Zechariah 11

Ανοιξον, Λιβανε, τας θυρας σου και ας καταφαγη πυρ τας κεδρους σου.
Malfermu, ho Lebanon, viajn pordojn, ke la fajro ekstermu viajn cedrojn.
Ολολυξον, ελατη, διοτι επεσεν κεδρος διοτι οι μεγιστανες ηφανισθησαν ολολυξατε, δρυς της Βασαν, διοτι το δασος το απροσιτον κατεκοπη.
Ĝemegu, ho cipreso, ĉar falis la cedro kaj la potenculoj estas ruinigitaj. Ĝemegu, ho kverkoj de Baŝan, ĉar falis la fortika arbaro.
Φωνη ακουεται ποιμενων θρηνουντων, διοτι η δοξα αυτων ηφανισθη φωνη βρυχωμενων σκυμνων, διοτι το φρυαγμα του Ιορδανου εταπεινωθη.
Oni aŭdas ploradon de paŝtistoj, ĉar ilia belegaĵo estas ruinigita; oni aŭdas kriadon de junaj leonoj, ĉar forigita estas la beleco de Jordan.
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος μου Ποιμαινε το ποιμνιον της σφαγης,
Tiele diras la Eternulo, mia Dio: Paŝtu la buĉotajn ŝafojn,
το οποιον οι αγορασαντες αυτο σφαζουσιν ατιμωρητως οι δε πωλουντες αυτο λεγουσιν, Ευλογητος ο Κυριος, διοτι επλουτησα, και αυτοι οι ποιμενες αυτου δεν φειδονται αυτου.
kiujn iliaj aĉetintoj mortigas, ne farante pekon, kaj iliaj vendintoj diras: Dank’ al la Eternulo, mi riĉiĝis; kaj iliaj paŝtistoj ne bedaŭras ilin.
Δια τουτο δεν θελω φεισθη πλεον των κατοικων του τοπου, λεγει Κυριος, αλλ ιδου, εγω θελω παραδωσει τους ανθρωπους εκαστον εις την χειρα του πλησιον αυτου και εις την χειρα του βασιλεως αυτου, και θελουσι κατακοψει την γην και δεν θελω ελευθερωσει αυτους εκ της χειρος αυτων.
Pro tio Mi ne plu indulgos la loĝantojn de la tero, diras la Eternulo; jen Mi transdonos la homojn ĉiun en la manon de lia proksimulo kaj en la manon de lia reĝo, kaj ili frapados la teron, kaj Mi ne savos el ilia mano.
Και εποιμανα το ποιμνιον της σφαγης, το οντως τεταλαιπωρημενον ποιμνιον. Και ελαβον εις εμαυτον δυο αβδους, την μιαν εκαλεσα Καλλος και την αλλην εκαλεσα Δεσμους, και εποιμανα το ποιμνιον.
Kaj mi paŝtis la ŝafojn buĉotajn, la plej malfeliĉajn el la ŝafoj. Kaj mi prenis al mi du bastonojn, la unu mi nomis Afableco kaj la duan Ligilo; kaj mi paŝtis la ŝafojn.
Και εξωλοθρευσα τρεις ποιμενας εν ενι μηνι και η ψυχη μου εβαρυνθη αυτους και η ψυχη δε αυτων απεστραφη εμε.
Kaj mi forigis tri paŝtistojn en unu monato; kaj deturnis sin de ili mia animo, kiel ankaŭ ilia animo deturnis sin de mi.
Τοτε ειπα, Δεν θελω σας ποιμαινει το αποθνησκον ας αποθνησκη και το απολωλος ας απολλυται και τα εναπολειπομενα ας τρωγωσιν εκαστον την σαρκα του πλησιον αυτου.
Kaj mi diris: Mi vin ne paŝtos: la mortonta mortu, la pereonta pereu, kaj la ceteraj manĝu unu la karnon de la alia.
Και ελαβον την αβδον μου, το Καλλος, και κατεκοψα αυτην, δια να ακυρωσω την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμον προς παντας τους λαους τουτους,
Kaj mi prenis mian bastonon Afableco kaj rompis ĝin, por detrui la interligon, kiun mi faris kun ĉiuj popoloj;
και ηκυρωθη εν τη ημερα εκεινη και ουτω το ποιμνιον το τεταλαιπωρημενον, το οποιον απεβλεπεν εις εμε, εγνωρισεν οτι ουτος ητο ο λογος του Κυριου.
kaj ĝi estis detruita en tiu tago. Kaj tiam la malfeliĉaj ŝafoj, kiuj atentadis min, eksciis, ke tio estas vorto de la Eternulo.
Και ειπα προς αυτους, Εαν σας φαινηται καλον, δοτε μοι τον μισθον μου ει δε μη, αρνηθητε αυτον. Και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρια.
Kaj mi diris al ili: Se plaĉas al vi, donu al mi mian laborpagon; se ne, tiam ne faru tion. Kaj ili pesis al mi kiel mian laborpagon tridek arĝentajn monerojn.
Και ειπε Κυριος προς εμε, Ριψον αυτα εις τον κεραμεα, την εντιμον τιμην, με την οποιαν ετιμηθην υπ αυτων. Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια και ερριψα αυτα εν τω οικω του Κυριου εις τον κεραμεα.
Kaj la Eternulo diris al mi: Ĵetu tion en la trezorejon; bela prezo, per kiu ili taksis Min! Kaj mi prenis la tridek arĝentajn monerojn kaj ĵetis ilin en la trezorejon de la domo de la Eternulo.
Και κατεκοψα την αλλην μου αβδον, τους Δεσμους, δια να ακυρωσω την αδελφοτητα μεταξυ Ιουδα και Ισραηλ.
Kaj mi rompis mian duan bastonon Ligilo, por detrui la fratecon inter Jehuda kaj Izrael.
Και ειπε Κυριος προς εμε, Λαβε εις σεαυτον ετι τα εργαλεια ποιμενος ασυνετου.
Kaj la Eternulo diris al mi: Prenu al vi ankoraŭ la ilaron de paŝtisto malsaĝa;
Διοτι ιδου, εγω θελω αναστησει ποιμενα επι την γην, οστις δεν θελει επισκεπτεσθαι τα απολωλοτα, δεν θελει ζητει το διεσκορπισμενον και δεν θελει ιατρευει το συντετριμμενον ουδε θελει ποιμαινει το υγιες αλλα θελει τρωγει την σαρκα του παχεος και κατακοπτει τους ονυχας αυτων.
ĉar jen Mi starigos sur la tero paŝtiston, kiu ne serĉos la ŝafojn perdiĝintajn, ne zorgos pri la junaj, ne kuracos la malsanajn, ne nutros la sanajn, sed manĝos la viandon de la grasaj kaj disbatos iliajn hufojn.
Ουαι εις τον ματαιον ποιμενα, τον εγκαταλειποντα το ποιμνιον ομφαια θελει ελθει επι τον βραχιονα αυτου και επι τον δεξιον οφθαλμον αυτου ο βραχιων αυτου θελει ολοτελως ξηρανθη και ο δεξιος οφθαλμος αυτου ολοκληρως αμαυρωθη.
Ve al la malsaĝa paŝtisto, kiu forlasas la ŝafojn! la glavo trafos lian brakon kaj lian dekstran okulon; lia brako velksekiĝos, kaj lia dekstra okulo tute perdos sian vidadon.