Acts 14

Εν δε τω Ικονιω εισελθοντες ομου εις την συναγωγην των Ιουδαιων, ελαλησαν ουτως ωστε επιστευσε πολυ πληθος Ιουδαιων τε και Ελληνων.
Niin Ikoniossa tapahtui, että he ynnä menivät sisälle Juudalaisten synagogaan, ja niin puhuivat, että suuri joukko Juudalaisia ja Grekiläisiä uskoi.
Οσοι δε Ιουδαιοι δεν επειθοντο παρωξυναν και διεστρεψαν τας ψυχας των εθνικων κατα των αδελφων.
Mutta uskomattomat Juudalaiset yllyttivät ja pahoittivat pakanain sielut veljiä vastaan.
Ικανον λοιπον καιρον διετριψαν λαλουντες μετα παρρησιας περι του Κυριου, οστις εμαρτυρει εις τον λογον της χαριτος αυτου, και εδιδε να γινωνται σημεια και τερατα δια των χειρων αυτων.
Niin he olivat siellä kauvan aikaa ja puhuivat rohkiasti Herrassa, joka antoi todistuksen armonsa sanoihin, ja antoi merkit ja ihmeet heidän kättensä kautta tapahtua.
Εσχισθη δε το πληθος της πολεως, και οι μεν ησαν μετα των Ιουδαιων, οι δε μετα των αποστολων.
Niin sen kaupungin väki erkani: muutamat pitivät Juudalaisten kanssa, ja muutamat apostolien kanssa.
Και οτε ωρμησαν οι εθνικοι και οι Ιουδαιοι μετα των αρχοντων αυτων εις το να υβρισωσι και να λιθοβολησωσιν αυτους,
Kuin siis pakanoilta ja Juudalaisilta kapina nousi, ynnä heidän päämiestensä kanssa, pilkkaamaan ja kivittämään heitä,
εννοησαντες κατεφυγον εις τας πολεις της Λυκαονιας Λυστραν και Δερβην και τα περιχωρα,
Ja kuin he sen ymmärsivät, pakenivat he Lykaonian kaupunkeihin Lystraan ja Derbeen, ja ympäri sitä lähimaakuntaa,
και εκει εκηρυττον το ευαγγελιον.
Ja saarnasivat niissä evankeliumia.
Εν δε τοις Λυστροις εκαθητο ανηρ τις αδυνατος τους ποδας, χωλος υπαρχων εκ κοιλιας μητρος αυτου, οστις ποτε δεν ειχε περιπατησει.
Ja mies Lystrassa, sairas jaloista, istui, rampa hamasta äitinsä kohdusta, joka ei ikänänsä ollut käynyt.
Ουτος ηκουε τον Παυλον λαλουντα οστις ατενισας εις αυτον και ιδων οτι εχει πιστιν δια να σωθη,
Tämä kuuli Paavalin puhuvan; ja kuin hän katsahti hänen päällensä, ja näki hänellä uskon olevan terveeksi tulla,
ειπε μετα μεγαλης φωνης Σηκωθητι επι τους ποδας σου ορθος. Και επηδα και περιεπατει.
Sanoi hän suurella äänellä: ojenna sinus jalkais päälle. Ja hän karkasi ylös ja kävi.
Οι δε οχλοι, ιδοντες τουτο το οποιον εκαμεν ο Παυλος, υψωσαν την φωνην αυτων, λεγοντες Λυκαονιστι Οι θεοι ομοιωθεντες με ανθρωπους κατεβησαν προς ημας.
Kuin kansa sen näki, mitä Paavali tehnyt oli, korottivat he äänensä Lykaonian kielellä sanoen: jumalat ovat ihmisten hahmolla alas meidän tykömme tulleet.
Και ωνομαζον τον μεν Βαρναβαν Δια, τον δε Παυλον Ερμην, επειδη αυτος ητο ο αρχηγος του λογου.
Ja he kutsuivat Barnabaan Jupiteriksi ja Paavalin Merkuriukseksi; sillä hän oli sanansaattaja.
Και ο ιερευς του Διος, του οντος εμπροσθεν της πολεως αυτων, εφερε ταυρους και στεμματα εις τας πυλας μετα του οχλου και ηθελε να προσφερη θυσιαν.
Ja pappi Jupiterin templissä, joka heidän kaupunkinsa edessä oli, toi härkiä ja seppeleitä oven eteen, ja tahtoi ynnä kaupungin väen kanssa uhrata.
