Ezekiel 20

Και εν τω εβδομω ετει, τω πεμπτω μηνι, τη δεκατη του μηνος, ηλθον τινες εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ δια να επερωτησωσι τον Κυριον, και εκαθησαν εμπροσθεν μου.
I det syvende år på den tiende dag i den femte måned kom nogle af Israels Ældste for at rådspørge HERREN, og de satte sig lige over for mig.
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
Så kom HERRENs Ord til mig således
Υιε ανθρωπου, λαλησον προς τους πρεσβυτερους του Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ηλθετε δια να με επερωτησητε; Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, δεν θελω επερωτηθη απο σας.
Menneskesøn, tal til Israels Ældste og sig: Så siger den Herre HERREN: Kommer I for at rådspørge mig? Så sandt jeg lever: Jeg lader mig ikke rådspørge af eder, lyder det fra den Herre HERREN.
Θελεις κρινει αυτους; υιε ανθρωπου, θελεις κρινει; δειξον εις αυτους τα βδελυγματα των πατερων αυτων
Vil du dømme dem, vil du dømme, Menneskesøn? Så forehold dem deres Fædres Vederstyggeligheder
και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Εν τη ημερα καθ ην εξελεξα τον Ισραηλ και υψωσα την χειρα μου προς το σπερμα του οικου Ιακωβ και εγνωρισθην εις αυτους εν Αιγυπτω και υψωσα την χειρα μου προς αυτους, λεγων, Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας,
og sig til dem: Så siger den Herre HERREN: Dengang jeg udvalgte Israel, løftede jeg min Hånd til Ed for Jakobs Huses Afkom og gav mig til Kende for dem i Ægypten; jeg løftede min Hånd for dem og svor: Jeg er HERREN eders Gud.
εν εκεινη τη ημερα υψωσα την χειρα μου προς αυτους οτι θελω εξαγαγει αυτους εκ γης Αιγυπτου εις γην την οποιαν προεβλεψα δι αυτους, γην εουσαν γαλα και μελι, ητις ειναι η δοξα πασων των γαιων.
Dengang løftede jeg min Hånd og tilsvor dem, at jeg vilde føre dem ud af Ægypten til Landet, jeg havde givet dem, et Land, der flyder med Mælk og Honning, det dejligste af alle Lande.
Και ειπα προς αυτους, Απορριψατε εκαστος τα βδελυγματα των οφθαλμων αυτου και μη μιαινεσθε με τα ειδωλα της Αιγυπτου εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.
Og jeg sagde til dem: Enhver skal bortkaste sine væmmelige Guder, som hans Øjne hænger ved; og I må ikke gøre eder urene ved Ægyptens Afgudsbilleder. Jeg, HERREN, er eders Gud!
Αυτοι ομως απεστατησαν απ εμου και δεν ηθελησαν να μου ακουσωσι δεν απερριψαν εκαστος τα βδελυγματα των οφθαλμων αυτων και δεν εγκατελιπον τα ειδωλα της Αιγυπτου. Τοτε ειπα να εκχεω τον θυμον μου επ αυτους, δια να συντελεσω την οργην μου εναντιον αυτων εν μεσω της γης Αιγυπτου.
Men de var genstridige imod mig og vilde ikke høre mig; de bortkastede ikke deres væmmelige Guder, som deres Øjne hang ved, og lod ikke Ægyptens Afgudsbilleder fare. Så tænkte jeg på at udøse min Vrede over dem og køle min Harme på dem midt i Ægypten.
Πλην ενεκεν του ονοματος μου, δια να μη βεβηλωθη ενωπιον των εθνων, μεταξυ των οποιων ησαν και εμπροσθεν των οποιων εγνωρισθην εις αυτους, εκαμον τουτο, να εξαγαγω αυτους εκ γης Αιγυπτου.
For mit Navns Skyld greb jeg dog ind, at det ikke skulde vanæres for de Folks Øjne, blandt hvilke de levede, og i hvis Påsyn jeg havde åbenbaret mig for dem, idet jeg førte dem ud af Ægypten.
