Psalms 92

Ψαλμος ωδης δια την ημεραν του Σαββατου. Αγαθον το να δοξολογη τις τον Κυριον και να ψαλμωδη εις το ονομα σου, Υψιστε
(En Salme. En Sang for Sabbatsdagen.) Det er godt at takke HERREN, lovsynge dit navn, du højeste,
να αναγγελλη το πρωι το ελεος σου και την αληθειαν σου πασαν νυκτα,
ved Gry forkynde din Nåde, om Natten din Trofasthed
με δεκαχορδον οργανον και με ψαλτηριον με ωδην και κιθαραν.
til tistrenget Lyre, til Harpe, til Strengeleg på Citer!
Διοτι με ευφρανας, Κυριε, εν τοις ποιημασι σου θελω αγαλλεσθαι εν τοις εργοις των χειρων σου.
Thi ved dit Værk har du glædet mig, HERRE, jeg jubler over dine Hænders Gerning.
Ποσον μεγαλα ειναι τα εργα σου, Κυριε βαθεις ειναι οι διαλογισμοι σου σφοδρα.
Hvor store er dine Gerninger, HERRE, dine Tanker såre dybe!
Ο ανθρωπος ο ανοητος δεν γνωριζει, και ο μωρος δεν εννοει τουτο
Tåben fatter det ikke, Dåren skønner ej sligt.
οτι οι ασεβεις βλαστανουσιν ως ο χορτος, και ανθουσι παντες οι εργαται της ανομιας, δια να αφανισθωσιν αιωνιως.
Spirer de gudløse end som Græsset, blomstrer end alle Udådsmænd, er det kun for at lægges øde for stedse,
Αλλα συ, Κυριε, εισαι υψιστος εις τον αιωνα.
men du er ophøjet for evigt, HERRE.
Διοτι, ιδου, οι εχθροι σου, Κυριε, διοτι, ιδου, οι εχθροι σου θελουσιν εξολοθρευθη θελουσι διασκορπισθη παντες οι εργαται της ανομιας.
Thi se, dine Fjender, HERRE, se, dine Fjender går under, alle Udådsmænd spredes!
Αλλα συ θελεις υψωσει ως του μονοκερωτος το κερας μου εγω θελω χρισθη με νεον ελαιον
Du har løftet mit Horn som Vildoksens, kvæget mig med den friskeste Olie;
και ο οφθαλμος μου θελει ιδει την εκδικησιν των εχθρων μου τα ωτα μου θελουσιν ακουσει περι των κακοποιων των επανισταμενων κατ εμου.
det fryder mit Øje at se mine Fjender, mit Øre at høre mine Avindsmænd.
Ο δικαιος ως φοινιξ θελει ανθει ως κεδρος του Λιβανου θελει αυξανει.
De retfærdige grønnes som Palmen, vokser som Libanons Ceder;
Πεφυτευμενοι εν τω οικω του Κυριου, θελουσιν ανθει εν ταις αυλαις του Θεου ημων
plantet i HERRENs Hus grønnes de i vor Guds Forgårde;
θελουσι καρποφορει και εν αυτω τω βαθει γηρατι, θελουσιν εισθαι ακμαζοντες και ανθηροι
selv grånende bærer de Frugt, er friske og fulde af Saft
δια να αναγγελλωσιν οτι δικαιος ειναι ο Κυριος, το φρουριον μου και δεν υπαρχει αδικια εν αυτω.
for at vidne, at HERREN er retvis, min Klippe, hos hvem ingen Uret findes.