I Samuel 17

Συνηθροισαν δε οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων δια πολεμον και ησαν συνηθροισμενοι εν Σοκχω, ητις ειναι του Ιουδα, και εστρατοπεδευσαν μεταξυ Σοκχω και Αζηκα, εν Εφες−δαμμειμ.
Und die Philister sammelten ihre Heere zum Streit und versammelten sich zu Soko, das Juda gehört, und lagerten sich bei Ephes-Dammim, zwischen Soko und Aseka.
Ο δε Σαουλ και οι ανδρες Ισραηλ συνηθροισθησαν, και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ηλα, και παρεταχθησαν εις μαχην εναντιον των Φιλισταιων.
Und Saul und die Männer von Israel versammelten und lagerten sich im Terebinthentale, und sie stellten sich in Schlachtordnung auf, den Philistern gegenüber.
Και οι μεν Φιλισταιοι ισταντο επι του ορους εντευθεν, ο δε Ισραηλ ιστατο επι του ορους εκειθεν η δε κοιλας ητο μεταξυ αυτων.
Und die Philister standen am Berge jenseits, und Israel stand am Berge diesseits, und das Tal war zwischen ihnen.
Και εξηλθεν ανηρ προμαχητης εκ του στρατοπεδου των Φιλισταιων ονομαζομενος Γολιαθ, εκ της Γαθ, υψους εξ πηχων και σπιθαμης
Und der Zwischenkämpfer trat aus den Lagern der Philister hervor, sein Name war Goliath, aus Gath; seine Höhe war sechs Ellen und eine Spanne.
ειχε δε περικεφαλαιαν χαλκινην επι της κεφαλης αυτου και ητο ενδεδυμενος θωρακα αλυσιδωτον και το βαρος του θωρακος ητο πεντε χιλιαδες σικλων χαλκου
Und er hatte einen ehernen Helm auf seinem Haupte, und er war mit einem Schuppenpanzer bekleidet, und das Gewicht des Panzers war 5000 Sekel Erz.
και κνημιδας χαλκινας επι των σκελων αυτου και ασπιδα χαλκινην μεταξυ των ωμων αυτου.
Und er hatte eherne Schienen an seinen Beinen und einen ehernen Wurfspieß zwischen seinen Schultern;
Και το κονταριον του δορατος αυτου ητο ως αντιον υφαντου και η λογχη του δορατος αυτου εζυγιζεν εξακοσιους σικλους σιδηρου εις δε κρατων τον θυρεον προεπορευετο αυτου.
und der Schaft seines Speeres war wie ein Weberbaum, und die Spitze seines Speeres war sechshundert Sekel Eisen. Und der Schildträger ging vor ihm her.
Και σταθεις εβοησε προς τας παραταξεις του Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Δια τι εξερχεσθε να παραταχθητε εις μαχην; δεν ειμαι εγω ο Φιλισταιος, και σεις δουλοι του Σαουλ; εκλεξατε εις εαυτους ανδρα, και ας καταβη προς εμε
Und er trat hin und rief den Schlachtreihen Israels zu und sprach zu ihnen: Warum ziehet ihr aus, euch in Schlachtordnung aufzustellen? Bin ich nicht der Philister, und ihr die Knechte Sauls? Wählet euch einen Mann, daß er zu mir herabkomme!
εαν μεν δυνηθη να πολεμηση μετ εμου και με θανατωση, τοτε ημεις θελομεν εισθαι δουλοι σας αλλ εαν εγω υπερισχυσω κατ αυτου και θανατωσω αυτον, τοτε σεις θελετε εισθαι δουλοι ημων και θελετε δουλευει ημας.
Wenn er mit mir zu kämpfen vermag und mich erschlägt, so wollen wir eure Knechte sein; wenn ich ihn aber überwinde und ihn erschlage, so sollt ihr unsere Knechte sein und uns dienen.
Και ειπεν ο Φιλισταιος, Εγω εξουθενησα τας παραταξεις του Ισραηλ την ημεραν ταυτην δοτε εις εμε ανδρα, δια να μονομαχησωμεν.
Und der Philister sprach: Ich habe die Schlachtreihen Israels verhöhnt an diesem Tage! Gebet mir einen Mann, daß wir miteinander kämpfen!
