Jeremiah 5

Περιελθετε εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ και ιδετε τωρα και μαθετε και ζητησατε εν ταις πλατειαις αυτης, εαν δυνασθε να ευρητε ανθρωπον, εαν υπαρχη ο ποιων κρισιν, ο ζητων αληθειαν και θελω συγχωρησει εις αυτην.
Käykäät Jerusalemin katuja ympäri, katsokaat, koetelkaat ja etsikäät hänen kaduillansa, löydättekö jonkun, joka oikein tekee ja kysyy totuutta; niin minä olen hänelle armollinen.
Και αν λεγωσι, Ζη ο Κυριος, ψευδως τωοντι ομνυουσι.
Ja jos he vielä sanoisivat: niin totta kuin Herra elää; niin he kuitenkin vannovat väärin.
Κυριε, δεν επιβλεπουσιν οι οφθαλμοι σου επι την αληθειαν; εμαστιγωσας αυτους και δεν επονεσαν κατηναλωσας αυτους και δεν ηθελησαν να δεχθωσι διορθωσιν εσκληρυναν τα προσωπα αυτων υπερ τον βραχον δεν ηθελησαν να επιστρεψωσι.
Herra, eikö sinun silmäs katso uskoa? Sinä lyöt heitä, ja ei he tunne kipua; sinä vaivaat heitä, mutta ei he tahdo kuritusta vastaanottaa; heillä on kovempi kasvo kuin kivi, ja ei tahdo kääntyä.
Τοτε εγω ειπα, Ουτοι βεβαιως ειναι πτωχοι ειναι αφρονες διοτι δεν γνωριζουσι την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων
Mutta minä sanoin: se on vaivainen joukko; he ovat ymmärtämättömät, ja ei tiedä Herran tietä eikä Jumalansa oikeutta.
θελω υπαγει προς τους μεγαλους και θελω λαλησει προς αυτους διοτι αυτοι εγνωρισαν την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων αλλα και ουτοι παντες ομου συνετριψαν τον ζυγον, εκοψαν τους δεσμους.
Minä käyn voimallisten tykö ja puhun heidän kanssansa; sillä heidän pitää tietämän Herran tien ja Jumalansa oikeuden. Mutta ne ovat kaikki ikeen särkeneet, ja katkaisseet siteen.
Δια τουτο λεων εκ του δασους θελει φονευσει αυτους, λυκος της ερημου θελει εξολοθρευσει αυτους, παρδαλις θελει κατασκοπευσει επι τας πολεις αυτων πας οστις εξελθη εκειθεν, θελει κατασπαραχθη διοτι επληθυνθησαν αι παραβασεις αυτων, ηυξηνθησαν αι αποστασιαι αυτων.
Sentähden pitää jalopeuran, joka metsästä tulee, repelemän heidät rikki, ja suden korvesta pitää haaskaaman heitä ja pardin pitää vartioitseman heidän kaupungeitansa, ja kaikki, jotka niistä tulevat ulos, pitää raadeltaman; sillä heidän syntejänsä on juuri monta, ja he ovat paatuneet tottelemattomuudessansa.
Πως θελω συγχωρησει εις σε δια τουτο; οι υιοι σου με εγκατελιπον και ωμνυον εις τους μη θεους αφου εχορτασα αυτους, τοτε εμοιχευον και συνεσωρευοντο εις οικον πορνης.
Kuinka siis minun pitää sinulle oleman armollinen? että lapses hylkäävät minun ja vannovat sen kautta, joka ei Jumala olekaan; ja nyt, että minä olen heitä ravinnut, tekevät he huorin ja kokoontuvat porton huoneesen joukkoinensa.
Ησαν ως οι κεχορτασμενοι ιπποι το πρωι εκαστος εχρεμετιζε κατοπιν της γυναικος του πλησιον αυτου.
Kukin hirnuu lähimmäisensä emäntää, niinkuin hyvin ruokitut joutilaat orhiit.
Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος και η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους τοιουτου;
Eikö minun pitäis heitä senkaltaisista kurittaman, sanoo Herra: ja eikö minun sieluni pitäis kostaman senkaltaiselle kansalle kuin tämä on?
