Psalms 95

Δευτε, ας αγαλλιασθωμεν εις τον Κυριον ας αλαλαξωμεν εις το φρουριον της σωτηριας ημων.
Venu, ni kantu al la Eternulo; Ni ĝoje kriu al la rifuĝejo de nia helpo.
Ας προφθασωμεν ενωπιον αυτου μετα δοξολογιας εν ψαλμοις ας αλαλαξωμεν εις αυτον.
Ni venu antaŭ Lian vizaĝon kun glorado, Per psalmoj ni ĝoje kriu al Li.
Διοτι Θεος μεγας ειναι ο Κυριος, και Βασιλευς μεγας υπερ παντας τους θεους.
Ĉar granda Dio estas la Eternulo Kaj granda Reĝo super ĉiuj dioj,
Διοτι εις αυτου την χειρα ειναι τα βαθη της γης και τα υψη των ορεων ειναι αυτου.
Kiu havas en Sia mano la profundaĵojn de la tero, Kaj al kiu apartenas la altaĵoj de la montoj;
Διοτι αυτου ειναι η θαλασσα, και αυτος εκαμεν αυτην και την ξηραν αι χειρες αυτου επλασαν.
Al kiu apartenas la maro, kaj Li ĝin faris, Kaj la sekteron Liaj manoj kreis.
Δευτε, ας προσκυνησωμεν και ας προσπεσωμεν ας γονατισωμεν ενωπιον του Κυριου, του Ποιητου ημων.
Venu, ni kliniĝu, ni ĵetu nin teren, Ni genuu antaŭ la Eternulo, nia Kreinto.
Διοτι αυτος ειναι ο Θεος ημων και ημεις λαος της βοσκης αυτου και προβατα της χειρος αυτου. Σημερον εαν ακουσητε της φωνης αυτου,
Ĉar Li estas nia Dio, Kaj ni estas la popolo de Lia paŝtejo kaj la ŝafoj de Lia mano. Hodiaŭ, se vi aŭskultas Lian voĉon,
μη σκληρυνητε την καρδιαν σας, ως εν τω παροργισμω, ως εν τη ημερα του πειρασμου εν τη ερημω
Ne obstinigu vian koron, kiel en Meriba, Kiel en la tago de Masa en la dezerto,
οπου οι πατερες σας με επειρασαν, με εδοκιμασαν και ειδον τα εργα μου.
Kiam viaj patroj Min incitis, Esploris kaj vidis Mian faron.
Τεσσαρακοντα ετη δυσηρεστηθην με την γενεαν εκεινην, και ειπα, ουτος ειναι λαος πεπλανημενος την καρδιαν, και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου.
Kvardek jarojn Mi indignis kontraŭ tiu generacio, Kaj Mi diris: Ili estas popolo kun koro malĝusta, Kaj ili ne volas koni Miajn vojojn;
Δια τουτο ωμοσα εν τη οργη μου, οτι εις την αναπαυσιν μου δεν θελουσιν εισελθει.
Tial Mi ĵuris en Mia kolero, Ke ili ne venos en Mian ripozejon.