Ezekiel 3

Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, φαγε τουτο, το οποιον ευρισκεις φαγε τουτον τον τομον και υπαγε να λαλησης προς τον οικον Ισραηλ.
Daarna zeide Hij tot mij: Mensenkind, eet, wat gij vinden zult; eet deze rol, en ga, spreek tot het huis Israëls.
Και ηνοιξα το στομα μου και με εψωμισε τον τομον εκεινον.
Toen opende ik mijn mond, en Hij gaf mij die rol te eten.
Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, ας φαγη η κοιλια σου και ας εμπλησθωσι τα εντοσθια σου απο του τομου τουτου, τον οποιον εγω διδω εις σε. Και εφαγον και εγεινεν εν τω στοματι μου ως μελι υπο της γλυκυτητος.
En Hij zeide tot mij: Mensenkind, geef uw buik te eten, en vul uw ingewand met deze rol, die Ik u geef. Toen at ik, en het was in mijn mond als honig, vanwege de zoetigheid.
Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, υπαγε, εισελθε εις τον οικον του Ισραηλ και λαλησον τους λογους μου προς αυτους.
En Hij zeide tot mij: Mensenkind, ga henen, kom tot het huis Israëls, en spreek tot hen met Mijn woorden.
Διοτι δεν εξαποστελλεσαι προς λαον βαθυχειλον και βαρυγλωσσον αλλα προς τον οικον Ισραηλ
Want gij zijt niet gezonden tot een volk, diep van spraak en zwaar van tong, maar tot het huis Israëls;
ουχι προς λαους πολλους βαθυχειλους και βαρυγλωσσους, των οποιων τους λογους δεν εννοεις. Και προς τοιουτους εαν σε εξαπεστελλον, ουτοι ηθελον σου εισακουσει.
Niet tot vele volken, diep van spraak en zwaar van tong, welker woorden gij niet kunt verstaan; zouden zij niet, zo Ik u tot hen gezonden had, naar u gehoord hebben?
Ο οικος ομως Ισραηλ δεν θελει να σου ακουση διοτι δεν θελουσι να εισακουωσιν εμου επειδη πας ο οικος Ισραηλ ειναι σκληρομετωπος και σκληροκαρδιος.
Maar het huis Israëls wil naar u niet horen, omdat zij naar Mij niet willen horen; want het ganse huis Israëls is stijf van voorhoofd, en hard van hart zijn zij.
Ιδου, εκαμον το προσωπον σου δυνατον εναντιον των προσωπων αυτων και το μετωπον σου, δυνατον εναντιον των μετωπων αυτων.
Ziet, Ik heb uw aangezicht stijf gemaakt tegen hun aangezichten, en uw voorhoofd stijf tegen hun voorhoofd.
Ως αδαμαντα σκληροτερον χαλικος εκαμον το μετωπον σου μη φοβηθης αυτους και μη τρομαξης απο προσωπου αυτων, διοτι ειναι οικος αποστατης.
Uw voorhoofd heb Ik gemaakt als een diamant, harder dan een rots; vrees hen niet, en ontzet u niet voor hun aangezichten, omdat zij een wederspannig huis zijn.
Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, παντας τους λογους μου, τους οποιους θελω λαλησει προς σε, λαβε εν τη καρδια σου και ακουσον με τα ωτα σου.
Verder zeide Hij tot mij: Mensenkind, vat al Mijn woorden, die Ik tot u spreken zal, in uw hart, en hoor ze met uw oren.
Και υπαγε, εισελθε προς τους αιχμαλωτισθεντας, προς τους υιους του λαου σου, και λαλησον προς αυτους και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος, εαν τε ακουσωσιν, εαν τε απειθησωσι.
En ga henen, kom tot de weggevoerden, tot de kinderen uws volks, en spreek tot hen, en zeg tot hen: Zo zegt de Heere HEERE, hetzij dat zij horen zullen, of hetzij dat zij het laten zullen.
Και με εσηκωσε το πνευμα, και ηκουσα οπισθεν μου φωνην μεγαλης συγκινησεως λεγοντων, Ευλογημενη η δοξα του Κυριου εκ του τοπου αυτου.
Toen nam de Geest mij op, en ik hoorde achter mij een stem van grote ruising, zeggende: Geloofd zij de heerlijkheid des HEEREN uit Zijn plaats!
Και ηκουσα τον ηχον των πτερυγων των ζωων, αιτινες συνειχοντο η μια μετα της αλλης, και τον ηχον των τροχων απεναντι τουτων και φωνην μεγαλης συγκινησεως.
En ik hoorde het geluid van der dieren vleugelen, die de een den ander raakten, en het geluid der raderen tegenover hen; en het geluid ener grote ruising.
Και με υψωσε το πνευμα και με ελαβε και υπηγα εν πικρια και εν αγανακτησει του πνευματος μου πλην η χειρ του Κυριου ητο κραταια επ εμε.
Toen hief de Geest mij op, en nam mij weg, en ik ging henen, bitterlijk bedroefd door de hitte mijns geestes; maar de hand des HEEREN was sterk op mij.
Και ηλθον προς τους μετοικισθεντας εις Τελαβιβ, τους κατοικουντας παρα τον ποταμον Χεβαρ, και εκαθησα οπου εκεινοι εκαθηντο και παρεμεινα εκει μεταξυ αυτων επτα ημερας εκστατικος.
En ik kwam tot de weggevoerden te Tel-abib, die aan de rivier Chebar woonden, en ik bleef daar zij woonden; ja, ik bleef daar verbaasd in het midden van hen zeven dagen.