Αναβητε επι τα τειχη αυτης και κρημνιζετε, πλην μη καμητε συντελειαν αφαιρεσατε τας επαλξεις αυτης, διοτι δεν ειναι του Κυριου
Kukistakaat hänen muurinsa ylösalaisin, ja älkäät peräti hävittäkö, ottakaat pois hänen torninsa; sillä ei ne ole Herran.
διοτι ο οικος Ισραηλ και ο οικος Ιουδα εφερθησαν πολλα απιστως προς εμε, λεγει Κυριος.
Mutta he ovat petoksella minusta pois luopuneet, sekä Israelin huone että Juudan huone, sanoo Herra.
Ηρνηθησαν τον Κυριον και ειπον, Δεν ειναι αυτος, και δεν θελει ελθει κακον εφ ημας, ουδε θελομεν ιδει μαχαιραν η πειναν
He kieltävät pois Herran ja sanovat: ei hän se ole, ei meille käy niin pahoin, ei miekka ja nälkä tule meidän päällemme.
και οι προφηται ειναι ανεμος και ο λογος δεν υπαρχει εν αυτοις εις αυτους θελει γεινει ουτω.
Prophetat puhuvat tuuleen: ei heillä ole (Jumalan) sanaa: niin heille itselleen käyköön.
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων Επειδη λαλειτε τον λογον τουτον, ιδου, εγω θελω καμει τους λογους μου εν τω στοματι σου πυρ και τον λαον τουτον ξυλα και θελει καταφαγει αυτους.
Sentähden näin sanoo Herra Jumala Zebaot: että te senkaltaisia puhutte, katso, niin minä teen minun sanani sinun suussas tuleksi, ja tämän kansan puuksi, ja hänen pitää polttaman heidät.
Ιδου, εγω θελω φερει εφ υμας εθνος μακροθεν, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος ειναι εθνος ισχυρον, ειναι εθνος αρχαιον, εθνος του οποιου δεν γνωριζεις την γλωσσαν ουδε καταλαμβανεις τι λεγουσιν.
Katso, minä annan tulla teidän päällenne, Israelin huone, sanoo Herra; kaukaa yhden kansan, väkevän kansan, joka on ollut ensimäinen kansa, kansan, jonka kieltä et sinä ymmärrä, etkä taida ymmärtää, mitä he sanovat.
Η φαρετρα αυτων ειναι ως ταφος ανεωγμενος ειναι παντες ισχυροι.
Heidän viinensä on avoin hauta; ja he ovat kaikki väkevät.
Και θελουσι κατατρωγει τον θερισμον σου και τον αρτον σου, τον οποιον οι υιοι σου και αι θυγατερες σου ηθελον τρωγει θελουσι κατατρωγει τα ποιμνια σου και τας αγελας σου θελουσι κατατρωγει τους αμπελωνας σου και τας συκεας σου θελουσιν εξολοθρευσει δια της ομφαιας τας οχυρας πολεις σου, επι τας οποιας συ ηλπιζες.
He syövät sinun tulos ja leipäs, jota sinun poikas ja tyttäres syöneet olisivat; he nielevät sinun lampaas ja karjas; he syövät sinun viinapuus ja fikunapuus; ja hävittävät sinun vahvat kaupunkis miekalla, joihin sinä luotat.
Και ομως, εν ταις ημεραις εκειναις, λεγει Κυριος, δεν θελω καμει συντελειαν εις εσας.
Ja en minä silloinkaan, sanoo Herra, peräti hävitä teitä.
Και οταν ειπητε, Δια τι εκαμε Κυριος ο Θεος ημων παντα ταυτα εις ημας; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Καθως με εγκατελιπετε και εδουλευσατε θεους ξενους εν τη γη υμων, ουτω θελετε δουλευσει ξενους εν γη ουχι υμων.
Ja jos sanotte: miksi Herra meidän Jumalamme tekee meille näitä kaikkia? niin vastaa heitä: niinkuin te olette hyljänneet minun, ja palvelleet vieraita jumalia teidän omassa maassanne, niin teidän pitää myös palveleman vieraita siinä maassa, joka ei teidän olekaan.
