren valának; Ainak minden embere.
Και δεν εσυρεν ο Ιησους οπισω την χειρα αυτου, την οποιαν εξετεινε με την λογχην, εωσου εξωλοθρευσε παντας τους κατοικους της Γαι.
Józsué ugyanis nem voná vissza a kezét, a melyet a kopjával együtt felemelt vala, míglen megölék Ainak minden lakosát.
Μονον τα κτηνη και τα λαφυρα της πολεως εκεινης ελαφυραγωγησεν ο Ισραηλ εις εαυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον προσεταξεν εις τον Ιησουν.
A barmot azonban és a mi zsákmányolni valója volt ennek a városnak, magának zsákmányolá el Izráel az Úr rendelete szerint. A mint utasította vala Józsuét.
Και κατεκαυσεν ο Ιησους την Γαι, και κατεστησεν αυτην σωρον παντοτεινον αοικητον εως της ημερας ταυτης.
Ait pedig felgyujtatá Józsué és tevé örökkévaló kőhalommá, pusztassággá mind e napig.
Τον δε βασιλεα της Γαι εκρεμασεν επι ξυλου εως εσπερας και ως εδυσεν ο ηλιος, προσεταξεν ο Ιησους και κατεβιβασαν το πτωμα αυτου απο του ξυλου, και ερριψαν αυτο εις την εισοδον της πυλης της πολεως, και υψωσαν επ αυτου σωρον λιθων μεγαν, οστις μενει εως της σημερον.
Ainak királyát pedig felakasztá fára *és ott vala* estvéig; de naplementekor parancsolt Józsué, és levevék annak holttestét a fáról, és veték a város kapujának bejáratához, és nagy rakás követ hordának fölébe, mind e napig.
Τοτε ωκοδομησεν ο Ιησους θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ επι το ορος Εβαλ,
Majd oltárt építe Józsué az Úrnak, Izráel Istenének Ebál hegyén,
καθως ο Μωυσης ο δουλος του Κυριου προσεταξε τους υιους Ισραηλ, κατα το γεγραμμενον εν τω βιβλιω του νομου του Μωυσεως, θυσιαστηριον εκ λιθων ολοκληρων, επι των οποιων σιδηρος δεν επεβληθη και προσεφεραν επ αυτο ολοκαυτωματα προς τον Κυριον και εθυσιασαν ειρηνικας προσφορας.
Miképen megparancsolta vala Mózes, az Úrnak szolgája Izráel fiainak, a mint meg van írva Mózes törvényének könyvében; oltárt ép kövekből, melyeket vas nem érintett és vivének arra egészen égőáldozatot az Úrnak, és áldozának hálaáldozatokat.
Και εγραψεν εκει επι τους λιθους το αντιγραφον του νομου του Μωυσεως, τον οποιον ειχε γραψει ενωπιον των υιων Ισραηλ.
És felírá ott kövekre a Mózes törvényének mását, a melyet az írt vala Izráel fiai elé.
Και πας ο Ισραηλ και οι πρεσβυτεροι αυτων και οι αρχοντες και οι κριται αυτων εσταθησαν εντευθεν και εντευθεν της κιβωτου απεναντι των ιερεων των Λευιτων, των βασταζοντων την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, και ο ξενος και ο αυτοχθων το ημισυ αυτων προς το ορος Γαριζιν και το ημισυ αυτων προς το ορος Εβαλ καθως προτερον προσεταξεν ο Μωυσης ο δουλος του Κυριου, δια να ευλογησωσι τον λαον του Ισραηλ.
Az egész Izráel pedig és az ő vénei, vezérei és bírái ott álltak vala kétfelől a láda mellett, a Lévita-papok előtt, a kik az Úrnak frigyládáját hordozták vala, úgy a jövevény, mint a benszülött, fele a Garizim hegye felé, fele pedig Ebál hegye felé, a mint megparancsolta Mózes az Úr szolgája, hogy megáldaná az Izráel népét először.
Και μετα ταυτα ανεγνωσε παντας τους λογους του νομου, τας ευλογιας και τας καταρας, κατα παντα τα γεγραμμενα εν τω βιβλιω του νομου.
Azután pedig felolvasta a törvénynek minden ígéjét, az áldást és az átkot, mind úgy, a mint meg van írva a törvény könyvében.
Δεν ητο λογος εκ παντων οσα προσεταξεν ο Μωυσης, τον οποιον ο Ιησους δεν ανεγνωσεν ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, μετα των γυναικων και των παιδιων και των ξενων των παρευρισκομενων μεταξυ αυτων.
Nem volt egy íge sem azok közül, a melyeket Mózes parancsolt vala, a melyet fel nem olvasott volna Józsué, az Izráelnek egész gyülekezete előtt, még az asszonyok, gyermekek, jövevények előtt is, a kik járnak vala közöttök.