Και εξηγαγον αυτους εκ γης Αιγυπτου και εφερα αυτους εις την ερημον
Så førte jeg dem ud af Ægypten og bragte dem ud i Ørkenen;
και εδωκα εις αυτους τα διαταγματα μου και εκαμον εις αυτους γνωστας τας κρισεις μου, τας οποιας καμνων ο ανθρωπος θελει ζησει δι αυτων.
og jeg gav dem mine Anordninger og kundgjorde dem mine Lovbud; det Menneske, som gør efter dem, skal leve ved dem.
Και τα σαββατα μου εδωκα ετι εις αυτους, δια να ηναι μεταξυ εμου και αυτων σημειον, ωστε να γνωριζωσιν οτι εγω ειμαι ο Κυριος ο αγιαζων αυτους.
Også mine Sabbater gav jeg dem, for at de skulde være et Tegn mellem mig og dem, at det skal kendes, at jeg, HERREN, er den, som helliger dem.
Αλλ ο οικος Ισραηλ απεστατησεν απ εμου εν τη ερημω εν τοις διαταγμασι μου δεν περιεπατησαν και τας κρισεις μου απερριψαν, τας οποιας καμνων ο ανθρωπος θελει ζησει δι αυτων και τα σαββατα μου εβεβηλωσαν σφοδρα τοτε ειπα να εκχεω τον θυμον μου επ αυτους εν τη ερημω, δια να εξολοθρευσω αυτους.
Men Israels Hus var genstridigt imod mig i Ørkenen; de vandrede ikke efter mine Anordninger, men lod hånt om mine Lovbud - det Menneske, som gør efter dem, skal leve ved dem og mine Sabbater vanhelligede de grovelig. Så tænkte jeg på at udøse min Vrede over dem i Ørkenen og tilintetgøre dem.
Πλην εκαμον τουτο ενεκεν του ονοματος μου, δια να μη βεβηλωθη ενωπιον των εθνων, εμπροσθεν των οποιων εξηγαγον αυτους.
For mit Navns Skyld greb jeg dog ind, at det ikke skulde vanæres for de Folks Øjne, i hvis Påsyn jeg havde ført dem ud.
Και εγω υψωσα οτι προς αυτους την χειρα μου εν τη ερημω, οτι δεν θελω φερει αυτους εις την γην, την οποιαν εδωκα εις αυτους, γην εουσαν γαλα και μελι, ητις ειναι δοξα πασων των γαιων
Og jeg løftede min Hånd for dem i Ørkenen og svor, at jeg ikke vilde føre dem ind i det Land, jeg havde givet dem, et Land, der flydler med Mælk og Honning, det dejligste af alle Lande,
διοτι τας κρισεις μου απερριψαν και εν τοις διαταγμασι μου δεν περιεπατησαν και τα σαββατα μου εβεβηλωσαν διοτι αι καρδιαι αυτων επορευοντο κατοπιν των ειδωλων αυτων.
fordi de lod hånt om mine Lovbud og ikke vandrede efter mine Anordninger, men vanhelligede mine Sabbater; thi deres Hjerte holdt sig til deres Afgudsbilleder.
Και εφεισθη ο οφθαλμος μου επ αυτους, ωστε να μη εξαλειψω αυτους, και δεν συνετελεσα αυτους εν τη ερημω.
Jeg havde Medlidenhed med dem, så jeg ikke tilintetgjorde dem; jeg gjorde ikke Ende på dem i Ørkenen.
Αλλ ειπα προς τα τεκνα αυτων εν τη ερημω, Μη περιπατειτε εν τοις διαταγμασι των πατερων σας και μη φυλαττετε τας κρισεις αυτων και μη μιαινεσθε με τα ειδωλα αυτων
Så sagde jeg til deres Sønner i Ørkenen: Følg ikke eders Fædres Anordninger, hold ikke deres Lovbud og gør eder ikke urene med deres Afgudsbilleder.
εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας εν τοις διαταγμασι μου περιπατειτε και τας κρισεις μου φυλαττετε και εκτελειτε αυτας
Jeg, HERREN, er eders Gud! Følg mine Anordninger og tag Vare på at holde mine Lovbud;
και αγιαζετε τα σαββατα μου, και ας ηναι μεταξυ εμου και υμων σημειον, ωστε να γνωριζητε οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.
hold mine Sabbater hellige, så de bliver et Tegn mellem mig og eder, at det må kendes, at jeg, HERREN, er eders Gud.