Αναγγειλατε τουτο προς τον οικον Ιακωβ και κηρυξατε αυτο εν Ιουδα, λεγοντες;
Näitä teidän pitää ilmoittaman Jakobin huoneessa, ja saarnaaman Juudassa, ja sanoman:
Ακουσατε τωρα τουτο, λαε μωρε και ασυνετε οιτινες οφθαλμους εχετε και δεν βλεπετε ωτα εχετε και δεν ακουετε
Kuulkaat nyt tätä, te hullu kansa, joilla ei taitoa ole, jolla on silmät, ja ei näe, korvat, ja ei kuule.
εμε δεν φοβεισθε; λεγει Κυριος δεν θελετε τρεμει ενωπιον μου, οστις εθεσα την αμμον οριον της θαλασσης κατα προσταγμα αιωνιον, και δεν θελει υπερβη αυτο και τα κυματα αυτης συνταρασσονται, ομως δεν θελουσιν υπερισχυσει και ηχουσιν, ομως δεν θελουσιν υπερβη αυτο;
Ettekö te tahdo peljätä minua, sanoo Herra? ja ettekö te pelkää minun kasvoini edessä? joka panen hiedan meren rajaksi ja ijankaikkiseksi määräksi, jota ei hänen pidä käymän ylitse; ja vaikka se pauhais, niin ei se kuitenkaan voi sen ylitse; ja jos hänen aaltonsa paisuvat, niin ei heidän pidä menemän sen ylitse.
Αλλ ουτος ο λαος εχει καρδιαν στασιαστικην και απειθη απεστατησαν και απηλθον.
Mutta tällä kansalla on vilpisteleväinen ja tottelematoin sydän; he ovat harhailleet ja menneet pois.
Και δεν ειπον εν τη καρδια αυτων, Ας φοβηθωμεν τωρα Κυριον τον Θεον ημων, οστις διδει βροχην πρωιμον και οψιμον εν τω καιρω αυτης φυλαττει δι ημας τας διωρισμενας εβδομαδας του θερισμου.
Ja ei sano koskaan sydämessänsä: peljätkäämme nyt Herraa meidän Jumalaamme, joka antaa meille aamu- ja ehtoosateen ajallansa, ja varjelee meille joka ajastaika elonajan uskollisesti.
Αι ανομιαι σας απεστρεψαν ταυτα και αι αμαρτιαι σας εμποδισαν το αγαθον απο σας.
Mutta teidän pahat tekonne nämä estävät, ja teidän syntinne tämän hyvän teiltä kääntävät pois.
Διοτι ευρεθησαν εν τω λαω μου ασεβεις εστησαν ενεδραν, καθως ο στηνων βροχια θετουσι παγιδα, συλλαμβανουσιν ανθρωπους.
Sillä minun kansassani löytyy jumalattomia, jotka paulat ja pyydykset asettavat ihmisiä käsittääksensä, niinkuin lintumiehet satimella.
Καθως το κλωβιον ειναι πληρες πτηνων, ουτως οι οικοι αυτων ειναι πληρεις δολου δια τουτο εμεγαλυνθησαν και επλουτησαν.
Ja heidän huoneensa on täynnä petosta, niinkuin häkki lintuja; siitä he tulevatväkeviksi ja rikkaiksi.
Επαχυνθησαν, αποστιλβουσιν υπερεβησαν μαλιστα τας πραξεις των ασεβων δεν κρινουσι την κρισιν, την κρισιν του ορφανου, και ευημερουσι και το δικαιον των πενητων δεν κρινουσι.
He kiiltävät lihavuudesta; he säkevät pahan asian, ja ei pidä oikeutta: ei he holho orpoa hänen asiassansa, ja ei he auta köyhää oikeuteen.
Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους, τοιουτου;
Eikö minun pitäisi sitä kostaman, sanoo Herra, ja eikö minun sieluni pitäisi kostaman senkaltaiselle kansalle kuin tämä on?
Εκπληξις και φρικη εγειναν εν τη γη.
Kuinka julmasti ja kauhiasti eletään maassa?
Οι προφηται προφητευουσι ψευδως και οι ιερεις δεσποζουσι δια μεσου αυτων και ο λαος μου αγαπα ουτω και τι θελετε καμει εις το μετα ταυτα;
Prophetat opettavat valhetta, papit ovat herrat virassansa, ja minun kansani tahtoo sitä mielellänsä. Mitä te viimein teette?