Judges 7

Τοτε ο Ιεροβααλ, οστις ειναι ο Γεδεων, εξηγερθη πρωι, και πας ο λαος ο μετ αυτου, και εστρατοπεδευσαν πλησιον της πηγης Αρωδ το δε στρατοπεδον των Μαδιανιτων ητο κατα το βορειον αυτων, προς τον λοφον Μορεχ εν τη κοιλαδι.
Toen stond Jerubbaäl (dewelke is Gideon) vroeg op, en al het volk, dat met hem was; en zij legerden zich aan de fontein van Harod; dat hij het heirleger der Midianieten had tegen het noorden, achter den heuvel More, in het dal.
Και ειπε Κυριος προς τον Γεδεων, Πολυς ειναι ο λαος ο μετα σου ωστε να παραδωσω τους Μαδιανιτας εις την χειρα αυτου, μηπως ο Ισραηλ καυχηθη εναντιον μου, λεγων, Η χειρ μου με εσωσε
En de HEERE zeide tot Gideon: Des volks is te veel, dat met u is, dan dat Ik de Midianieten in hun hand zou geven; opdat zich Israël niet tegen Mij beroeme, zeggende: Mijn hand heeft mij verlost.
τωρα λοιπον κηρυξον εις επηκοον του λαου, λεγων, Οστις ειναι δειλος και φοβουμενος, ας στρεψη και ας σπευση απο του ορους Γαλααδ. Και εστρεψαν εκ του λαου εικοσιδυο χιλιαδες και εμειναν δεκα χιλιαδες.
Nu dan, roep nu uit voor de oren des volks, zeggende: Wie blode en versaagd is, die kere weder, en spoede zich naar het gebergte van Gilead! Toen keerden uit het volk weder twee en twintig duizend, dat er tien duizend overbleven.
Και ειπε Κυριος προς τον Γεδεων, Ο λαος ειναι ετι πολυς καταβιβασον αυτους εις το υδωρ, και εκει θελω εκκαθαρισει αυτους εις σε και περι ουτινος σοι ειπω, Ουτος θελει ελθει μετα σου, αυτος θελει ελθει μετα σου και περι ουτινος σοι ειπω, Ουτος δεν θελει ελθει μετα σου, αυτος δεν θελει ελθει.
En de HEERE zeide tot Gideon: Nog is des volks te veel; doe hen afgaan naar het water, en Ik zal ze u aldaar beproeven; en het zal geschieden, van welken Ik tot u zeggen zal: Deze zal met u trekken, die zal met u trekken; maar al degene, van welken Ik zeggen zal: Deze zal niet met u trekken, die zal niet trekken.
Και κατεβιβασε τον λαον εις το υδωρ και ειπεν ο Κυριος προς τον Γεδεων, Πας οστις λαψη με την γλωσσαν αυτου απο του υδατος, καθως λαπτει ο σκυλος, τουτον θελεις στησει χωριστα και πας οστις καμψη τα γονατα αυτου δια να πιη.
En hij deed het volk afgaan naar het water. Toen zeide de HEERE tot Gideon: Al wie met zijn tong uit het water zal lekken, gelijk als een hond zou lekken, dien zult gij alleen stellen; desgelijks al wie op zijn knieën zal bukken om te drinken.
Και ο αριθμος των λαπτοντων με την χειρα αυτων προς το στομα αυτων ητο τριακοσιοι ανδρες απαν δε το επιλοιπον του λαου εκαμψε τα γονατα αυτων δια να πιωσιν υδωρ.
Toen was het getal dergenen, die met hun hand tot hun mond gelekt hadden, driehonderd man; maar alle overigen des volks hadden op hun knieën gebukt, om water te drinken.
Και ειπεν ο Κυριος προς τον Γεδεων, Δια των τριακοσιων ανδρων, οιτινες ελαψαν, θελω σωσει υμας, και θελω παραδωσει τους Μαδιανιτας εις την χειρα σου απαν δε το επιλοιπον του λαου ας υπαγωσιν εκαστος εις τον τοπον αυτου.
En de HEERE zeide tot Gideon: Door deze driehonderd mannen, die gelekt hebben, zal Ik ulieden verlossen, en de Midianieten in uw hand geven; daarom laat al dat volk weggaan, een ieder naar zijn plaats.
Ελαβε λοιπον ο λαος τας τροφας εις τας χειρας αυτων και τας σαλπιγγας αυτων και απεπεμψεν απαν το επιλοιπον του Ισραηλ, εκαστον εις την σκηνην αυτου, και εκρατησε τους τριακοσιους ανδρας. Και το στρατοπεδον του Μαδιαμ ητο υποκατω αυτων εν τη κοιλαδι.