Τα τεκνα ομως απεστατησαν απ εμου εν τοις διαταγμασι μου δεν περιεπατησαν και τας κρισεις μου δεν εφυλαξαν, ωστε να εκτελωσιν αυτας, τας οποιας καμνων ο ανθρωπος θελει ζησει δι αυτων τα σαββατα μου εβεβηλωσαν τοτε ειπα να εκχεω τον θυμον μου επ αυτους, δια να συντελεσω την οργην μου εναντιον αυτων εν τη ερημω.
Men også Sønnerne var genstridige imod mig; de fulgte ikke mine Anordninger og tog ikke Vare på at holde mine Lovbud - det Menneske, som gør efter dem, skal leve ved dem - og vanhelligede mine Sabbater. Så tænkte jeg på at udøse min Harme over dem og køle min Vrede på dem i Ørkenen.
Και απεστρεψα την χειρα μου και εκαμον τουτο ενεκεν του ονοματος μου, δια να μη βεβηλωθη ενωπιον των εθνων, εμπροσθεν των οποιων εξηγαγον αυτους.
Dog holdt jeg min Hånd tilbage, og jeg greb ind for mit Navns Skyld, at det ikke skulde vanæres for de Folks Øjne, i hvis Påsyn jeg havde ført dem ud.
Υψωσα ετι εγω την χειρα μου προς αυτους εν τη ερημω, οτι ηθελον διασκορπισει αυτους μεταξυ των εθνων και διασπειρει αυτους εις τους τοπους
Jeg løftede min Hånd for dem i Ørkenen og svor, at jeg vilde sprede dem blandt Folkene og udstrø dem i Landene,
διοτι τας κρισεις μου δεν εξετελεσαν και τα διαταγματα μου απερριψαν και τα σαββατα μου εβεβηλωσαν, και οι οφθαλμοι αυτων ησαν κατοπιν των ειδωλων των πατερων αυτων.
fordi de ikke holdt mine Lovbud, men lod hånt om mine Anordninger og vanhelligede mine Sabbater, og deres Øjne hang ved deres Fædres Afgudsbilleder.
Δια τουτο και εγω εδωκα εις αυτους διαταγματα ουχι καλα και κρισεις, δια των οποιων δεν ηθελον ζησει
Derfor gav jeg dem Anordninger, som ikke er gode, og Lovbud ved hvilke de ikke vandt Liv;
και εμιανα αυτους εις τας προσφορας αυτων, εις το οτι διεβιβαζον δια του πυρος παν διανοιγον μητραν, δια να ερημωσω αυτους, ωστε να γνωρισωσιν οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
jeg gjorde dem urene ved deres Gaver, idet de lod alt hvad der åbner Moders Liv, gå igennem Ilden; thi jeg vilde have dem til at stivne af Rædsel, at de måtte kende, at jeg er HERREN.
Δια τουτο, υιε ανθρωπου, λαλησον προς τον οικον Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος κατα τουτο οτι οι πατερες σας υβρισαν εις εμε, καμνοντες παραβασιν εναντιον μου.
Derfor, Menneskesøn, tal til Israels Hus og sig til dem: Så siger den Herre HERREN: Eders Fædre hånede mig ydermere ved at være troløse imod mig.
Διοτι αφου εφερα αυτους εις την γην, περι της οποιας υψωσα την χειρα μου οτι θελω δωσει αυτην εις αυτους, τοτε ενεβλεψαν εις παντα λοφον υψηλον και εις παν δενδρον κατασκιον, και εκει προσεφεραν τας θυσιας αυτων και εστησαν εκει τας παροργιστικας προσφορας αυτων, και εθεσαν εκει οσμην ευωδιας αυτων και εκαμον εκει τας σπονδας αυτων.
Jeg bragte dem til det Land jeg med løftet Hånd havde svoret at give dem; men hver Gang de så en høj Bakke eller et løvrigt Træ ofrede de der deres Slagtofre og bragte deres krænkende Offergave; der beredte de deres liflige Duft og udgød deres Drikofre.
