Nahum 2

Ο κατασυντριβων ανεβη εμπροσθεν του προσωπου σου φυλαττε το οχυρωμα, σκοπευσον την οδον, ενισχυσον τας οσφυς, ενδυναμωσον την ισχυν σου σφοδρα.
De verstrooier trekt tegen uw aangezicht op, bewaar de vesting; bezichtig den weg; sterk de lenden, versterk de kracht zeer.
Επειδη ο Κυριος απεστρεψε την δοξαν του Ιακωβ καθως την δοξαν του Ισραηλ διοτι οι τινακται εξετιναξαν αυτους και διεφθειραν τα κληματα αυτων.
Want de HEERE heeft de hovaardij Jakobs afgewend, gelijk de hovaardij Israëls; want de ledigmakers hebben ze ledig gemaakt, en zij hebben hun wijnranken verdorven.
Η ασπις των ισχυρων αυτου ειναι κοκκινοβαφης, οι ανδρες δυναμεως ενδεδυμενοι ερυθρα αι αμαξαι θελουσι κινεισθαι με σιδηρον λαμποντα εν τη ημερα της ετοιμασιας αυτου, και τα ελατινα δορατα θελουσι σεισθη τρομερα.
De schilden zijner helden zijn rood gemaakt, de kloeke mannen zijn scharlakenvervig; de wagens zijn in het vuur der fakkelen, ten dage als hij zich bereidt; en de spiesen worden geschud.
Αι αμαξαι θελουσι θορυβεισθαι εν ταις οδοις, θελουσι συγκρουεσθαι η μια μετα της αλλης εν ταις πλατειαις η θεα αυτων θελει εισθαι ως λαμπαδες, θελουσι τρεχει ως αστραπαι.
De wagens razen door de wijken, zij lopen ginds en weder op de straten; hun gedaanten zijn als der fakkelen, zij lopen door elkander henen als de bliksemen.
Θελει ενθυμηθη τους ανδρειους αυτου αλλα θελουσι κατολισθησει εν τη οδω αυτων θελουσι σπευσει εις τα τειχη αυτης και ο συνασπισμος θελει ετοιμασθη.
Hij zal aan zijn voortreffelijken gedenken, doch zij zullen struikelen in hun tochten; zij zullen haasten naar hun muur, als het beschutsel vaardig zal wezen.
Αι πυλαι των ποταμων θελουσιν ανοιχθη και τα παλατια θελουσι διαλυθη.
De poorten der rivieren zullen geopend worden, en het paleis zal versmelten.
Και η καθεστωσα θελει γυμνωθη, θελει μετοικισθη, και αι δουλαι αυτης θελουσιν αναδιδει στεναγμους ως η φωνη των περιστερων, τυπτουσαι τα στηθη αυτων.
En Huzab zal gevankelijk weggevoerd worden, men zal haar heten voortgaan; en haar maagden zullen haar geleiden, als met een stem der duiven, trommelende op haar harten.
Και η Νινευη ειναι παλαιοθεν ως λιμνη υδατων ταυτα ομως θελουσι φυγει. Στητε, στητε, θελουσι φωναζει και ουδεις ο βλεπων οπισω.
Nineve is wel als een watervijver, van de dagen af dat zij geweest is, doch zij zullen vluchten. Staat, staat! zal men roepen, maar niemand zal omzien.
Λαφυραγωγειτε το αργυριον, λαφυραγωγειτε το χρυσιον διοτι δεν ειναι τελος των θησαυρων αυτης ειναι πληθος παντος σκευους επιθυμητου.
Rooft zilver, rooft goud, want er is geen einde des voorraads, der heerlijkheid van allerlei gewenste vaten.
Εξεκενωθη και εξετιναχθη και ηρημωθη και η καρδια διαλυεται και τα γονατα κλονιζονται και ωδινες ειναι εις πασας τας οσφυς, τα δε προσωπα παντων ειναι απησβολωμενα.
Zij is geledigd, ja, uitgeledigd, uitgeput, en haar hart versmelt, en de knieën schudden, en in al de lenden is smart, en hun aller aangezichten betrekken, als een pot.
Που ειναι το κατοικητηριον των λεοντων και η βοσκη των σκυμνων, οπου ο λεων, ο γηραιος λεων, περιεπατει και ο σκυμνος του λεοντος, και δεν υπηρχεν ο εκφοβων;
Waar is nu de woning der leeuwen, en die weide der jonge leeuwen? Alwaar de leeuw, de oude leeuw, en het leeuwenwelp wandelde, en er was niemand, die hen verschrikte.
Ο λεων διεσπαραττεν ικανα δια τους σκυμνους αυτου και απεπνιγε δια τας λεαινας αυτου, και εγεμιζε τα σπηλαια αυτου απο θηραματος και τα κατοικητηρια αυτου απο αρπαγης.
De leeuw, die genoeg roofde voor zijn welpen, en worgde voor zijn oude leeuwinnen, die zijn holen vervulde met roof, en zijn woningen met het geroofde.
Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και θελω καυσει τας αμαξας σου μεχρι καπνου και η ομφαια θελει καταφαγει τους σκυμνους σου, και θελω εξολοθρευσει το θηραμα σου εκ της γης, και δεν θελει ακουσθη πλεον η φωνη των πρεσβεων σου.
Ziet, Ik wil aan u, spreekt de HEERE der heirscharen, en Ik zal haar wagenen in rook verbranden, en het zwaard zal uw jonge leeuwen verteren, en Ik zal uw roof uitroeien van de aarde, en de stem uwer gezanten zal niet meer gehoord worden.