Genesis 32

Και απηλθεν ο Ιακωβ εις την οδον αυτου και συνηντησαν αυτον οι αγγελοι του Θεου.
Und Jakob zog seines Weges, und es begegneten ihm Engel Gottes.
Και οτε ειδεν αυτους ο Ιακωβ ειπε, Στρατοπεδον Θεου ειναι τουτο και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου, Μαχαναιμ.
Und Jakob sprach, als er sie sah: Dies ist das Heerlager Gottes. Und er gab jenem Orte den Namen Machanaim.
Και απεστειλεν ο Ιακωβ μηνυτας εμπροσθεν αυτου προς Ησαυ τον αδελφον αυτου εις την γην Σηειρ, εις τον τοπον του Εδωμ.
Und Jakob sandte Boten vor sich her zu seinem Bruder Esau, in das Land Seir, das Gefilde Edom.
Και παρηγγειλεν εις αυτους, λεγων, ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον μου τον Ησαυ, Ουτω λεγει ο δουλος σου Ιακωβ, μετα του Λαβαν παρωκησα, και διεμεινα εως του νυν
Und er gebot ihnen und sprach: So sollt ihr zu meinem Herrn, zu Esau, sprechen: So spricht dein Knecht Jakob: Bei Laban habe ich mich aufgehalten und bin geblieben bis jetzt;
και απεκτησα βοας και ονους προβατα και δουλους και δουλας και απεστειλα να αναγγειλω προς τον κυριον μου, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν σου.
und ich habe Rinder und Esel, Kleinvieh und Knechte und Mägde erworben; und ich habe gesandt, es meinem Herrn kundzutun, um Gnade zu finden in deinen Augen.
Και επεστρεψαν οι μηνυται προς τον Ιακωβ, λεγοντες, Υπηγαμεν προς τον αδελφον σου τον Ησαυ, και μαλιστα ερχεται εις συναντησιν σου, και τετρακοσιοι ανδρες μετ αυτου.
Und die Boten kehrten zu Jakob zurück und sprachen: Wir sind zu deinem Bruder, zu Esau, gekommen, und er zieht dir auch entgegen und vierhundert Mann mit ihm.
Εφοβηθη δε ο Ιακωβ σφοδρα και ητο εν αμηχανια και διηρεσε τον λαον, τον μεθ αυτου, και τα ποιμνια και τους βοας και τας καμηλους, εις δυο ταγματα
Da fürchtete sich Jakob sehr, und ihm ward angst; und er teilte das Volk, das bei ihm war, und das Kleinvieh und die Rinder und die Kamele in zwei Züge.
λεγων, Εαν ελθη ο Ησαυ εις το εν ταγμα και παταξη αυτο, το επιλοιπον ταγμα θελει διασωθη.
Und er sprach: Wenn Esau wider den einen Zug kommt und ihn schlägt, so wird der übriggebliebene Zug entrinnen können.
Και ειπεν ο Ιακωβ, Θεε του πατρος μου Αβρααμ και Θεε του πατρος μου Ισαακ, Κυριε, οστις ειπας προς εμε Επιστρεψον εις την γην σου και εις την συγγενειαν σου και θελω σε αγαθοποιησει
Und Jakob sprach: Gott meines Vaters Abraham und Gott meines Vaters Isaak, Jehova, der du zu mir geredet hast: Kehre zurück in dein Land und zu deiner Verwandtschaft, und ich will dir wohltun!
πολυ μικρος ειμαι ως προς παντα τα ελεη και πασαν την αληθειαν τα οποια εκαμες εις τον δουλον σου διοτι με την ραβδον μου διεβην τον Ιορδανην τουτον, και τωρα εγεινα δυο ταγματα
Ich bin zu gering all der Gütigkeiten und all der Treue, die du deinem Knechte erwiesen hast; denn mit meinem Stabe bin ich über diesen Jordan gegangen, und nun bin ich zu zwei Zügen geworden.
