Jeremiah 22

Ουτω λεγει Κυριος Καταβηθι εις τον οικον του βασιλεως του Ιουδα και λαλησον εκει τον λογον τουτον,
Alzo zegt de HEERE: Ga af in het huis des konings van Juda, en spreek aldaar dit woord.
και ειπε, Ακουσον τον λογον του Κυριου, βασιλευ του Ιουδα, ο καθημενος επι του θρονου του Δαβιδ, συ και οι δουλοι σου και ο λαος σου, οι εισερχομενοι δια των πυλων τουτων
En zeg: Hoor het woord des HEEREN, gij koning van Juda, gij, die zit op Davids troon, gij, en uw knechten, en uw volk, die door deze poorten ingaan!
Ουτω λεγει Κυριος Καμνετε κρισιν και δικαιοσυνην και ελευθερονετε τον γεγυμνωμενον εκ της χειρος του δυναστου και μη αδικειτε μηδε καταδυναστευετε τον ξενον, τον ορφανον και την χηραν και αιμα αθωον μη χυνετε εν τω τοπω τουτω.
Zo zegt de HEERE: Doet recht en gerechtigheid, en redt den beroofde uit de hand des verdrukkers; en onderdrukt den vreemdeling niet, den wees noch de weduwe; doet geen geweld en vergiet geen onschuldig bloed in deze plaats.
Διοτι εαν τωοντι καμνητε τον λογον τουτον, τοτε θελουσιν εισελθει δια των πυλων του οικου τουτου βασιλεις καθημενοι επι του θρονου του Δαβιδ, εποχουμενοι επι αμαξων και ιππων, αυτοι και οι δουλοι αυτων και ο λαος αυτων.
Want indien gijlieden deze zaak ernstiglijk zult doen, zo zullen door de poorten van dit huis koningen ingaan, zittende den David op zijn troon, rijdende op wagens en op paarden, hij, en zijn knechten, en zijn volk.
Αλλ εαν δεν ακουσητε τους λογους τουτους, ομνυω εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι ο οικος ουτος θελει κατασταθη ερημος.
Indien gij daarentegen deze woorden niet zult horen, zo heb Ik bij Mij gezworen, spreekt de HEERE, dat dit huis tot een woestheid worden zal.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τον οικον του βασιλεως του Ιουδα. Συ εισαι Γαλααδ εις εμε και κορυφη του Λιβανου αλλα θελω σε καταστησει ερημιαν, πολεις ακατοικητους.
Want zo zegt de HEERE van het huis des konings van Juda: Gij zijt Mij een Gilead, een hoogte van Libanon; maar zo Ik u niet zette als een woestijn en onbewoonde steden!
Και θελω ετοιμασει εναντιον σου εξολοθρευτας, εκαστον μετα των οπλων αυτου και θελουσι κατακοψει τας εκλεκτας κεδρους σου και ιψει εις το πυρ.
Want Ik zal verdervers tegen u heiligen, elk met zijn gereedschap; die zullen uw uitgelezen cederen omhouwen, en in het vuur werpen.
Και πολλα εθνη θελουσι διαβη δια της πολεως ταυτης και θελουσιν ειπει εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Δια τι ο Κυριος εκαμεν ουτως εις ταυτην την μεγαλην πολιν;
Dan zullen veel heidenen voorbij deze stad gaan, en zullen zeggen, een ieder tot zijn naaste: Waarom heeft de HEERE alzo gedaan aan deze grote stad?
Και θελουσιν αποκριθη, Διοτι εγκατελιπον την διαθηκην Κυριου του Θεου αυτων και προσεκυνησαν αλλους θεους και ελατρευσαν αυτους.
En zij zullen zeggen: Omdat zij het verbond des HEEREN, huns Gods, hebben verlaten, en hebben zich voor andere goden nedergebogen, en die gediend.
Μη κλαιετε τον αποθανοντα και μη θρηνειτε αυτον κλαυσατε πικρως τον εξερχομενον, διοτι δεν θελει επιστρεψει πλεον και ιδει την γην της γεννησεως αυτου.
