Mark 4

Και παλιν ηρχισε να διδασκη πλησιον της θαλασσης και συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, ωστε εισελθων εις το πλοιον εκαθητο εις την θαλασσαν και πας ο οχλος ητο επι της γης πλησιον της θαλασσης.
Ja hän rupesi taas opettamaan meren tykönä, ja paljo kansaa kokoontui hänen tykönsä, niin että hänen piti astuman haahteen ja istuman merellä, ja kaikki kansa oli maalla meren tykönä.
Και εδιδασκεν αυτους δια παραβολων πολλα, και ελεγε προς αυτους εν τη διδαχη αυτου
Ja hän opetti heitä paljon vertauksilla, ja sanoi opettaissansa:
Ακουετε ιδου, εξηλθεν ο σπειρων δια να σπειρη.
Kuulkaat: katso, kylväjä meni ulos kylvämään.
Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον, και ηλθον τα πετεινα του ουρανου και κατεφαγον αυτο.
Ja kylväissä tapahtui, että muutama lankesi tien oheen, niin tulivat taivaan linnut ja söivät sen.
Αλλο δε επεσεν επι το πετρωδες, οπου δεν ειχε γην πολλην, και ευθυς ανεφυη, διοτι δεν ειχε βαθος γης,
Muutama lankesi kivistöön, jossa ei paljo maata ollut; joka kohta nousi päälle, ettei sillä ollut syvää maata.
και οτε ανετειλεν ο ηλιος εκαυματισθη, και επειδη δεν ειχε ριζαν εξηρανθη.
Kuin aurinko nousi, niin se poudittiin; ja ettei sillä ollut juurta, niin se kuivettui.
Και αλλο επεσεν εις τας ακανθας, και ανεβησαν αι ακανθαι και συνεπνιξαν αυτο, και καρπον δεν εδωκε
Ja muutama lankesi orjantappuroihin, ja orjantappurat kävivät ylös ja tukahuttivat sen, eikä kantanut hedelmää.
και αλλο επεσεν εις την γην την καλην και εδιδε καρπον αναβαινοντα και αυξανοντα, και εδωκεν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον.
Ja muutama lankesi hyvään maahan, ja kantoi hedelmän, joka kävi ylös ja kasvoi. Ja muutama kantoi kolmenkymmenen kertaiset, ja muutama kuudenkymmenen kertaiset, ja muutama sadan kertaiset.
Και ελεγε προς αυτους Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
Ja hän sanoi heille: jolla on korvat kuulla, se kuulkaan.
Οτε δε εμεινε καταμονας, ηρωτησαν αυτον οι περι αυτον μετα των δωδεκα περι της παραβολης.
Mutta kuin hän yksinänsä oli, kysyivät ne, jotka hänen ympärillänsä kahdentoistakymmenen kanssa olivat, häneltä sitä vertausta.
Και ελεγε προς αυτους Εις εσας εδοθη να γνωρισητε το μυστηριον της βασιλειας του Θεου εις εκεινους δε τους εξω δια παραβολων τα παντα γινονται,
Ja hän sanoi heille: teille on annettu tuta Jumalan valtakunnan salaisuus; mutta niille, jotka ulkona ovat, tapahtuvat kaikki vertausten kautta:
δια να βλεπωσι βλεποντες και να μη ιδωσι, και να ακουωσιν ακουοντες και να μη νοησωσι, μηποτε επιστρεψωσι και συγχωρηθωσιν εις αυτους τα αμαρτηματα.
Että he nähden näkisivät ja ei huomaitsisi, ja kuullen kuulisivat ja ei ymmärtäisi: ettei he joskus palajaisi, ja heille annettaisiin synnit anteeksi.
Και λεγει προς αυτους Δεν εξευρετε την παραβολην ταυτην, και πως θελετε γνωρισει πασας τας παραβολας;
Ja sanoi heille: ettekö te tiedä tätä vertausta? ja kuinka te kaikki vertaukset ymmärtäisitte?
Ο σπειρων τον λογον σπειρει.
Kylväjä kylvää sanan.
