Psalms 50

Ψαλμος του Ασαφ. Ο Θεος των θεων, ο Κυριος ελαλησε, και εκαλεσε την γην, απο ανατολης ηλιου εως δυσεως αυτου.
Een psalm van Asaf. De God der goden, de HEERE spreekt, en roept de aarde, van den opgang der zon tot aan haar ondergang.
Εκ της Σιων, ητις ειναι η εντελεια της ωραιοτητος, ελαμψεν ο Θεος.
Uit Sion, de volkomenheid der schoonheid, verschijnt God blinkende.
Θελει ελθει ο Θεος ημων και δεν θελει σιωπησει πυρ κατατρωγον θελει εισθαι εμπροσθεν αυτου και περιξ αυτου σφοδρα ανεμοζαλη,
Onze God zal komen en zal niet zwijgen; een vuur voor Zijn aangezicht zal verteren, en rondom Hem zal het zeer stormen.
θελει προσκαλεσει τους ουρανους ανωθεν και την γην, δια να κρινη τον λαον αυτου.
Hij zal roepen tot den hemel van boven, en tot de aarde, om Zijn volk te richten.
Συναθροισατε μοι τους οσιους μου, οιτινες εκαμον μετ εμου συνθηκην επι θυσιας.
Verzamelt Mij Mijn gunstgenoten, die Mijn verbond maken met offerande!
Και οι ουρανοι θελουσιν αναγγελλει την δικαιοσυνην αυτου διοτι ο Θεος, αυτος ειναι ο Κριτης. Διαψαλμα.
En de hemelen verkondigen Zijn gerechtigheid; want God Zelf is Rechter. Sela.
Ακουσον, λαε μου, και θελω λαλησει Ισραηλ, και θελω διαμαρτυρησει κατα σου Ο Θεος, ο Θεος σου ειμαι εγω.
Hoort, Mijn volk! en Ik zal spreken; Israël! en Ik zal onder u betuigen; Ik, God, ben uw God.
Δεν θελω σε ελεγξει δια τας θυσιας σου, τα δε ολοκαυτωματα σου ειναι διαπαντος ενωπιον μου.
Om uw offeranden zal Ik u niet straffen, want uw brandofferen zijn steeds voor Mij.
Δεν θελω δεχθη εκ του οικου σου μοσχον, τραγους εκ των ποιμνιων σου.
Ik zal uit uw huis geen var nemen, noch bokken uit uw kooien;
Διοτι εμου ειναι παντα τα θηρια του δασους, τα κτηνη τα επι χιλιων ορεων.
Want al het gedierte des wouds is Mijn, de beesten op duizend bergen.
Γνωριζω παντα τα πετεινα των ορεων, και τα θηρια του αγρου ειναι μετ εμου.
Ik ken al het gevogelte der bergen, en het wild des velds is bij Mij.
Εαν πεινασω, δεν θελω ειπει τουτο προς σε διοτι εμου ειναι η οικουμενη και το πληρωμα αυτης.
Zo Mij hongerde, Ik zou het u niet zeggen; want Mijn is de wereld en haar volheid.
Μηπως εγω θελω φαγει κρεας ταυρων η πιει αιμα τραγων;
Zou Ik stierenvlees eten, of bokkenbloed drinken?
Θυσιασον εις τον Θεον θυσιαν αινεσεως, και αποδος εις τον Υψιστον τας ευχας σου
Offert Gode dank, en betaalt den Allerhoogste uw geloften.
και επικαλου εμε εν ημερα θλιψεως, θελω σε ελευθερωσει, και θελεις με δοξασει.
En roept Mij aan in den dag der benauwdheid; Ik zal er u uithelpen, en gij zult Mij eren.
Προς δε τον ασεβη ειπεν ο Θεος Τι προς σε, να διηγησαι τα διαταγματα μου και να αναλαμβανης την διαθηκην μου εν τω στοματι σου;
Maar tot den goddeloze zegt God: Wat hebt gij Mijn inzettingen te vertellen, en neemt Mijn verbond in uw mond?
Συ δε μισεις παιδειαν και απορριπτεις οπισω σου τους λογους μου.
Dewijl gij de kastijding haat, en Mijn woorden achter u henenwerpt.
Εαν ιδης κλεπτην, τρεχεις μετ αυτου και μετα των μοιχων ειναι η μερις σου.
Indien gij een dief ziet, zo loopt gij met hem; en uw deel is met de overspelers.
Παραδιδεις το στομα σου εις την κακιαν, και η γλωσσα σου περιπλεκει δολιοτητα.
Uw mond slaat gij in het kwade, en uw tong koppelt bedrog.
Καθημενος λαλεις κατα του αδελφου σου βαλλεις σκανδαλον κατα του υιου της μητρος σου.
Gij zit, gij spreekt tegen uw broeder; tegen den zoon uwer moeder geeft gij lastering uit.
Ταυτα επραξας, και εσιωπησα υπελαβες οτι ειμαι τω οντι ομοιος σου θελω σε ελεγξει, και θελω παραστησει παντα εμπροσθεν των οφθαλμων σου.
Deze dingen doet gij, en Ik zwijg; gij meent, dat Ik te enenmale ben, gelijk gij; Ik zal u straffen, en zal het ordentelijk voor uw ogen stellen.
Θεσατε λοιπον τουτο εις τον νουν σας, οι λησμονουντες τον Θεον, μηποτε σας αρπασω, και ουδεις ο λυτρωσων.
Verstaat dit toch, gij godvergetenden! opdat Ik niet verscheure en niemand redde.
Ο προσφερων θυσιαν αινεσεως, ουτος με δοξαζει και εις τον ευθετουντα την οδον αυτου θελω δειξει την σωτηριαν του Θεου.
Wie dankoffert, die zal Mij eren; en wie zijn weg wel aanstelt, dien zal Ik Gods heil doen zien.