En het volk nam den teerkost in hun hand, en hun bazuinen; en hij liet al die mannen van Israël gaan, een iegelijk naar zijn tent; maar die driehonderd man behield hij. En hij had het heirleger der Midianieten beneden in het dal.
Και την αυτην νυκτα ειπε προς αυτον ο Κυριος, Σηκωθητι, καταβα εις το στρατοπεδον διοτι παρεδωκα αυτο εις την χειρα σου
En het geschiedde in denzelven nacht, dat de HEERE tot hem zeide: Sta op, ga henen af in het leger, want Ik heb het in uw hand gegeven.
αλλ εαν φοβησαι να καταβης, καταβα συ και ο Φουρα ο δουλος σου εις το στρατοπεδον
Vreest gij dan nog af te gaan, zo ga af, gij, en Pura, uw jongen, naar het leger.
και θελεις ακουσει τι λεγουσι και μετα ταυτα αι χειρες σου θελουσιν ενδυναμωθη, και θελεις καταβη εις το στρατοπεδον. Και κατεβη αυτος μετα του Φουρα του δουλου αυτου εως της προφυλακης του στρατοπεδου.
En gij zult horen, wat zij zullen spreken, en daarna zullen uw handen gesterkt worden, dat gij aftrekken zult in het leger. Toen ging hij af, met Pura, zijn jongen, tot het uiterste der schildwachten, die in het leger waren.
Ο δε Μαδιαμ και ο Αμαληκ και παντες οι κατοικοι της ανατολης ησαν εξηπλωμενοι εν τη κοιλαδι ως ακριδες κατα το πληθος και αι καμηλοι αυτων αναριθμητοι ως η αμμος παρα το χειλος της θαλασσης κατα το πληθος.
En de Midianieten, en Amalekieten, en al de kinderen van het oosten, lagen in het dal, gelijk sprinkhanen in menigte, en hun kemelen waren ontelbaar, gelijk het zand, dat aan den oever der zee is, in menigte.
Και οτε ηλθεν ο Γεδεων, ιδου, ανθρωπος τις διηγειτο προς τον πλησιον αυτου ονειρον και ελεγεν, Ιδου, ωνειρευθην ονειρον και ιδου, ψωμιον κριθινον κυλιομενον εν τω στρατοπεδω του Μαδιαμ ηλθεν εις τας σκηνας και εκτυπησεν αυτας, και επεσον και ανετρεψεν αυτας, και επεσον αι σκηναι.
Toen nu Gideon aankwam, ziet, zo was er een man, die zijn metgezel een droom vertelde, en zeide: Zie, ik heb een droom gedroomd, en zie, een geroost gerstebrood wentelde zich in het leger der Midianieten, en het kwam tot aan de tent, en sloeg haar, dat zij viel, en keerde haar om, het onderste boven, dat de tent er lag.
Και απεκριθη ο πλησιον αυτου και ειπε, Τουτο δεν ειναι, ειμη η ομφαια του Γεδεων, υιου του Ιωας, ανδρος Ισραηλιτου ο Θεος παρεδωκεν εις την χειρα αυτου τον Μαδιαμ και απαν το στρατοπεδον.
En zijn metgezel antwoordde, en zeide: Dit is niet anders, dan het zwaard van Gideon, den zoon van Joas, den Israëlietischen man; God heeft de Midianieten en dit ganse leger in zijn hand gegeven.
Και ως ηκουσεν ο Γεδεων την διηγησιν του ονειρου και την εξηγησιν αυτου, προσεκυνησε και επεστρεψεν εις το στρατοπεδον του Ισραηλ και ειπε, Σηκωθητε διοτι ο Κυριος παρεδωκεν εις την χειρα σας το στρατοπεδον του Μαδιαμ.
En het geschiedde, als Gideon de vertelling dezes drooms, en zijn uitlegging hoorde, zo aanbad hij; en hij keerde weder tot het leger van Israël, en zeide: Maakt u op, want de HEERE heeft het leger der Midianieten in ulieder hand gegeven.
Και διηρεσε τους τριακοσιους ανδρας εις τρια σωματα, και εδωκε σαλπιγγας εις τας χειρας παντων τουτων και υδριας κενας και λαμπαδας εν ταις υδριαις.
En hij deelde de driehonderd man in drie hopen; en hij gaf een iegelijk een bazuin in zijn hand, en ledige kruiken, en fakkelen in het midden der kruiken.
Και ειπε προς αυτους, Βλεπετε προς εμε και καμετε παρομοιως και ιδου, οταν εγω φθασω εις το ακρον του στρατοπεδου, καθως εγω καμω, ουτω θελετε καμει
En hij zeide tot hen: Ziet naar mij en doet alzo; en ziet, als ik zal komen aan het uiterste des legers, zo zal het geschieden, gelijk als ik zal doen, alzo zult gij doen.