Οτε ηκουσεν ο Σαουλ και πας ο Ισραηλ εκεινους τους λογους του Φιλισταιου, εξεστησαν και εφοβηθησαν σφοδρα.
Und Saul und ganz Israel hörten diese Worte des Philisters, und sie erschraken und fürchteten sich sehr.
Ητο δε Δαβιδ ο υιος εκεινου του Εφραθαιου εκ Βηθλεεμ Ιουδα, ονομαζομενου Ιεσσαι ειχε δε οκτω υιους και ο ανθρωπος εις τας ημερας του Σαουλ ειχε ταξιν γεροντος μεταξυ των ανθρωπων.
David nun war der Sohn jenes Ephratiters von Bethlehem-Juda, dessen Name Isai war und der acht Söhne hatte; und der Mann war in den Tagen Sauls alt, im Alter vorgerückt unter den Männern.
Και υπηγαν οι τρεις υιοι του Ιεσσαι οι μεγαλητεροι ακολουθουντες τον Σαουλ εις την μαχην και τα ονοματα των τριων υιων αυτου οιτινες υπηγαν εις την μαχην ησαν Ελιαβ ο πρωτοτοκος, και ο δευτερος αυτου Αβιναδαβ, και ο τριτος Σαμμα.
Und die drei ältesten Söhne Isais waren hingegangen, sie waren Saul nachgefolgt zum Streit; und die Namen seiner drei Söhne, die in den Streit gezogen, waren: Eliab, der Erstgeborene, und sein Zweiter, Abinadab, und der Dritte, Schamma.
Ο δε Δαβιδ ητο ο νεωτερος και οι τρεις οι μεγαλητεροι ηκολουθουν τον Σαουλ.
Und David war der Jüngste, und die drei Ältesten waren Saul nachgefolgt.
Και ανεχωρει ο Δαβιδ και επεστρεφεν απο του Σαουλ, δια να ποιμαινη τα προβατα του πατρος αυτου εν Βηθλεεμ.
David aber ging hin und kam wieder zurück von Saul, um das Kleinvieh seines Vaters zu weiden zu Bethlehem. -
Ο δε Φιλισταιος επλησιαζε πρωι και εσπερας και εστηλονετο τεσσαρακοντα ημερας.
Und der Philister trat morgens und abends herzu und stellte sich hin, vierzig Tage lang. -
Και ειπεν Ιεσσαι προς Δαβιδ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα δια τους αδελφους σου εν εφα εκ τουτου του πεφρυγανισμενου σιτου και τους δεκα τουτους αρτους, και τρεξον εις το στρατοπεδον προς τους αδελφους σου
Und Isai sprach zu seinem Sohne David: Nimm doch für deine Brüder dieses Epha geröstete Körner und diese zehn Brote, und bringe sie schnell in das Lager zu deinen Brüdern;
και τα δεκα ταυτα νωπα τυρια φερε προς τον χιλιαρχον, και ιδε αν υγιαινωσιν οι αδελφοι σου και λαβε σημειον παρ αυτων.
und diese zehn Schnitten Milchkäse bringe dem Obersten über tausend und besuche deine Brüder, um nach ihrem Wohlergehen zu fragen, und nimm ein Pfand von ihnen mit.
Ο δε Σαουλ και αυτοι και παντες οι ανδρες Ισραηλ ησαν εν τη κοιλαδι Ηλα, μαχομενοι μετα των Φιλισταιων.
Saul und sie und alle Männer von Israel sind nämlich im Terebinthentale, streitend mit den Philistern. -
Και εξηγερθη ο Δαβιδ ενωρις το πρωι και αφησας τα προβατα εις φυλακα, ελαβε και υπηγε, καθως προσεταξεν αυτον ο Ιεσσαι και ηλθεν εις το περιχαρακωμα, ενω το στρατευμα εξηρχετο εις παραταξιν και ηλαλαξαν προς την μαχην
Da machte sich David des Morgens früh auf und überließ das Kleinvieh einem Hüter; und er nahm und ging hin, wie Isai ihm geboten hatte; und er kam an die Wagenburg, als das Heer, das in die Schlachtreihe ausrückte, das Kampfgeschrei erhob.
διοτι παρεταχθησαν ο Ισραηλ και οι Φιλισταιοι, στρατευμα κατα προσωπον στρατευματος.
