II Kings 7

Ειπε δε ο Ελισσαιε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου Ουτω λεγει Κυριος Αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν μετρον σεμιδαλεως θελει πωληθη δι ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι ενα σικλον, εν τη πυλη της Σαμαρειας.
És monda Elizeus: Halljátok meg az Úr beszédét. Ezt mondja az Úr: Holnap ilyenkor egy köböl zsemlyelisztet egy sikluson, és két köböl árpát egy sikluson vesznek Samaria kapujában.
Και απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου ο αρχων, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο ο βασιλευς, και ειπε, Και εαν ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο το πραγμα τουτο να γεινη; Ο δε ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει με τους οφθαλμους σου, δεν θελεις ομως φαγει εξ αυτου.
És felelvén egy főember, a kinek kezére támaszkodott a király, az Isten emberének, monda: Hacsak az Úr ablakokat nem csinál az égen; akkor meglehet? És monda *Elizeus:* Ímé, te szemeiddel meg fogod látni, de nem eszel belőle.
Ησαν δε τεσσαρες ανδρες λεπροι εν τη εισοδω της πυλης και ειπον ο εις προς τον αλλον, Δια τι ημεις καθημεθα εδω εωσου αποθανωμεν;
A kapu előtt pedig volt négy bélpoklos férfi, a kik mondák egymásnak: Miért maradunk itt, hogy meghaljunk *éhen?*
εαν ειπωμεν, να εισελθωμεν εις την πολιν, η πεινα ειναι εν τη πολει, και θελομεν αποθανει εκει εαν δε καθημεθα εδω, παλιν θελομεν αποθανει τωρα λοιπον ελθετε, και ας πεσωμεν εις το στρατοπεδον των Συριων εαν αφησωσιν ημας ζωντας, θελομεν ζησει. και εαν θανατωσωσιν ημας, θελομεν αποθανει.
Ha azt határozzuk is, hogy bemegyünk a városba, ott is inség van, és akkor ott halunk meg; ha pedig itt maradunk, akkor itt halunk meg; jertek el azért, szökjünk el a Siriabeliek táborába, ha meghagyják életünket, élünk, ha megölnek, meghalunk.
Και εσηκωθησαν οτε εσκοταζε, δια να εισελθωσιν εις το στρατοπεδον των Συριων και οτε ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου της Συριας, ιδου, δεν ητο ανθρωπος εκει.
És felkeltek alkonyatkor, hogy a Siriabeliek táborába menjenek; és mikor odaértek a Siriabeliek táborának széléhez, ímé már nem volt ott senki.
Διοτι ο Κυριος ειχε καμει να ακουσθη εν τω στρατοπεδω των Συριων κροτος αμαξων και κροτος ιππων, κροτος μεγαλου στρατευματος και ειπον προς αλληλους, Ιδου, ο βασιλευς του Ισραηλ εμισθωσεν εναντιον ημων τους βασιλεις των Χετταιων και τους βασιλεις των Αιγυπτιων, δια να ελθωσιν εφ ημας.
Mert az Úr azt cselekedte volt, hogy a Siriabeliek tábora szekerek zörgését és lovak dobogását, és nagy sereg robogását hallotta, és mondának egymásnak: Ímé az Izráel királya bérbe fogadta meg ellenünk a Hitteusok királyit és az Égyiptombeliek királyit, hogy ellenünk jőjjenek.
Οθεν σηκωθεντες εφυγον εν τω σκοτει, και εγκατελιπον τας σκηνας αυτων και τους ιππους αυτων και τους ονους αυτων, το στρατοπεδον οπως ητο, και εφυγον δια την ζωην αυτων.
És felkelvén elfutának alkonyatkor, és elhagyák mind sátoraikat, mind lovaikat, mind szamaraikat, a mint a tábor volt, és elfutának, csakhogy életöket megmenthessék.
Και οτε οι λεπροι ουτοι ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου, εισηλθον εις μιαν σκηνην και εφαγον και επιον, και λαβοντες εκειθεν αργυριον και χρυσιον και ιματια, υπηγαν και εκρυψαν αυτα επιστρεψαντες δε εισηλθον εις αλλην σκηνην, και ελαβον αλλα εκειθεν και υπηγαν και εκρυψαν και ταυτα.
Mikor azért e bélpoklosok a tábor széléhez értek, bemenvén egy sátorba, evének és ivának, és elvivének onnét ezüstöt, aranyat és ruhákat, és elmenvén elrejték azokat; és megtérvén más sátorba menének be, és *abból* *is* hozának és elmenvén, elrejték.
Τοτε ειπον προς αλληλους, Ημεις δεν καμνομεν καλα η ημερα αυτη ειναι ημερα αγαθων αγγελιων, και αν ημεις σιωπωμεν και περιμενωμεν μεχρι του φωτος της αυγης, συμφορα τις θελει επελθει εφ ημας ελθετε λοιπον, και ας υπαγωμεν να αναγγειλωμεν ταυτα εις τον οικον του βασιλεως.
És monda egyik a másiknak: Nem igazán cselekszünk: ez a mai nap örömmondás napja, ha mi hallgatunk, és a virradatot megvárjuk, büntetés ér bennünket; most azért jertek és menjünk el, és mondjuk meg a király házának.
Ηλθον λοιπον και εβοησαν προς τους θυρωρους της πολεως και ανηγγειλαν προς αυτους, λεγοντες, Ηλθομεν εις το στρατοπεδον των Συριων, και ιδου, δεν ητο εκει ανθρωπος ουδε φωνη ανθρωπου, ειμη ιπποι δεδεμενοι και ονοι δεδεμενοι και σκηναι καθως ευρισκοντο.
