Δεν θελω δε να αγνοητε, αδελφοι, οτι πολλακις εμελετησα να ελθω προς εσας, εμποδισθην ομως μεχρι τουδε, δια να απολαυσω καρπον τινα και μεταξυ σας, καθως και μεταξυ των λοιπων εθνων.
Og jeg vil ikke, Brødre! at I skulle være uvidende om, at jeg ofte har sat mig for at komme til eder (men hidindtil er jeg bleven forhindret), for at jeg måtte få nogen Frugt også iblandt eder, ligesom iblandt de øvrige Hedninger.
Επειδη τα αορατα αυτου βλεπονται φανερως απο κτισεως κοσμου νοουμενα δια των ποιηματων, η τε αιδιος αυτου δυναμις και η θειοτης, ωστε αυτοι ειναι αναπολογητοι.
Thi hans usynlige Væsen, både hans evige Kraft og Guddommelighed, skues fra Verdens Skabelse af, idet det forstås af hans Gerninger, så at de have ingen Undskyldning.
Διοτι γνωρισαντες τον Θεον, δεν εδοξασαν ως Θεον ουδε ευχαριστησαν, αλλ εματαιωθησαν εν τοις διαλογισμοις αυτων, και εσκοτισθη η ασυνετος αυτων καρδια
Thi skønt de kendte Gud, så ærede eller takkede de ham dog ikke som Gud, men bleve tåbelige i deres Tanker, og deres uforstandige Hjerte blev formørket.
Οιτινες μετηλλαξαν την αληθειαν του Θεου εις το ψευδος, και εσεβασθησαν και ελατρευσαν την κτισιν μαλλον παρα τον κτισαντα, οστις ειναι ευλογητος εις τους αιωνας αμην.
de, som ombyttede Guds Sandhed med Løgnen og dyrkede og tjente Skabningen fremfor Skaberen, som er højlovet i Evighed! Amen.
ομοιως δε και οι ανδρες, αφησαντες την φυσικην χρησιν της γυναικος, εξεκαυθησαν εις την επιθυμιαν αυτων προς αλληλους, πραττοντες την ασχημοσυνην αρσενες εις αρσενας και απολαμβανοντες εις εαυτους την πρεπουσαν αντιμισθιαν της πλανης αυτων.
og ligeså forlode også Mændene den naturlige Omgang med Kvinden og optændtes ideres Brynde efter hverandre, så at Mænd øvede Uterlighed med Mænd og fik deres Vildfarelses Løn, som det burde sig, på sig selv.
οιτινες ενω γνωριζουσι την δικαιοσυνην του Θεου, οτι οι πραττοντες τα τοιαυτα ειναι αξιοι θανατου, ουχι μονον πραττουσιν αυτα, αλλα και συνευδοκουσιν εις τους πραττοντας.
- hvilke jo, skønt de erkende Guds retfærdige Dom, at de, der øve sådanne Ting, fortjene Døden, dog ikke alene gøre det, men også give dem, som øve det, deres Bifald.