Und Israel und die Philister stellten sich auf, Schlachtreihe gegen Schlachtreihe.
Και ο Δαβιδ, αφησας επανωθεν αυτου τα σκευη εις την χειρα του σκευοφυλακος, εδραμε προς το στρατευμα και ηλθε και ηρωτησε τους αδελφους αυτου πως εχουσι.
Und David überließ das Gerät, das er trug, der Hand des Hüters der Geräte und lief in die Schlachtreihe; und er kam und fragte seine Brüder nach ihrem Wohlergehen.
Και ενω ωμιλει μετ αυτων, ιδου, ανεβαινεν ο προμαχητης, ο Φιλισταιος ο εκ της Γαθ, Γολιαθ το ονομα, εκ των στρατευματων των Φιλισταιων, και ελαλησε κατα τους αυτους λογους και ηκουσεν ο Δαβιδ.
Und während er mit ihnen redete, siehe, da kam der Zwischenkämpfer herauf, Goliath, der Philister, sein Name, von Gath, aus den Schlachtreihen der Philister und sprach nach jenen Worten; und David hörte es.
Παντες δε οι ανδρες Ισραηλ, ως ειδον τον ανδρα, εφυγον απο προσωπου αυτου και εφοβηθησαν σφοδρα.
Und alle Männer von Israel, als sie den Mann sahen, flohen vor ihm und fürchteten sich sehr.
Και ελεγον οι ανδρες Ισραηλ, Ειδετε τον ανδρα τουτον τον αναβαινοντα; βεβαιως ανεβη δια να εξουθενηση τον Ισραηλ και οστις θανατωση αυτον, τουτον θελει πλουτισει ο βασιλευς με πλουτη μεγαλα, και την θυγατερα αυτου θελει δωσει εις αυτον, και τον οικον του πατρος αυτου θελει καμει ελευθερον μεταξυ του Ισραηλ.
Und die Männer von Israel sprachen: Habt ihr diesen Mann gesehen, der heraufkommt? denn um Israel zu verhöhnen, kommt er herauf. Und es soll geschehen, den Mann, der ihn erschlägt, den will der König bereichern mit großem Reichtum, und er will ihm seine Tochter geben, und das Haus seines Vaters will er frei machen in Israel.
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας τους ισταμενους πλησιον αυτου, λεγων, Τι θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη τον Φιλισταιον τουτον και αφαιρεση το ονειδος απο του Ισραηλ; διοτι τις ειναι ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος, ωστε να εξουθενη τα στρατευματα του Θεου του ζωντος;
Da sprach David zu den Männern, die bei ihm standen, und sagte: Was soll dem Manne geschehen, der diesen Philister da erschlägt und den Hohn von Israel abwendet? denn wer ist dieser Philister, dieser Unbeschnittene, daß er die Schlachtreihen des lebendigen Gottes verhöhnt?
Και απεκριθη προς αυτον ο λαος κατα τον λογον τουτον, λεγων, ουτω θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη αυτον.
Und das Volk sprach zu ihm nach jenem Worte und sagte: So soll dem Manne geschehen, der ihn erschlägt.
Και ηκουσεν Ελιαβ ο αδελφος αυτου ο μεγαλητερος, ενω ελαλει προς τους ανδρας και εξηφθη ο θυμος του Ελιαβ εναντιον του Δαβιδ, και ειπε, Δια τι κατεβης ενταυθα; και εις ποιον αφηκες τα ολιγα εκεινα προβατα εν τη ερημω; εγω εξευρω την υπερηφανιαν σου και την πονηριαν της καρδιας σου βεβαιως δια να ιδης την μαχην κατεβης.
Und Eliab, sein ältester Bruder, hörte zu, als er zu den Männern redete; und der Zorn Eliabs entbrannte wider David, und er sprach: Warum doch bist du herabgekommen, und wem hast du jene wenigen Schafe in der Wüste überlassen? Ich kenne deine Vermessenheit wohl und die Bosheit deines Herzens; denn um den Streit zu sehen, bist du herabgekommen.
Και ειπεν ο Δαβιδ, Τι εκαμα τωρα; δεν ειναι αιτια;
Und David sprach: Was habe ich nun getan? Ist es nicht der Mühe wert
Και εστραφη απ αυτου προς αλλον και ελαλησε κατα τον αυτον τροπον και ο λαος απεκριθη παλιν προς αυτον κατα τον πρωτον λογον.