Και μετα τας επτα ημερας εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
Het gebeurde nu ten einde van zeven dagen, dat het woord des HEEREN tot mij geschiedde, zeggende:
Υιε ανθρωπου, σε κατεστησα φυλακα επι τον οικον Ισραηλ ακουσον λοιπον λογον εκ του στοματος μου και νουθετησον αυτους παρ εμου.
Mensenkind! Ik heb u tot een wachter gesteld over het huis Israëls; zo zult gij het woord uit Mijn mond horen, en hen van Mijnentwege waarschuwen.
Οταν λεγω προς τον ανομον, Εξαπαντος θελεις θανατωθη, και συ δεν νουθετησης αυτον και δεν λαλησης δια να αποτρεψης τον ανομον απο της οδου αυτου της ανομου, ωστε να σωσης την ζωην αυτου, εκεινος μεν ο ανομος θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου.
Als Ik tot den goddeloze zeg: Gij zult den dood sterven, en gij waarschuwt hem niet, en spreekt niet, om den goddeloze van zijn goddelozen weg te waarschuwen, opdat gij hem in het leven behoudt; die goddeloze zal in zijn ongerechtigheid sterven, maar zijn bloed zal Ik van uw hand eisen.
Αλλ εαν συ μεν νουθετησης τον ανομον, αυτος ομως δεν επιστρεφη απο της ανομιας αυτου και απο της οδου αυτου της ανομου, εκεινος μεν θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου, συ δε ηλευθερωσας την ψυχην σου.
Doch als gij den goddeloze waarschuwt, en hij zich van zijn goddeloosheid en van zijn goddelozen weg niet bekeert, hij zal in zijn ongerechtigheid sterven; maar gij hebt uw ziel bevrijd.
Παλιν, εαν ο δικαιος εκτραπη απο της δικαιοσυνης αυτου και πραξη ανομιαν, και εγω θεσω προσκομμα εμπροσθεν αυτου εκεινος θελει αποθανει επειδη δεν εδωκας εις αυτον νουθεσιαν θελει αποθανει εν τη αμαρτια αυτου, και η δικαιοσυνη αυτου, την οποιαν εκαμε, δεν θελει μνημονευθη πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου.
Als ook een rechtvaardige zich van zijn gerechtigheid afkeert, en onrecht doet, en Ik een aanstoot voor zijn aangezicht leg, hij zal sterven; omdat gij hem niet gewaarschuwd hebt, zal hij in zijn zonde sterven, en zijn gerechtigheden, die hij gedaan heeft, zullen niet gedacht worden; maar zijn bloed zal Ik van uw hand eisen.
Εαν ομως συ νουθετησης τον δικαιον δια να μη αμαρτηση και αυτος δεν αμαρτηση, ο δικαιος θελει βεβαιως ζησει, διοτι ενουθετηθη και συ ηλευθερωσας την ψυχην σου.
Doch als gij den rechtvaardige waarschuwt, opdat de rechtvaardige niet zondige, en hij niet zondigt; hij zal zekerlijk leven, omdat hij gewaarschuwd is; en gij hebt uw ziel bevrijd.
Και εσταθη εκει η χειρ του Κυριου επ εμε και ειπε προς εμε, Σηκωθητι, εξελθε εις την πεδιαδα και εκει θελω λαλησει προς σε.
En de hand des HEEREN was daar op mij, en Hij zeide tot mij: Maak u op, ga uit in de vallei, en Ik zal daar met u spreken.
Και εσηκωθην και εξηλθον εις την πεδιαδα και ιδου, η δοξα του Κυριου ιστατο εκει, ως η δοξα την οποιαν ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ και επεσον επι προσωπον μου.
En ik maakte mij op, en ging uit in de vallei, en ziet, de heerlijkheid des HEEREN stond aldaar, gelijk de heerlijkheid, die ik gezien had bij de rivier Chebar; en ik viel op mijn aangezicht.
Και εισηλθε το πνευμα εις εμε και με εστησεν επι τους ποδας μου και ελαλησε προς εμε και μοι ειπεν, Υπαγε, κλεισθητι εντος της οικιας σου.
Toen kwam de Geest in mij, en stelde mij op mijn voeten, en Hij sprak met mij, en Hij zeide tot mij: Ga, besluit u binnen in uw huis.
Διοτι, οσον περι σου, υιε ανθρωπου, ιδου, θελουσι βαλει επι σε δεσμα και θελουσι σε δεσει με αυτα και δεν θελεις εξελθει εις το μεσον αυτων.
Want u aangaande, mensenkind, ziet, zij zouden dikke touwen aan u leggen, en zij zouden u daarmede binden; daarom zult gij niet uitgaan in het midden van hen.
Και την γλωσσαν σου θελω κολλησει προς τον λαρυγγα σου και θελεις γεινει αλαλος και δεν θελεις εισθαι προς αυτους ανηρ ελεγχων, διοτι ειναι οικος αποστατης.
En Ik zal uw tong aan uw gehemelte doen kleven, dat gij stom worden zult, en zult hun niet zijn tot een bestraffenden man; want zij zijn een wederspannig huis.
Πλην οταν λαλησω προς σε, θελω ανοιξει το στομα σου και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ο ακουων ας ακουη και ο απειθων ας απειθη διοτι ειναι οικος αποστατης.
Maar als Ik met u spreken zal, zal Ik uw mond opendoen, en gij zult tot hen zeggen: Zo zegt de Heere HEERE, wie hoort, die hore, en wie het laat, die late het; want zij zijn een wederspannig huis.