Weent niet over den dode, en beklaagt hem niet; weent vrij over dien, die weggegaan is, want hij zal nimmermeer wederkomen, dat hij het land zijner geboorte zie.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος περι του Σαλλουμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, του βασιλευοντος αντι Ιωσιου του πατρος αυτου, οστις εξηλθεν εκ του τοπου τουτου Δεν θελει επιστρεψει εκει πλεον,
Want zo zegt de HEERE van Sallum, den zoon van Josia, koning van Juda, die in de plaats van zijn vader Josia regeerde, die uit deze plaats is uitgegaan: Hij zal daar nimmermeer wederkomen.
αλλα θελει αποθανει εν τω τοπω οπου εφεραν αυτον αιχμαλωτον, και δεν θελει ιδει πλεον την γην ταυτην.
Maar in de plaats, waarhenen zij hem gevankelijk hebben weggevoerd, zal hij sterven, en dit land zal hij niet meer zien.
Ουαι εις τον οικοδομουντα τον οικον αυτου ουχι εν δικαιοσυνη και τα υπερωα αυτου ουχι εν ευθυτητι, τον μεταχειριζομενον την εργασιαν του πλησιον αυτου αμισθι και μη αποδιδοντα εις αυτον τον μισθον του κοπου αυτου,
Wee dien, die zijn huis bouwt met ongerechtigheid, en zijn opperzalen met onrecht; die zijns naasten dienst om niet gebruikt, en geeft hen zijn arbeidsloon niet!
τον λεγοντα, Θελω οικοδομησει εις εμαυτον οικον μεγαν και υπερωα ευρυχωρα, και ανοιγοντα εις εαυτον παραθυρα και στεγαζοντα με κεδρον και χρωματιζοντα με μιλτον.
Die daar zegt: Ik zal mij een zeer hoog huis bouwen, en doorluchtige opperzalen; en hij houwt zich vensteren uit, en het is bedekt met ceder, en aangestreken met menie.
Θελεις βασιλευει, διοτι εγκλειεις σεαυτον εις κεδρον; ο πατηρ σου δεν ετρωγε και επινε, και επειδη εκαμνε κρισιν και δικαιοσυνην, ευημερει;
Zoudt gij regeren, omdat gij u mengt met den ceder? Heeft niet uw vader gegeten en gedronken, en recht en gerechtigheid gedaan, en het ging hem toen wel?
Εκρινε την κρισιν του πτωχου και του πενητος και τοτε ευημερει δεν ητο τουτο να με γνωριζη; λεγει Κυριος.
Hij heeft de rechtzaak des ellendigen en nooddruftigen gericht, toen ging het hem wel; is dat niet Mij te kennen? spreekt de HEERE.
Αλλ οι οφθαλμοι σου και η καρδια σου δεν ειναι παρα εις την πλεονεξιαν σου και εις το να εκχεης αιμα αθωον και εις την δυναστειαν και εις την βιαν, δια να καμνης ταυτα.
Maar uw ogen en uw hart zijn niet dan op uw gierigheid, en op onschuldig bloed, om dat te vergieten, en op verdrukking en overlast, om die te doen.
Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι του Ιωακειμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα Δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι αδελφε μου Ουαι αδελφη δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι κυριε η, Ουαι δοξα
Daarom zegt de HEERE alzo van Jojakim, zoon van Josia, koning van Juda: Zij zullen hem niet beklagen: Och mijn broeder! of, och zuster! Zij zullen hem niet beklagen: Och, heer! of, och zijn majesteit!
Θελει ταφη ταφην ονου, συρομενος και ιπτομενος περαν των πυλων της Ιερουσαλημ.
Met een ezelsbegrafenis zal hij begraven worden; men zal hem slepen en daarhenen werpen, verre weg van de poorten van Jeruzalem.
Αναβηθι εις τον Λιβανον και βοησον και υψωσον την φωνην σου προς την Βασαν και βοησον απο Αβαριμ διοτι ηφανισθησαν παντες οι ερασται σου.
Klim op den Libanon en roep, en verhef uw stem op den Basan; roep ook van de veren; maar al uw liefhebbers zijn verbroken.
Ελαλησα προς σε εν τη ευημερια σου, αλλ ειπας, Δεν θελω ακουσει ουτος εσταθη ο τροπος σου εκ νεοτητος σου, οτι δεν υπηκουσας εις την φωνην μου.
