Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
ואשה אחת מנשי בני הנביאים צעקה אל אלישע לאמר עבדך אישי מת ואתה ידעת כי עבדך היה ירא את יהוה והנשה בא לקחת את שני ילדי לו לעבדים׃
Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.
ויאמר אליה אלישע מה אעשה לך הגידי לי מה יש לכי בבית ותאמר אין לשפחתך כל בבית כי אם אסוך שמן׃
εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.
ובאת וסגרת הדלת בעדך ובעד בניך ויצקת על כל הכלים האלה והמלא תסיעי׃
Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.
ותבא ותגד לאיש האלהים ויאמר לכי מכרי את השמן ושלמי את נשיכי ואת בניכי תחיי בנותר׃
Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.
ויהי היום ויעבר אלישע אל שונם ושם אשה גדולה ותחזק בו לאכל לחם ויהי מדי עברו יסר שמה לאכל לחם׃
ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου και ας βαλωμεν εκει δι αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.
נעשה נא עלית קיר קטנה ונשים לו שם מטה ושלחן וכסא ומנורה והיה בבאו אלינו יסור שמה׃
Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.
ויאמר לו אמר נא אליה הנה חרדת אלינו את כל החרדה הזאת מה לעשות לך היש לדבר לך אל המלך או אל שר הצבא ותאמר בתוך עמי אנכי ישבת׃
Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
ויאמר למועד הזה כעת חיה אתי חבקת בן ותאמר אל אדני איש האלהים אל תכזב בשפחתך׃
Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.
ותקרא אל אישה ותאמר שלחה נא לי אחד מן הנערים ואחת האתנות וארוצה עד איש האלהים ואשובה׃
Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη
ותלך ותבוא אל איש האלהים אל הר הכרמל ויהי כראות איש האלהים אתה מנגד ויאמר אל גיחזי נערו הנה השונמית הלז׃
Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ εμου και δεν μοι εφανερωσε.
ותבא אל איש האלהים אל ההר ותחזק ברגליו ויגש גיחזי להדפה ויאמר איש האלהים הרפה לה כי נפשה מרה לה ויהוה העלים ממני ולא הגיד לי׃
Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
ויאמר לגיחזי חגר מתניך וקח משענתי בידך ולך כי תמצא איש לא תברכנו וכי יברכך איש לא תעננו ושמת משענתי על פני הנער׃
Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.
וגחזי עבר לפניהם וישם את המשענת על פני הנער ואין קול ואין קשב וישב לקראתו ויגד לו לאמר לא הקיץ הנער׃
Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου και εξηπλωθη επ αυτο και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.
ויעל וישכב על הילד וישם פיו על פיו ועיניו על עיניו וכפיו על כפו ויגהר עליו ויחם בשר הילד׃
Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ αυτο και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
וישב וילך בבית אחת הנה ואחת הנה ויעל ויגהר עליו ויזורר הנער עד שבע פעמים ויפקח הנער את עיניו׃
Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα και ητο πεινα εν τη γη και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.
ואלישע שב הגלגלה והרעב בארץ ובני הנביאים ישבים לפניו ויאמר לנערו שפת הסיר הגדולה ובשל נזיד לבני הנביאים׃
Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.
ויצא אחד אל השדה ללקט ארת וימצא גפן שדה וילקט ממנו פקעת שדה מלא בגדו ויבא ויפלח אל סיר הנזיד כי לא ידעו׃
Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.
ויצקו לאנשים לאכול ויהי כאכלם מהנזיד והמה צעקו ויאמרו מות בסיר איש האלהים ולא יכלו לאכל׃
Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ−σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.
ואיש בא מבעל שלשה ויבא לאיש האלהים לחם בכורים עשרים לחם שערים וכרמל בצקלנו ויאמר תן לעם ויאכלו׃
Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
ויאמר משרתו מה אתן זה לפני מאה איש ויאמר תן לעם ויאכלו כי כה אמר יהוה אכל והותר׃