Psalms 86

Προσευχη του Δαβιδ. Κλινον, Κυριε, το ωτιον σου επακουσον μου, διοτι πτωχος και πενης ειμαι εγω.
(En Bøn af David.) Bøj dit Øre, HERRE, og svar mig, thi jeg er arm og fattig!
Φυλαξον την ψυχην μου, διοτι ειμαι οσιος συ, Θεε μου, σωσον τον δουλον σου τον ελπιζοντα επι σε.
Vogt min Sjæl, thi jeg ærer dig; frels din Tjener, som stoler på dig!
Ελεησον με, Κυριε, διοτι προς σε κραζω ολην την ημεραν.
Vær mig nådig, Herre, du er min Gud; thi jeg råber til dig Dagen igennem.
Ευφρανον την ψυχην του δουλου σου, διοτι προς σε, Κυριε, υψονω την ψυχην μου.
Glæd din Tjeners Sjæl, thi til dig, o Herre, løfter jeg min Sjæl;
Διοτι συ, Κυριε, εισαι αγαθος και ευσπλαγχνος και πολυελεος εις παντας τους επικαλουμενους σε.
thi du, o Herre, er god og rund til at forlade, rig på Nåde mod alle, der påkalder dig.
Ακροασθητι, Κυριε, της προσευχης μου και προσεξον εις την φωνην των δεησεων μου.
Lyt til min Bøn, o HERRE, lån Øre til min tryglende Røst!
Εν ημερα θλιψεως μου θελω σε επικαλεισθαι, διοτι θελεις μου εισακουει.
På Nødens Dag påkalder jeg dig, thi du svarer mig.
Δεν ειναι ομοιος σου μεταξυ των θεων, Κυριε ουδε εργα ομοια των εργων σου.
Der er ingen som du blandt Guderne, Herre, og uden Lige er dine Gerninger.
Παντα τα εθνη, τα οποια εκαμες, θελουσιν ελθει και προσκυνησει ενωπιον σου, Κυριε, και θελουσι δοξασει το ονομα σου
Alle Folk, som du har skabt, skal komme, Herre, og tilbede dig, og de skal ære dit Navn.
διοτι μεγας εισαι και καμνεις θαυμασια συ εισαι Θεος μονος.
Thi du er stor og gør vidunderlige Ting, du alene er Gud.
Διδαξον με, Κυριε, την οδον σου, και θελω περιπατει εν τη αληθεια σου προσηλονε την καρδιαν μου εις τον φοβον του ονοματος σου.
Lær mig, HERRE, din Vej, at jeg kan vandre i din Sandhed; vend mit Hjerte til dette ene: at frygte dit Navn.
Θελω σε αινει, Κυριε ο Θεος μου, εν ολη τη καρδια μου και θελω δοξαζει το ονομα σου εις τον αιωνα
Jeg vil takke dig, Herre min Gud, af hele mit Hjerte, evindelig ære dit Navn;
διοτι μεγα επ εμε το ελεος σου και ηλευθερωσας την ψυχην μου εξ αδου κατωτατου.
thi stor er din Miskundhed mod mig, min Sjæl har du frelst fra Dødsrigets Dyb.
Θεε, οι υπερηφανοι εσηκωθησαν κατ εμου, και αι συναξεις των βιαστων εζητησαν την ψυχην μου και δεν σε εθεσαν ενωπιον αυτων.
Frække har rejst sig imod mig, Gud; Voldsmænd, i Flok vil tage mit Liv, og dig har de ikke for Øje.
Αλλα συ, Κυριε, εισαι Θεος οικτιρμων και ελεημων, μακροθυμος και πολυελεος και αληθινος.
Men, Herre, du er en barmhjertig og nådig Gud, langmodig og rig på Nåde og Sandhed.
Επιβλεψον επ εμε και ελεησον με δος την δυναμιν σου εις τον δουλον σου και σωσον τον υιον της δουλης σου.
Vend dig til mig og vær mig nådig, giv din Tjener din Styrke, frels din Tjenerindes Søn!
Καμε εις εμε σημειον εις αγαθον, δια να ιδωσιν οι μισουντες με και να αισχυνθωσι διοτι συ, Κυριε, με εβοηθησας και με παρηγορησας.
Und mig et Tegn på din Godhed; at mine Fjender med Skamme må se, at du, o HERRE, hjælper og trøster mig!