Ακουσαντες δε οι αποστολοι Βαρναβας και Παυλος, διεσχισαν τα ιματια αυτων και επηδησαν εις το μεσον του οχλου, κραζοντες
Kuin apostolit Barnabas ja Paavali sen kuulivat, repäisivät he vaattensa ja karkasivat kansan sekaan, huutain,
και λεγοντες Ανδρες, τι καμνετε ταυτα; και ημεις ειμεθα ανθρωποι ομοιοπαθεις με σας, κηρυττοντες προς εσας να επιστρεψητε απο τουτων των ματαιων προς τον Θεον τον ζωντα, οστις εκαμε τον ουρανον και την γην και την θαλασσαν και παντα τα εν αυτοις
Ja sanoen: miehet, miksi te tätä teette? Mekin olemme ihmiset, puuttuvaiset kuin tekin. Ja me saarnaamme teille evankeliumia, että te näistä turhista kääntyisitte elävän Jumalan tykö, joka teki taivaan, ja maan, ja meren, ja kaikki mitä niissä on,
οστις εν ταις παρελθουσαις γενεαις αφηκε παντα τα εθνη να περιπατωσιν εν ταις οδοις αυτων.
Joka entisillä ajoilla antoi kaikki pakanat vaeltaa omilla teillänsä.
καιτοι δεν αφηκεν αμαρτυρητον εαυτον αγαθαποιων, διδων εις ημας ουρανοθεν βροχας και καιρους καρποφορους, γεμιζων τροφης και ευφροσυνης τας καρδιας ημων.
Vaikka ei hän itsiänsä antanut olla ilman todistusta, tehden hyvää, antain meille taivaasta sateen ja hedelmälliset ajat, täyttäin meidän sydämemme rualla ja ilolla.
Και ταυτα λεγοντες μολις εμποδισαν τους οχλους, ωστε να μη προσφερωσι θυσιαν εις αυτους.
Ja kuin he näitä sanoivat, saivat he kansan tuskalla hillityksi, ettei he heille uhranneet.
Εν τουτω δε ηλθον Ιουδαιοι εξ Αντιοχειας και Ικονιου, και πεισαντες τους οχλους και λιθοβολησαντες τον Παυλον, εσυραν εξω της πολεως, νομισαντες οτι απεθανεν.
Niin sinne myös tuli muutamia Juudalaisia Antiokiasta ja Ikoniosta, ja kuin he kansan olivat saattaneet Paavalia kivittämään, riepoittivat he hänen ulos kaupungista, ja luulivat hänen kuolleeksi.
Οτε δε περιεκυκλωσαν αυτον οι μαθηται, σηκωθεις εισηλθεν εις την πολιν και τη επαυριον εξηλθε μετα του Βαρναβα εις Δερβην.
Mutta kuin opetuslapset hänen ympärillänsä seisoivat, nousi hän ja meni kaupunkiin, ja vaelsi toisena päivänä Barnabaan kanssa Derbeen.
Και αφου εκηρυξαν το ευαγγελιον εν τη πολει εκεινη και εμαθητευσαν ικανους, υπεστρεψαν εις την Λυστραν και Ικονιον και Αντιοχειαν,
Ja kuin he olivat saarnanneet siinä kaupungissa evankeliumia ja monta opettaneet, palasivat he Lystraan ja Ikonioon ja Antiokiaan,
επιστηριζοντες τας ψυχας των μαθητων, προτρεποντες να εμμενωσιν εις την πιστιν, και διδασκοντες οτι δια πολλων θλιψεων πρεπει να εισελθωμεν εις την βασιλειαν του Θεου.
Vahvistain opetuslasten sieluja, ja neuvoivat heitä uskossa pysymään (sanoen): että meidän pitää monen vaivan kautta Jumalan valtakuntaan tuleman sisälle.
Και αφου εχειροτονησαν εις αυτους πρεσβυτερους κατα πασαν εκκλησιαν, προσευχηθεντες με νηστειας, αφιερωσαν αυτους εις τον Κυριον, εις τον οποιον ειχον πιστευσει.
Ja kuin he olivat valinneet vanhimmat jokaiselle seurakunnalle, ja rukoilleet ja paastonneet, antoivat he heidät Herran haltuun, jonka päälle he uskoivat.
Και διελθοντες την Πισιδιαν ηλθον εις Παμφυλιαν,
Ja he vaelsivat lävitse Pisidian ja tulivat Pamphiliaan.
και κηρυξαντες τον λογον εν Περγη, κατεβησαν εις Ατταλειαν,
Ja kuin he olivat saarnanneet sanaa Pergessä, menivät he alas Attaliaan,
και εκειθεν απεπλευσαν εις Αντιοχειαν, οθεν ησαν παραδεδομενοι εις την χαριν του Θεου δια το εργον, το οποιον εξετελεσαν.
Ja purjehtivat sieltä Antiokiaan, jossa he olivat Jumalan armon haltuun annetut, siihen työhön, jonka he toimittaneet olivat.
Ελθοντες δε και συναξαντες την εκκλησιαν, ανηγγειλαν οσα εκαμεν ο Θεος δι αυτων, και οτι ηνοιξεν εις τα εθνη θυραν πιστεως.
Mutta kuin he sinne tulivat ja seurakunnan kokosivat, ilmoittivat he, kuinka paljon Jumala oli heidän kanssansa tehnyt ja pakanoille uskon oven avannut.
Και διετριβον εκει ουκ ολιγον καιρον μετα των μαθητων.
Ja he viipyivät siellä opetuslasten kanssa hetken aikaa.