οταν σαλπισω δια της σαλπιγγος, εγω και παντες οι μετ εμου, τοτε θελετε σαλπισει και σεις δια των σαλπιγγων κυκλω παντος του στρατοπεδου και θελετε ειπει, Ρομφαια του Κυριου και του Γεδεων.
Als ik met de bazuin zal blazen, ik en allen, die met mij zijn, dan zult gijlieden ook met de bazuin blazen, rondom het ganse leger, en gij zult zeggen: Voor den HEERE en voor Gideon!
Ο Γεδεων λοιπον και οι εκατον ανδρες οι μετ αυτου ηλθον εις το ακρον του στρατοπεδου περι τας αρχας της μεσης φυλακης μολις ειχον καταστησει τους φυλακας και εσαλπισαν δια των σαλπιγγων και συνετριψαν τας υδριας τας εις τας χειρας αυτων.
Alzo kwam Gideon, en honderd mannen, die met hem waren, in het uiterste des legers, in het begin van de middelste nachtwaak, als zij maar even de wachters gesteld hadden; en zij bliezen met de bazuinen, ook sloegen zij de kruiken, die in hun hand waren, in stukken.
Και τα τρια σωματα εσαλπισαν δια των σαλπιγγων και συνετριψαν τας υδριας και εκρατουν τας λαμπαδας εις τας αριστερας αυτων χειρας και τας σαλπιγγας εις τας δεξιας αυτων χειρας δια να σαλπιζωσι και ανεκραζον, Ρομφαια του Κυριου και του Γεδεων.
Alzo bliezen de drie hopen met de bazuinen, en braken de kruiken; en zij hielden met de linkerhand de fakkelen, en met hun rechterhand de bazuinen om te blazen; en zij riepen: Het zwaard van den HEERE, en van Gideon!
Και εσταθη εκαστος εν τω τοπω αυτου κυκλω του στρατοπεδου και απαν το στρατευμα διετρεχε και εφωναζε και εφευγε.
En zij stonden, een iegelijk in zijn plaats, rondom het leger. Toen verliep het ganse leger, en zij schreeuwden en vloden.
Και οι τριακοσιοι εσαλπισαν δια των σαλπιγγων και εστρεψεν ο Κυριος καθ ολον το στρατοπεδον την ομφαιαν εκαστου εναντιον του πλησιον αυτου και το στρατευμα εφυγεν εις Βαιθ−ασεττα προς Ζερεραθ, εως του χειλους του Αβελ−μεολα προς Ταβαθ.
Als de driehonderd met de bazuinen bliezen, zo zette de HEERE het zwaard des een tegen den anderen, en dat in het ganse leger; en het leger vluchtte tot Beth-sitta toe naar Tseredath, tot aan de grens van Abel-mehola, boven Tabbath.
Και συνηχθησαν οι ανδρες Ισραηλ απο Νεφθαλι και απο Ασηρ και απο παντος του Μανασση, και κατεδιωξαν οπισω του Μαδιαμ.
Toen werden de mannen van Israël bijeengeroepen, uit Nafthali, en uit Aser, en uit gans Manasse; en zij jaagden de Midianieten achterna.
Και απεστειλεν ο Γεδεων μηνυτας προς απαν το ορος Εφραιμ, λεγων, Καταβητε δια να συναντησητε τον Μαδιαμ, και προκαταλαβετε προ αυτων τα υδατα εως Βαιθ−βαρα και τον Ιορδανην. Τοτε συνηχθησαν παντες οι ανδρες Εφραιμ και προκατελαβον τα υδατα εως Βαιθ−βαρα και τον Ιορδανην.
Ook zond Gideon boden in het ganse gebergte van Efraïm, zeggende: Komt af den Midianieten tegemoet, en beneemt hunlieden de wateren, tot aan Beth-bara, te weten de Jordaan; alzo werd alle man van Efraïm bijeengeroepen, en zij benamen hun de wateren tot aan Beth-bara, en de Jordaan.
Και συνελαβον δυο αρχηγους του Μαδιαμ, τον Ωρηβ και τον Ζηβ και εθανατωσαν τον Ωρηβ επι του βραχου Ωρηβ, τον δε Ζηβ εθανατωσαν επι του ληνου Ζηβ και κατεδιωξαν τον Μαδιαμ και εφεραν την κεφαλην του Ωρηβ και του Ζηβ προς τον Γεδεων εκ του περαν του Ιορδανου.
En zij vingen twee vorsten der Midianieten, Oreb en Zeëb, en doodden Oreb op den rotssteen Oreb, en Zeëb doodden zij in de perskuip van Zeëb, en vervolgden de Midianieten; en zij brachten de hoofden van Oreb en Zeëb tot Gideon, over de Jordaan.