σωσον με, δεομαι σου, εκ της χειρος του αδελφου μου, εκ της χειρος του Ησαυ διοτι φοβουμαι αυτον, μηπως ελθων παταξη εμε και την μητερα επι τα τεκνα
Rette mich doch von der Hand meines Bruders, von der Hand Esaus! denn ich fürchte ihn, daß er etwa komme und mich schlage, die Mutter samt den Kindern.
συ δε ειπας, Βεβαια θελω σε αγαθοποιησει, και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της θαλασσης, ητις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη.
Du hast ja gesagt: Gewißlich werde ich dir wohltun und werde deinen Samen machen wie den Sand des Meeres, der nicht gezählt wird vor Menge.
Και εκοιμηθη εκει την νυκτα εκεινην και ελαβεν εκ των οσα ετυχον εν τη χειρι αυτου, δωρον προς Ησαυ τον αδελφον αυτου
Und er übernachtete daselbst in jener Nacht; und er nahm von dem, was in seine Hand gekommen war, ein Geschenk für seinen Bruder Esau:
αιγας διακοσιας και τραγους εικοσι, προβατα διακοσια και κριους εικοσι,
Zweihundert Ziegen und zwanzig Böcke, zweihundert Mutterschafe und zwanzig Widder,
καμηλους θηλαζουσας μετα των τεκνων αυτων τριακοντα, δαμαλια τεσσαρακοντα και ταυρους δεκα, ονους θηλυκας εικοσι και πωλαρια δεκα.
dreißig säugende Kamele mit ihren Füllen, vierzig Kühe und zehn Stiere, zwanzig Eselinnen und zehn junge Esel.
Και παρεδωκεν εις τας χειρας των δουλων αυτου, εκαστον ποιμνιον χωριστα και ειπε προς τους δουλους αυτου, Περασατε εμπροσθεν μου και αφησατε διαστημα μεταξυ ποιμνιου και ποιμνιου.
Und er gab sie in die Hand seiner Knechte, je eine Herde besonders, und er sprach zu seinen Knechten: Ziehet vor mir her und lasset Raum zwischen Herde und Herde.
Και εις τον πρωτον παρηγγειλε, λεγων, Οταν σε συναντηση Ησαυ ο αδελφος μου, και σε ερωτηση λεγων, Τινος εισαι; και που υπαγεις; και τινος ειναι ταυτα, τα οποια εχεις εμπροσθεν σου;
Und er gebot dem ersten und sprach: Wenn mein Bruder Esau dir begegnet und dich fragt und spricht: Wem gehörst du an, und wohin gehst du, und wem gehören diese da vor dir?
τοτε θελεις ειπει, Ταυτα ειναι του δουλου σου του Ιακωβ, δωρα στελλομενα προς τον κυριον μου Ησαυ και ιδου, και αυτος οπισω ημων.
so sollst du sagen: Deinem Knechte Jakob; es ist ein Geschenk, gesandt meinem Herrn, dem Esau; und siehe, er selbst ist hinter uns.
ουτω παρηγγειλε και εις τον δευτερον, και εις τον τριτον και εις παντας τους ακολουθουντας οπισω των ποιμνιων, λεγων, κατα τους λογους τουτους θελετε λαλησει προς τον Ησαυ, οταν ευρητε αυτον
Und er gebot auch dem zweiten, auch dem dritten, auch allen, die hinter den Herden hergingen, und sprach: Nach diesem Worte sollt ihr zu Esau reden, wenn ihr ihn findet,
και θελετε ειπει, Ιδου, οπισω ημων και αυτος ο δουλος σου Ιακωβ. Διοτι ελεγε, Θελω εξιλεωσει το προσωπον αυτου με το δωρον, το προπορευομενον εμπροσθεν μου και μετα ταυτα θελω ιδει το προσωπον αυτου ισως θελει με δεχθη.
und sollt sagen: Siehe, dein Knecht Jakob ist selbst hinter uns. Denn er sagte: Ich will ihn versöhnen durch das Geschenk, das vor mir hergeht, und danach will ich sein Angesicht sehen; vielleicht wird er mich annehmen.