És elmenének, és kiáltának a város kapuján állónak, és elbeszélék nékik, mondván: Odamentünk volt a Siriabeliek táborába, és ímé már nem volt ott senki; emberek szava nem hallatszott, csak a lovak és szamarak vannak kikötve, és a sátorok úgy, a mint voltak.
Και εβοησαν οι θυρωροι και ανηγγειλαν τουτο ενδον εις τον οικον του βασιλεως.
Kiáltának azért a kapunállók, és hírré tevék ott benn a király házában.
Και σηκωθεις ο βασιλευς την νυκτα, ειπε προς τους δουλους αυτου, Τωρα θελω φανερωσει προς εσας τι εκαμον οι Συριοι εις ημας εγνωρισαν οτι ειμεθα πεινασμενοι και εξηλθον εκ του στρατοπεδου, δια να κρυφθωσιν εν τοις αγροις, λεγοντες, Οταν εξελθωσιν εκ της πολεως, θελομεν συλλαβει αυτους ζωντας, και εις την πολιν θελομεν εισελθει.
És felkele éjszaka a király, és monda az ő szolgáinak: Megmondom néktek, mit csinálnak velünk a Siriabeliek. Tudják, hogy éhen vagyunk, és *csak* azért mentek ki a táborból, hogy elrejtőzzenek a mezőn, mondván: Mikor kijönnek a városból, megfogjuk őket elevenen, és bemegyünk a városba.
Αποκριθεις δε εις εκ των δουλων αυτου ειπεν, Ας λαβωσι, παρακαλω, πεντε εκ των υπολειπομενων ιππων, οιτινες απεμειναν εν τη πολει, ιδου, αυτοι ειναι καθως ειπαν το πληθος του Ισραηλ το εναπολειφθεν εν αυτη ιδου, ειναι καθως απαν το πληθος των Ισραηλιτων οιτινες κατηναλωθησαν και ας αποστειλωμεν δια να ιδωμεν.
Akkor felele egy az ő szolgái közül, és monda: Ki kell választani a megmaradt lovak közül, a melyek a városban megmaradtak, ötöt, - ímé épen olyanok ezek, mint Izráelnek egész sokasága, a mely megmaradt; ímé épen olyanok ezek, mint Izráel egész sokasága, a mely elpusztult, - és küldjük ki, hadd lássuk meg.
Ελαβον λοιπον δυο ζευγη ιππων και απεστειλεν ο βασιλευς οπισω του στρατοπεδου των Συριων, λεγων, Υπαγετε και ιδετε.
És vevének két szekeret lovakkal, és kiküldé a király a siriaiak táborába, mondván: Menjetek el és nézzétek meg.
Και υπηγαν οπισω αυτων εως του Ιορδανου και ιδου, πασα η οδος πληρης ιματιων και σκευων, τα οποια οι Συριοι ειχον ιψει εκ της βιας αυτων. Και επιστρεψαντες οι μηνυται ανηγγειλαν τουτο προς τον βασιλεα.
És mikor utánuk mentek egész a Jordánig, ímé az egész út rakva volt ruhákkal és edényekkel, a melyeket a siriaiak a sietségben elhánytak. És mikor visszajöttek a követek, és elmondák ezt a királynak:
Και εξηλθεν ο λαος, και ηρπασαν το στρατοπεδον των Συριων. Και επωληθη εν μετρον σεμιδαλεως δι ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι ενα σικλον, κατα τον λογον του Κυριου.
Kiment a nép, és kirabolta a Siriabeliek táborát, és egy köböl zsemlyelisztet egy sikluson, és két köböl árpát egy sikluson vettek, az Úrnak beszéde szerint.
Και κατεστησεν ο βασιλευς επι της πυλης τον αρχοντα, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο και κατεπατησεν ο λαος αυτον εν τη πυλη, και απεθανε καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου, οστις ελαλησεν οτε ο βασιλευς κατεβη προς αυτον.
A király pedig azt a főembert, a kinek kezére *szokott *támaszkodni, oda rendelte a kapuhoz. És a nép eltapodá őt a kapuban, és meghala, a mint az Isten embere megmondotta, a ki megjövendölte ezt, mikor a király lement hozzá.
Και, καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα, λεγων, Δυο μετρα κριθης δι ενα σικλον και εν μετρον σεμιδαλεως δι ενα σικλον θελουσιν εισθαι αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν τη πυλη της Σαμαρειας,
Úgy történt, a mint az Isten embere a királynak jövendölte: Két köböl árpát egy sikluson és egy köböl zsemlyelisztet egy sikluson adnak holnap ilyenkor Samaria kapujában.
ο δε αρχων απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου και ειπε, Και αν τωρα ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο τοιουτον πραγμα να γεινη; και εκεινος ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει τουτο με τους οφθαλμους σου αλλα δεν θελεις φαγει εξ αυτου,
És ezt felelte volt a főember az Isten emberének, mondván: Hacsak az Úr ablakokat nem csinál az égen; akkor meglehet? és ő azt mondotta rá: Ímé te szemeiddel meg fogod látni; de nem eszel belőle.
ουτω και εγεινεν εις αυτον διοτι ο λαος κατεπατησεν αυτον εν τη πυλη, και απεθανε.
És teljesen így történt vele, mert eltapodá őt a nép a kapuban és meghalt.