Οι δε παρα την οδον ειναι ουτοι, εις τους οποιους σπειρεται ο λογος, και οταν ακουσωσιν, ευθυς ερχεται ο Σατανας, και αφαιρει τον λογον τον εσπαρμενον εν ταις καρδιαις αυτων.
Mutta nämä ovat, ne jotka tien vieressä ovat: kussa sana kylvetään, ja kuin he sen ovat kuulleet, tulee kohta saatana ja ottaa pois sanan, joka heidän sydämiinsä kylvetty oli.
Και ομοιως οι επι τα πετρωδη σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες οταν ακουσωσι τον λογον, ευθυς μετα χαρας δεχονται αυτον,
Ja ne ovat senkaltaiset, jotka kivistöön kylvetyt ovat: kuin he sanan kuulleet ovat, ottavat he sen kohta ilolla vastaan:
δεν εχουσιν ομως ριζαν εν εαυτοις, αλλ ειναι προσκαιροι επειτα οταν γεινη θλιψις η διωγμος δια τον λογον, ευθυς σκανδαλιζονται.
Ja ei ole heissä juurta, mutta ovat ajalliset; sitte kuin murhe taikka vaino tulee sanan tähden, niin he kohta pahenevat.
Και οι εις τας ακανθας σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον,
Ja muutamat ovat, jotka orjantappuroihin kylvetyt ovat: ne kuulevat sanan,
και αι μεριμναι του αιωνος τουτου και η απατη του πλουτου και αι επιθυμιαι των αλλων πραγματων εισερχομεναι συμπνιγουσι τον λογον, και γινεται ακαρπος.
Ja tämän maailman suru, ja rikkauden viettelys ja muut himot tulevat ja tukahuttavat sanan, ja saatetaan hedelmättömäksi.
Και οι εις την γην την καλην σπαρεντες ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον και παραδεχονται και καρποφορουσιν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον.
Ja ne ovat, jotka hyvään maahan kylvetyt ovat: jotka kuulevat sanan ja ottavat sen vastaan, ja hedelmän kantavat, muutama kolminkymmenin, ja muutama kuusinkymmenin, ja muutama sadoin kerroin.
Και ελεγε προς αυτους Μηπως ο λυχνος ερχεται δια να τεθη υπο τον μοδιον η υπο την κλινην; ουχι δια να τεθη επι τον λυχνοστατην;
Ja hän sanoi heille: sytytetäänkö kynttilä pantaa vakan alle eli pöydän alle? eikö, että se pantaisiin kynttilänjalkaan.
διοτι δεν ειναι τι κρυπτον, το οποιον δεν θελει φανερωθη, ουδ εγεινε τι αποκρυφον, το οποιον δεν θελει ελθει εις το φανερον.
Sillä ei ole mitään peitetty, jota ei ilmoiteta, eikä ole salaista, vaan että se julki tulis.
Οστις εχει ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
Jos jollakin on korvat kuulla, se kuulkaan.
Και ελεγε προς αυτους Προσεχετε τι ακουετε. Με οποιον μετρον μετρειτε, θελει μετρηθη εις εσας, και θελει γεινει προσθηκη εις εσας τους ακουοντας.
Ja hän sanoi heille: katsokaat, mitä te kuulette. Jolla mitalla te mittaatte, pitää teille mitattaman, ja vielä lisätään teille, jotka kuulette.
Διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον εχει θελει αφαιρεθη απ αυτου.
Sillä jolla on, hänelle annetaan; ja jolla ei ole, sekin, mitä hänellä on, otetaan häneltä pois.
Και ελεγεν Ουτως ειναι η βασιλεια του Θεου, ως εαν ανθρωπος ριψη τον σπορον επι της γης,
Ja hän sanoi: niin on Jumalan valtakunta kuin jos ihminen heittäis siemenen maahan,
και κοιμαται και σηκονηται νυκτα και ημεραν, και ο σπορος βλαστανη και αυξανη καθως αυτος δεν εξευρει.
Ja makais, ja nousis yöllä ja päivällä: ja siemen puhkeais ulos ja kasvais ylös, koska ei hän tiedäkään.
Διοτι αφ εαυτης η γη καρποφορει, πρωτον χορτον, επειτα ασταχυον, επειτα πληρη σιτον εν τω ασταχυω.