Und er wandte sich von ihm ab, einem anderen zu, und sprach nach jenem Worte; und das Volk gab ihm Antwort nach der vorigen Antwort.
Και οτε ηκουσθησαν οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Δαβιδ, ανηγγειλαν προς τον Σαουλ και παρελαβεν αυτον.
Und die Worte, welche David geredet hatte, wurden gehört und man erzählte sie vor Saul; und er ließ ihn holen.
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Μηδενος ανθρωπου η καρδια ας μη ταπεινονηται δια τουτον ο δουλος σου θελει υπαγει και πολεμησει μετα του Φιλισταιου τουτου.
Und David sprach zu Saul: Es entfalle keinem Menschen das Herz seinetwegen! Dein Knecht will gehen und mit diesem Philister kämpfen.
Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Δεν δυνασαι να υπαγης εναντιον του Φιλισταιου τουτου δια να πολεμησης μετ αυτου διοτι συ εισαι παιδιον, αυτος δε ανηρ πολεμιστης εκ νεοτητος αυτου.
Aber Saul sprach zu David: Du vermagst nicht wider diesen Philister zu gehen, um mit ihm zu kämpfen; denn du bist ein Jüngling, er aber ist ein Kriegsmann von seiner Jugend an.
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ο δουλος σου εβοσκε τα προβατα του πατρος αυτου, και ηλθε λεων και αρκτος και ηρπασε προβατον εκ του ποιμνιου
Da sprach David zu Saul: Dein Knecht weidete das Kleinvieh für seinen Vater; kam nun ein Löwe oder ein Bär und trug ein Stück von der Herde fort,
και εξηλθον κατοπιν αυτου και επαταξα αυτον και ηλευθερωσα αυτο εκ του στοματος αυτου και καθως εσηκωθη εναντιον μου, ηρπασα αυτον απο της σιαγονος και επαταξα αυτον και εθανατωσα αυτον
so lief ich ihm nach und schlug ihn und entriß es seinem Rachen; und erhob er sich wider mich, so ergriff ich ihn bei dem Barte und schlug ihn und tötete ihn.
επαταξεν ο δουλος σου και τον λεοντα και την αρκτον και ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος θελει εισθαι ως εν εκ τουτων, επειδη εξουθενησε τα στρατευματα του Θεου του ζωντος.
Sowohl den Löwen als auch den Bären hat dein Knecht erschlagen; und dieser Philister, dieser Unbeschnittene, soll sein wie einer von ihnen, weil er die Schlachtreihen des lebendigen Gottes verhöhnt hat!
Και ειπεν ο Δαβιδ, Ο Κυριος ο ελευθερωσας με εκ χειρος του λεοντος και εκ χειρος της αρκτου, ουτος θελει με ελευθερωσει εκ χειρος του Φιλισταιου τουτου. Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Υπαγε, και ο Κυριος ας ηναι μετα σου.
Und David sprach: Jehova, der mich aus den Klauen des Löwen und aus den Klauen des Bären errettet hat, er wird mich aus der Hand dieses Philisters erretten. Und Saul sprach zu David: Gehe hin, und Jehova sei mit dir!
Και ωπλισεν ο Σαουλ τον Δαβιδ με την πανοπλιαν αυτου και εβαλε χαλκινην περικεφαλαιαν επι της κεφαλης αυτου και ενεδυσεν αυτον θωρακα.
Und Saul zog David seinen Rock an und setzte einen ehernen Helm auf sein Haupt und zog ihm einen Panzer an.
Και εζωσθη ο Δαβιδ την ομφαιαν αυτου επανωθεν της πανοπλιας αυτου και ηθελησε να περιπατηση διοτι δεν ειχε δοκιμασει. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δεν δυναμαι να περιπατησω με ταυτα διοτι δεν εδοκιμασα ποτε. Και εξεδυθη ο Δαβιδ αυτα επανωθεν αυτου.
Und David gürtete sein Schwert über seinen Rock und wollte gehen, denn er hatte es nie versucht. Da sprach David zu Saul: Ich kann nicht darin gehen, denn ich habe es nie versucht. Und David legte sie von sich ab.