Ik sprak u aan in uw groten voorspoed, maar gij zeidet: Ik zal niet horen. Dit is uw weg van uw jeugd af, dat gij Mijner stem niet hebt gehoorzaamd.
Ο ανεμος θελει καταβοσκησει παντας τους ποιμενας σου και οι ερασται σου θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν τοτε, ναι, θελεις αισχυνθη και εντραπη δια πασας τας ασεβειας σου.
De wind zal al uw herders weiden, en uw liefhebbers zullen in de gevangenis gaan; dan zult gij zekerlijk beschaamd en te schande worden, vanwege al uw boosheid.
Συ ητις κατοικεις εν τω Λιβανω, ητις καμνεις την φωλεαν σου εν ταις κεδροις, ποσον αξιοθρηνητος θελεις εισθαι, οταν ελθωσι λυπαι επι σε, ωδινες ως τικτουσης.
O gij, die nu op den Libanon woont, en in de cederen nestelt! hoe begenadigd zult gij zijn, als u de smarten zullen aankomen, het wee als ener barende vrouw!
Ζω εγω, λεγει Κυριος, και εαν ο Χονιας, ο υιος του Ιωακειμ, βασιλευς του Ιουδα, ηθελε γεινει σφραγις επι την δεξιαν μου χειρα, και εκειθεν ηθελον σε αποσπασει
Zo waarachtig als Ik leef, spreekt de HEERE, ofschoon Chonia, de zoon van Jojakim, den koning van Juda, een zegelring ware aan Mijn rechterhand, zo zal Ik u toch van daar wegrukken.
και θελω σε παραδωσει εις την χειρα των ζητουντων την ψυχην σου και εις την χειρα εκεινων, των οποιων το προσωπον φοβεισαι, ναι, εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ βασιλεως της Βαβυλωνος και εις την χειρα των Χαλδαιων.
En Ik zal u geven in de hand dergenen, die uw ziel zoeken, en in de hand dergenen, voor welker aangezicht gij schrikt, namelijk in de hand van Nebukadnezar, den koning van Babel, en in de hand der Chaldeeën.
Και θελω απορριψει σε και την μητερα σου, ητις σε εγεννησεν, εις γην ξενην οπου δεν εγεννηθητε, και εκει θελετε αποθανει.
En Ik zal u, en uw moeder, die u gebaard heeft, uitwerpen in een ander land, waarin gijlieden niet geboren zijt, en daar zult gij sterven.
Εις δε την γην, εις την οποιαν η ψυχη αυτων επιθυμει να επιστρεψωσιν, εκει δεν θελουσιν επιστρεψει.
En in het land, naar hetwelk hun ziel verlangt om daar weder te komen, daarhenen zullen zij niet wederkomen.
Ο ανθρωπος ουτος ο Χονιας κατεσταθη ειδωλον καταπεφρονημενον και συντετριμμενον; σκευος, εν ω δεν υπαρχει χαρις; δια τι απεβληθησαν, αυτος και το σπερμα αυτου, και ερριφθησαν εις τοπον, τον οποιον δεν γνωριζουσιν;
Is dan deze man Chonia een veracht, verstrooid, afgodisch beeld? Of is hij een vat, waaraan men geen lust heeft? Waarom zijn hij en zijn zaad uitgeworpen, ja, weggeworpen in een land, dat zij niet kennen?
Ω γη, γη, γη, ακουε τον λογον του Κυριου.
O land, land, land! hoor des HEEREN woord!
Ουτω λεγει Κυριος Γραψατε τον ανθρωπον τουτον ατεκνον, ανθρωπον οστις δεν θελει ευοδοθη εν ταις ημεραις αυτου διοτι δεν θελει ευοδοθη εκ του σπερματος αυτου ανθρωπος καθημενος επι τον θρονον του Δαβιδ και εξουσιαζων πλεον επι του Ιουδα.
Zo zegt de HEERE: Schrijft dezen zelfden man kinderloos, een man, die niet voorspoedig zal zijn in zijn dagen; want er zal niemand van zijn zaad voorspoedig zijn, zittende op den troon Davids, en heersende meer in Juda.