Sillä maa kantaa hedelmän itsestänsä, ensin oraan, sitte tähkäpään, ja niin täyden jyvän tähkäpäässä.
Οταν δε ωριμαση ο καρπος, ευθυς αποστελλει το δρεπανον, διοτι ηλθεν ο θερισμος.
Mutta kuin hedelmä tulee edes, lähettää hän kohta sinne sirpin; sillä elonaika on läsnä.
Ετι ελεγε Με τι να ομοιωσωμεν την βασιλειαν του Θεου; η με ποιαν παραβολην να παραβαλωμεν αυτην;
Ja hän sanoi: mihinkä me Jumalan valtakunnan vertaamme? eli millä vertauksella me sen vertaamme?
Ειναι ομοια με κοκκον σιναπεως, οστις, οταν σπαρη επι της γης, ειναι μικροτερος παντων των σπερματων των επι της γης
Niinkuin sinapin siemeneen: kuin se maahan kylvetään, on se vähin kaikkia siemeniä, mitä maassa on;
αφου δε σπαρη, αναβαινει και γινεται μεγαλητερος παντων των λαχανων και καμνει κλαδους μεγαλους, ωστε υπο την σκιαν αυτου δυνανται τα πετεινα του ουρανου να κατασκηνωσι.
Ja kuin hän kylvetty on, niin hän nousee, ja tulee suuremmaksi kaikkia kaaleja, ja tekee suuret oksat, niin että taivaan linnut hänen varjonsa alle taitavat pesät tehdä.
Και δια τοιουτων πολλων παραβολων ελαλει προς αυτους τον λογον, καθως ηδυναντο να ακουωσι,
Ja sen muotoisilla monilla vertauksilla puhui hän heille sanan, sen perästä kuin he voivat kuulla.
χωρις δε παραβολης δεν ελαλει προς αυτους κατ ιδιαν ομως εξηγει παντα εις τους μαθητας αυτου.
Mutta ei hän ilman vertausta mitään heille puhunut, vaan selitti kaikki opetuslapsillensa erinänsä.
Και λεγει προς αυτους εν εκεινη τη ημερα, οτε εγεινεν εσπερα Ας διελθωμεν εις το περαν.
Ja hän sanoi heille sinä päivänä, kuin ehtoo tuli: menkäämme ylitse.
Και αφησαντες τον οχλον, παραλαμβανουσιν αυτον ως ητο εν τω πλοιω και αλλα δε πλοιαρια ησαν μετ αυτου.
Ja he laskivat kansan, ja ottivat hänen, kuin hän oli haahdessa; oli myös muita venheitä hänen kanssansa.
Και γινεται μεγας ανεμοστροβιλος και τα κυματα εισεβαλλον εις το πλοιον, ωστε αυτο ηδη εγεμιζετο.
Ja suuri tuulispää nousi ja aallot löivät sisälle haahteen, niin että se jo täytettiin.
Και αυτος ητο επι της πρυμνης κοιμωμενος επι το προσκεφαλαιον και εξυπνουσιν αυτον και λεγουσι προς αυτον Διδασκαλε, δεν σε μελει οτι χανομεθα;
Ja hän oli perällä ja makasi päänalaisen päällä. Ja he herättivät hänen ja sanoivat hänelle: Mestari, etkös sitä tottele, että me hukumme?
Και σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και ειπε προς την θαλασσαν Σιωπα, ησυχασον. Και επαυσεν ο ανεμος, και εγεινε γαληνη μεγαλη.
Ja kuin hän herätettiin, nuhteli hän tuulta ja sanoi merelle: vaikene, ole ääneti. Niin tuuli asettui ja tuli juuri tyveneksi.
Και ειπε προς αυτους Δια τι εισθε ουτω δειλοι; πως δεν εχετε πιστιν;
Ja hän sanoi heille: mitä te niin pelkurit olette? Kuinka ei teillä ole uskoa?
Και εφοβηθησαν φοβον μεγαν και ελεγον προς αλληλους Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και ο ανεμος και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;
Ja he peljästyivät sangen suuresti ja sanoivat keskenänsä: kuka tämä on? sillä tuuli ja meri ovat hänelle kuuliaiset.