Psalms 66

Εις τον πρωτον μουσικον. Ωιδη ψαλμου. Αλαλαξατε εις τον Θεον, πασα η γη.
(Til sangmesteren. En salme. En sang.) Bryd ud i Jubel for Gud, al Jorden,
Ψαλατε την δοξαν του ονοματος αυτου καμετε ενδοξον τον υμνον αυτου.
lovsyng hans Navns Ære, syng ham en herlig Lovsang,
Ειπατε προς τον Θεον, Ποσον ειναι φοβερα τα εργα σου δια το μεγεθος της δυναμεως σου, υποκρινονται υποταγην εις σε οι εχθροι σου.
sig til Gud: "Hvor forfærdelige er dine Gerninger! For din vældige Styrkes Skyld logrer Fjenderne for dig,
Πασα η γη θελει σε προσκυνει και ψαλμωδει εις σε θελουσι ψαλμωδει το ονομα σου. Διαψαλμα.
al Jorden tilbeder dig, de lovsynger dig, lovsynger dit Navn." - Sela.
Ελθετε και ιδετε τα εργα του Θεου ειναι φοβερος εις τας πραξεις προς τους υιους των ανθρωπων.
Kom hid og se, hvad Gud har gjort i sit Virke en Rædsel for Menneskenes Børn.
Μετεβαλε την θαλασσαν εις ξηραν πεζοι διεβησαν δια του ποταμου εκει ευφρανθημεν εις αυτον.
Han forvandlede Hav til Land, de vandrede til Fods over Strømmen; lad os fryde os højlig i ham.
Δια της δυναμεως αυτου δεσποζει εις τον αιωνα οι οφθαλμοι αυτου επιβλεπουσιν επι τα εθνη οι αποσταται ας μη υψονωσιν εαυτους. Διαψαλμα.
Han hersker med Vælde for evigt, på Folkene vogter hans Øjne, ej kan genstridige gøre sig store. - Sela.
Ευλογειτε, λαοι, τον Θεον ημων, και καμετε να ακουσθη η φωνη της αινεσεως αυτου
I Folkeslag, lov vor Gud, lad lyde hans Lovsangs Toner,
οστις διαφυλαττει εν ζωη την ψυχην ημων και δεν αφινει να κλονιζωνται οι ποδες ημων.
han, som har holdt vor Sjæl i Live og ej lod vor Fod glide ud!
Διοτι συ ηρευνησας ημας, Θεε εδοκιμασας ημας, ως δοκιμαζεται το αργυριον.
Thi du ransaged os, o Gud, rensede os, som man renser Sølv;
Ενεβαλες ημας εις το δικτυον εθεσας βαρυ φορτιον επι τα νωτα ημων.
i Fængsel bragte du os, lagde Tynge på vore Lænder,
Επεβιβασας ανθρωπους επι τας κεφαλας ημων διηλθομεν δια πυρος και υδατος και εξηγαγες ημας εις αναψυχην.
lod Mennesker skride hen over vort Hoved, vi kom gennem Ild og Vand; men du førte os ud og bragte os Lindring!
Θελω εισελθει εις τον οικον σου με ολοκαυτωματα θελω σοι αποδωσει τας ευχας μου,
Med Brændofre vil jeg gå ind i dit Hus og indfri dig mine Løfter,
τας οποιας επροφεραν τα χειλη μου, και ελαλησε το στομα μου, εν τη θλιψει μου.
dem, mine Læber fremførte, min Mund udtalte i Nøden.
Παχεα ολοκαυτωματα κριων θελω σοι προσφερει μετα θυμιαματος θελω προσφερει βοας μετα τραγων. Διαψαλμα.
Jeg bringer dig Ofre af Fedekvæg sammen med Vædres Offerduft, jeg ofrer Okser tillige med Bukke. - Sela.
Ελθετε, ακουσατε, παντες οι φοβουμενοι τον Θεον και θελω διηγηθη οσα εκαμεν εις την ψυχην μου.
Kom og hør og lad mig fortælle jer alle, som frygter Gud, hvad han har gjort for min Sjæl!
Προς αυτον εβοησα δια του στοματος μου, και υψωθη δια της γλωσσης μου.
Jeg råbte til ham med min Mund og priste ham med min Tunge.
Εαν εθεωρουν αδικιαν εν τη καρδια μου, ο Κυριος δεν ηθελεν ακουσει
Havde jeg tænkt på ondt i mit Hjerte, da havde Herren ej hørt;
αλλ ο Θεος βεβαιως εισηκουσεν επροσεξεν εις την φωνην της προσευχης μου.
visselig, Gud har hørt, han lytted til min bedende Røst.
Ευλογητος ο Θεος, οστις δεν απεμακρυνε την προσευχην μου και το ελεος αυτου απ εμου.
Lovet være Gud, som ikke har afvist min Bøn eller taget sin Miskundhed fra mig!