Psalms 19

Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ. Οι ουρανοι διηγουνται την δοξαν του Θεου, και το στερεωμα αναγγελλει το εργον των χειρων αυτου.
(Til sangmesteren. En salme af David.) Himlen forkynder Guds Ære, Hvælvingen kundgør hans Hænders værk.
Η ημερα προς την ημεραν λαλει λογον, και η νυξ προς την νυκτα αναγγελλει γνωσιν.
Dag bærer Bud til Dag, Nat lader Nat det vide.
Δεν ειναι λαλια ουδε λογος, των οποιων η φωνη δεν ακουεται.
Uden Ord og uden Tale, uden at Lyden høres,
Εις πασαν την γην εξηλθεν ο φθογγος αυτων και εως των περατων της οικουμενης οι λογοι αυτων. Εν αυτοις εθεσε σκηνην δια τον ηλιον
når Himlens Røst over Jorden vide, dens Tale til Jorderigs Ende. På Himlen rejste han Solen et Telt;
και ουτος εξερχεται ως νυμφιος εκ του θαλαμου αυτου αγαλλεται ως ο ανδρειος εις το να τρεξη το σταδιον
som en Brudgom går den ud af sit Kammer, er glad som en Helt ved at løbe sin Bane,
απ ακρου του ουρανου ειναι η εξοδος αυτου και το καταντημα αυτου εως ακρου αυτου και δεν κρυπτεται ουδεν απο της θερμοτητος αυτου.
rinder op ved Himlens ene Rand, og dens Omløb når til den anden. Intet er skjult for dens Glød.
Ο νομος του Κυριου ειναι αμωμος, επιστρεφων ψυχην η μαρτυρια του Κυριου πιστη, σοφιζουσα τον απλουν
HERRENs Lov er fuldkommen, kvæger Sjælen, HERRENs Vidnesbyrd holder, gør enfoldig viis,
τα διαταγματα του Κυριου ευθεα, ευφραινοντα καρδιαν η εντολη του Κυριου λαμπρα, φωτιζουσα οφθαλμους
HERRENs Forskrifter er rette, glæder Hjertet, HERRENs Bud er purt, giver Øjet Glans,
ο φοβος του Κυριου καθαρος, διαμενων εις τον αιωνα αι κρισεις του Κυριου αληθιναι, δικαιαι εν ταυτω
HERRENs Frygt er ren, varer evigt, HERRENs Lovbud er Sandhed, rette til Hobe,
πλεον επιθυμηται παρα το χρυσιον, μαλιστα παρα πληθος καθαρου χρυσιου, και γλυκυτεραι υπερ το μελι και τους σταλαγμους της κηρηθρας.
kostelige fremfor Guld, ja fint Guld i Mængde, søde fremfor Honning og Kubens Saft.
Ο δουλος σου μαλιστα νουθετειται δι αυτων εις την τηρησιν αυτων η ανταμοιβη ειναι μεγαλη.
Din Tjener tager og Vare på dem; at holde dem lønner sig rigt.
Τις συναισθανεται τα εαυτου αμαρτηματα; καθαρισον με απο των κρυφιων αμαρτηματων.
Hvo mærker selv, at han fejler? Tilgiv mig lønlige Brøst!
Και ετι προφυλαξον τον δουλον σου απο υπερηφανιων ας μη με κυριευσωσι τοτε θελω εισθαι τελειος, και θελω καθαρισθη απο μεγαλης παρανομιας.
Værn også din Tjener mod frække, ej råde de over mig! Så bliver jeg uden Lyde og fri for svare Synder.
Ας ηναι ευαρεστα τα λογια του στοματος μου και η μελετη της καρδιας μου ενωπιον σου, Κυριε, φρουριον μου και λυτρωτα μου.
Lad min Munds Ord være dig til Behag, lad mit Hjertes Tanker nå frem for dit Åsyn, HERRE, min Klippe og min Genløser!