Το δωρον λοιπον επερασεν εμπροσθεν αυτου αυτος δε εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω στρατοπεδω.
Und das Geschenk zog vor ihm her, und er übernachtete in jener Nacht im Lager.
Σηκωθεις δε την νυκτα εκεινην, ελαβε τας δυο γυναικας αυτου και τας δυο θεραπαινας αυτου και τα ενδεκα παιδια αυτου και διεβη το περασμα του Ιαβοκ.
Und er stand in jener Nacht auf und nahm seine zwei Weiber und seine zwei Mägde und seine elf Söhne und zog über die Furt des Jabbok;
Και ελαβεν αυτους και διεβιβασεν αυτους τον χειμαρρον διεβιβασε και τα υπαρχοντα αυτου.
und er nahm sie und führte sie über den Fluß und führte hinüber, was er hatte.
Ο δε Ιακωβ εμεινε μονος και επαλαιε μετ αυτου ανθρωπος εως τα χαραγματα της αυγης
Und Jakob blieb allein übrig; und es rang ein Mann mit ihm, bis die Morgenröte aufging.
ιδων δε οτι δεν υπερισχυσε κατ αυτου, ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου αυτου και μετετοπισθη η αρθρωσις του μηρου του Ιακωβ, ενω επαλαιε μετ αυτου.
Und als er sah, daß er ihn nicht übermochte, da rührte er sein Hüftgelenk an; und das Hüftgelenk Jakobs ward verrenkt, indem er mit ihm rang.
Ο δε ειπεν, Αφες με να απελθω, διοτι εχαραξεν η αυγη. Και αυτος ειπε, δεν θελω σε αφησει να απελθης, εαν δεν με ευλογησης.
Da sprach er: Laß mich los, denn die Morgenröte ist aufgegangen; und er sprach: Ich lasse dich nicht los, du habest mich denn gesegnet.
Και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπεν, Ιακωβ.
Da sprach er zu ihm: Was ist dein Name? Und er sprach: Jakob.
Και εκεινος ειπε, Δεν θελει καλεσθη πλεον το ονομα σου Ιακωβ, αλλα Ισραηλ διοτι ενισχυσας μετα Θεου, και μετα ανθρωπων θελεις εισθαι δυνατος.
Da sprach er: Nicht Jakob soll hinfort dein Name heißen, sondern Israel; denn du hast mit Gott und mit Menschen gerungen und hast obsiegt.
Ηρωτησε δε ο Ιακωβ λεγων, Φανερωσον μοι, παρακαλω, το ονομα σου. Ο δε ειπε, Δια τι ερωτας το ονομα μου; Και ευλογησεν αυτον εκει.
Und Jakob fragte und sprach: Tue mir doch deinen Namen kund! Da sprach er: Warum doch fragst du nach meinem Namen? Und er segnete ihn daselbst.
Και εκαλεσεν Ιακωβ το ονομα του τοπου εκεινον Φανουηλ, λεγων, Διοτι ειδον τον Θεον προσωπον προς προσωπον, και εφυλαχθη η ζωη μου.
Und Jakob gab dem Orte den Namen Pniel: denn ich habe Gott von Angesicht zu Angesicht gesehen, und meine Seele ist gerettet worden!
Και ανετειλεν ο ηλιος επ αυτου, καθως διεβη το Φανουηλ εχωλαινε δε κατα τον μηρον αυτου.
Und die Sonne ging ihm auf, als er über Pniel hinaus war; und er hinkte an seiner Hüfte.
Δια τουτο μεχρι της σημερον δεν τρωγουσιν οι υιοι του Ισραηλ τον ναρκωθεντα μυωνα, οστις ειναι επι της αρθρωσεως του μηρου διοτι εκεινος ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου του Ιακωβ κατα τον μυωνα τον ναρκωθεντα.
Darum essen die Kinder Israel nicht die Spannader, die über dem Hüftgelenk ist, bis auf den heutigen Tag, weil er das Hüftgelenk Jakobs, die Spannader, angerührt hat.