Psalms 141

Ψαλμος του Δαβιδ. Κυριε, προς σε εκραξα σπευσον προς εμε ακροασθητι της φωνης μου, οταν κραζω προς σε.
(En Salme af David.) HERRE, jeg råber til dig, il mig til hjælp, hør min Røst, når jeg råber til dig;
Ας κατευθυνθη ενωπιον σου η προσευχη μου ως θυμιαμα η υψωσις των χειρων μου ας γεινη ως θυσια εσπερινη.
som Røgoffer, gælde for dig min Bøn, mine løftede Hænder som Aftenoffer!
Βαλε, Κυριε, φυλακην εις το στομα μου φυλαττε την θυραν των χειλεων μου.
HERRE, sæt Vagt ved min Mund, vogt mine Læbers Dør!
Μη εκκλινης την καρδιαν μου εις πραγμα πονηρον, ωστε να εκτελω πραξεις ασεβεις μετα ανθρωπων εργαζομενων ανομιαν μηδε να φαγω απο των εκλεκτων αυτων φαγητων.
Bøj ikke mit Hjerte til ondt, til at gøre gudløs Gerning sammen med Udådsmænd; deres lækre Mad vil jeg ikke smage.
Ας με κτυπα ο δικαιος τουτο θελει εισθαι ελεος και ας με ελεγχη τουτο θελει εισθαι μυρον εξαιρετον δεν θελει βλαψει την κεφαλην μου διοτι μαλιστα και θελω προσευχεσθαι υπερ αυτων εν ταις συμφοραις αυτων.
Slår en retfærdig mig, så er det Kærlighed; revser han mig, er det Olie for Hovedet, ej skal mit Hoved vise det fra sig, end sætter jeg min Bøn imod deres Ondskab.
Οτε οι αρχηγοι αυτων περιηρχοντο εις τοπους πετρωδεις, ηκουσαν τα λογια μου, οτι ησαν γλυκεα.
Ned ad Klippens Skrænter skal Dommerne hos dem styrtes, og de skal høre, at mine Ord er liflige.
Τα οστα ημων διασκορπιζονται εν τω στοματι του ταφου, ως οταν τις κοπτη και σχιζη ξυλα επι την γην.
Som når man pløjer Jorden i Furer, spredes vore Ben ved Dødsrigets Gab.
Δια τουτο οι οφθαλμοι μου, Κυριε Θεε, ατενιζουσι προς σε επι σε ηλπισα μη καταστρεψης την ψυχην μου.
Dog, mine Øjne er rettet på dig, o HERRE, Herre, på dig forlader jeg mig, giv ikke mit Liv til Pris!
Φυλαξον με απο της παγιδος, την οποιαν εστησαν δι εμε, και απο των βροχων των εργαζομενων ανομιαν.
Vogt mig for Fælden, de stiller for mig, og Udådsmændenes Snarer;
Ας πεσωσιν ομου οι ασεβεις εις τα δικτυα αυτων, ενω εγω θελω περασει αβλαβης.
lad de gudløse falde i egne Gram, medens jeg går uskadt videre.