Και εσηκωθη ο Δαβιδ και υπηγε, και πας ο λαος ο μετ αυτου, απο Βααλ του Ιουδα, δια να αναγαγη εκειθεν την κιβωτον του Θεου, εις την οποιαν επικαλειται το Ονομα, το ονομα του Κυριου των δυναμεων, του καθημενου υπερανω αυτης επι των χερουβειμ.
És felkelvén, elméne Dávid az egész néppel együtt, mely vele vala, Júdának *városába,* Bahalába, hogy elhozza onnét az Isten ládáját, mely Névről, a Seregek Urának nevéről neveztetik, ki ül a Kérubok között.