Και ελαβε την αβδον αυτου εν τη χειρι αυτου, και εξελεξεν εις εαυτον πεντε λιθους ομαλους εκ του χειμαρρου, και θεσας αυτους εις το ποιμενικον αυτου σακκιον και θυλακιον, την δε σφενδονην αυτου εις την χειρα αυτου, επλησιαζε προς τον Φιλισταιον.
Und er nahm seinen Stab in seine Hand und wählte sich fünf glatte Steine aus dem Bache und tat sie in das Hirtengerät, das er hatte, in die Tasche, und seine Schleuder hatte er in seiner Hand; und er trat an den Philister heran.
Ο δε Φιλισταιος ηρχετο προχωρων και επλησιαζε προς τον Δαβιδ και ο ανηρ ο ασπιδοφορος εμπροσθεν αυτου.
Und der Philister ging und kam dem David immer näher, und der Mann, der den Schild trug, vor ihm her.
Και οτε περιεβλεψεν ο Φιλισταιος και ειδε τον Δαβιδ, κατεφρονησεν αυτον διοτι ητο παιδιον και ξανθος και ωραιος την οψιν.
Und als der Philister hinschaute und David sah, verachtete er ihn; denn er war ein Jüngling und rötlich, dazu schön von Ansehen.
Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Κυων ειμαι εγω, ωστε ερχεσαι προς εμε με αβδους; Και κατηρασθη ο Φιλισταιος τον Δαβιδ εις τους θεους αυτου.
Und der Philister sprach zu David: Bin ich ein Hund, daß du mit Stöcken zu mir kommst? Und der Philister fluchte David bei seinen Göttern.
Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Ελθε προς εμε, και θελω παραδωσει τας σαρκας σου εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια του αγρου.
Und der Philister sprach zu David: Komm her zu mir, daß ich dein Fleisch den Vögeln des Himmels und den Tieren des Feldes gebe!
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Φιλισταιον, Συ ερχεσαι εναντιον μου με ομφαιαν και δορυ και ασπιδα εγω δε ερχομαι εναντιον σου εν τω ονοματι του Κυριου των δυναμεων, του Θεου των στρατευματων του Ισραηλ, τα οποια συ εξουθενησας
Und David sprach zu dem Philister: Du kommst zu mir mit Schwert und mit Speer und mit Wurfspieß; ich aber komme zu dir im Namen Jehovas der Heerscharen, des Gottes der Schlachtreihen Israels, den du verhöhnt hast.
την ημεραν ταυτην θελει σε παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα μου και θελω σε παταξει και αφαιρεσει απο σου την κεφαλην σου και θελω παραδωσει τα πτωματα του στρατοπεδου των Φιλισταιων την ημεραν ταυτην εις τα πετεινα του ουρανου, και εις τα θηρια της γης δια να γνωριση πασα η γη οτι ειναι Θεος εις τον Ισραηλ
An diesem Tage wird Jehova dich in meine Hand überliefern, und ich werde dich erschlagen und dein Haupt von dir wegnehmen; und die Leichname des Heeres der Philister werde ich an diesem Tage den Vögeln des Himmels und dem Wilde der Erde geben; und die ganze Erde soll erkennen, daß Israel einen Gott hat.
και θελει γνωρισει παν το πληθος τουτο οτι ο Κυριος δεν σωζει με ομφαιαν και δορυ διοτι του Κυριου ειναι η μαχη, και αυτος θελει σας παραδωσει εις την χειρα ημων.
Und diese ganze Versammlung soll erkennen, daß Jehova nicht durch Schwert und durch Speer rettet; denn Jehovas ist der Streit, und er wird euch in unsere Hand geben!
Και οτε εσηκωθη ο Φιλισταιος και ηρχετο και επλησιαζεν εις συναντησιν του Δαβιδ, ο Δαβιδ εσπευσε και εδραμε προς μαχην εναντιον του Φιλισταιου.
Und es geschah, als der Philister sich aufmachte und ging und nahte, David entgegen, da eilte David und lief der Schlachtreihe zu, dem Philister entgegen.
Και εκτεινας ο Δαβιδ την χειρα αυτου εις το σακκιον, ελαβεν εκειθεν λιθον και εσφενδονησε και εκτυπησε τον Φιλισταιον κατα το μετωπον αυτου, ωστε ο λιθος ενεπηχθη εις το μετωπον αυτου και επεσε κατα προσωπον εις την γην.
Und David fuhr mit seiner Hand in das Gerät und nahm einen Stein heraus, und er schleuderte und traf den Philister an seine Stirn; und der Stein drang in seine Stirn, und er fiel auf sein Angesicht zur Erde.
και υπερισχυσεν ο Δαβιδ κατα του Φιλισταιου δια της σφενδονης και δια του λιθου, και εκτυπησε τον Φιλισταιον και εθανατωσεν αυτον. Αλλα δεν ητο ομφαια εν τη χειρι του Δαβιδ
So war David, mit der Schleuder und mit dem Steine, stärker als der Philister, und er schlug den Philister und tötete ihn; und David hatte kein Schwert in der Hand.
οθεν ο Δαβιδ εδραμε και σταθεις επι τον Φιλισταιον, ελαβε την ομφαιαν αυτου και εσυρεν αυτην εκ της θηκης αυτης, και θανατωσας αυτον, απεκοψε την κεφαλην αυτου με αυτην. Ιδοντες δε οι Φιλισταιοι, οτι απεθανεν ο ισχυρος αυτων, εφυγον
Und David lief und trat zu dem Philister hin, und er nahm sein Schwert und zog es aus seiner Scheide und tötete ihn, und hieb ihm den Kopf damit ab. Als aber die Philister sahen, daß ihr Held tot war, da flohen sie.
Τοτε εσηκωθησαν οι ανδρες του Ισραηλ και του Ιουδα και ηλαλαξαν και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους, εως της εισοδου της κοιλαδος, και εως των πυλων της Ακκαρων. Και επεσον οι τραυματισμενοι των Φιλισταιων εν τη οδω Σααραειμ, εως Γαθ και εως Ακκαρων.
Und die Männer von Israel und Juda machten sich auf und erhoben ein Geschrei und verfolgten die Philister bis zum Eingang des Tales und bis zu den Toren von Ekron; und die Erschlagenen der Philister fielen auf dem Wege nach Schaaraim und bis Gath und bis Ekron.
Και επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων και διηρπασαν τα στρατοπεδα αυτων.
Und die Kinder Israel kehrten um von der Verfolgung der Philister und plünderten ihre Lager.
Ο δε Δαβιδ ελαβε την κεφαλην του Φιλισταιου, και εφερεν αυτην εις Ιερουσαλημ την δε πανοπλιαν αυτου εβαλεν εν τη σκηνη αυτου.
Und David nahm das Haupt des Philisters und brachte es nach Jerusalem; seine Waffen aber legte er in sein Zelt.
Οτε δε ειδεν ο Σαουλ τον Δαβιδ εξερχομενον εναντιον του Φιλισταιου, ειπε προς Αβενηρ, τον αρχηγον του στρατευματος, Αβενηρ, τινος υιος ειναι ο νεος ουτος; Και ο Αβενηρ ειπε, Ζη η ψυχη σου, βασιλευ, δεν εξευρω.
Und als Saul David ausziehen sah, dem Philister entgegen, sprach er zu Abner, dem Heerobersten: Wessen Sohn ist doch der Jüngling, Abner? Und Abner sprach: So wahr deine Seele lebt, o König, ich weiß es nicht!
Και ειπεν ο βασιλευς, Ερωτησον συ, τινος υιος ειναι ο νεανισκος ουτος.
Und der König sprach: Frage du, wessen Sohn der junge Mann ist.
Και καθως επεστρεψεν ο Δαβιδ, παταξας τον Φιλισταιον, παρελαβεν αυτον ο Αβενηρ και εφερεν αυτον ενωπιον του Σαουλ και η κεφαλη του Φιλισταιου ητο εν τη χειρι αυτου.
Und als David vom Erschlagen des Philisters zurückkehrte, da nahm ihn Abner und brachte ihn vor Saul; und das Haupt des Philisters war in seiner Hand.
Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Τινος υιος εισαι, νεε; και απεκριθη ο Δαβιδ, Ο υιος του δουλου σου Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου.
Und Saul sprach zu ihm: Wessen Sohn bist du, Jüngling? Und David sprach: Der Sohn deines Knechtes Isai, des Bethlehemiters.