Και ειπα προς αυτους, Τι δηλοι ο υψηλος τοπος, εις τον οποιον σεις υπαγετε; και το ονομα αυτου εκληθη Βαμα, εως της σημερον.
Da sagde jeg til dem: "Hvad er det for en Offerhøj, I går hen til?" Og derfor bærer den endnu den Dag i Dag Navnet Offerhøj.
Δια τουτο ειπε προς τον οικον Ισραηλ, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ενω σεις μιαινεσθε εν τη οδω των πατερων σας και εκπορνευετε κατοπιν των βδελυγματων αυτων
Sig derfor til Israels Hus: Så siger den Herre HERREN: Gør I eder ikke urene på eders Fædres Vis og boler med deres væmmelige Guder?
και μιαινεσθε με παντα τα ειδωλα σας εως της σημερον, προσφεροντες τα δωρα σας, διαβιβαζοντες τους υιους σας δια του πυρος, και εγω θελω επερωτηθη απο σας, οικος Ισραηλ; Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, δεν θελω επερωτηθη απο σας.
Ja, når I bringer eders Gaver, når I lader eders Sønner gå igennem Ilden, gør I eder den Dag i Dag urene til Ære for alle eders Afgudsbilleder - og så skulde jeg lade mig rådspørge af eder, Israels Hus? Så sandt jeg lever, lyder det fra den Herre HERREN: Jeg lader mig ikke rådspørge af eder!
Και εκεινο το οποιον διαβουλευεσθε, ουδολως θελει γεινει διοτι σεις λεγετε, Θελομεν εισθαι ως τα εθνη, ως αι οικογενειαι των τοπων, εις το να λατρευωμεν ξυλα και λιθους.
Hvad der er kommet op i eders Sind, skal visselig ikke ske; I siger: "Vi vil være som Folkene, som Slægterne i andre Lande og dyrke Træ og Sten!"
Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, εξαπαντος εν χειρι κραταια και εν βραχιονι εξηπλωμενω και εν θυμω εκχεομενω θελω βασιλευσει εφ υμας.
Så sandt jeg lever, lyder det fra den Herre HERREN: Med stærk Hånd og udstrakt Arm og udøst Vrede vil jeg vise, at jeg er eders Konge.
Και θελω σας εξαγαγει εκ των λαων και θελω σας συναξει εκ των τοπων, εις τους οποιους εισθε διεσκορπισμενοι, εν χειρι κραταια και εν βραχιονι εξηπλωμενω και εν θυμω εκχεομενω.
Med stærk Hånd og udstrakt Arm og udøst Vrede vil jeg føre eder bort fra Folkeslagene og samle eder fra de Lande, hvor I er spredt,
Και θελω σας φερει εις την ερημον των λαων και εκει θελω κριθη με σας προσωπον προς προσωπον
og bringe eder til Folkeslagenes Ørken, og der vil jeg gå i Rette med eder Ansigt til Ansigt.
καθως εκριθην με τους πατερας σας εν τη ερημω της γης Αιγυπτου, ουτω θελω σας κρινει, λεγει Κυριος ο Θεος.
Som jeg gik i Rette med eders Fædre i Ægyptens Ørken, vil jeg gå i Rette med eder, lyder det fra den Herre HERREN.
Και θελω σας περασει υπο την αβδον και θελω σας φερει εις τους δεσμους της διαθηκης.
Jeg vil lade eder gå under Staven og føre eder fuldtalligt frem.
Και θελω εκκαθαρισει εκ μεσου υμων τους αποστατας και τους ασεβησαντας εις εμε θελω εκβαλει αυτους εκ της γης της παροικιας αυτων και δεν θελουσιν εισελθει εις γην Ισραηλ, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
Jeg vil fraskille dem, der var genstridige og faldt fra mig; jeg fører dem ud af deres Udlændigheds Land, men til Israels Land skal de ikke komme; og I skal kende, at jeg er HERREN.
Σεις δε, οικος Ισραηλ, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Υπαγετε, λατρευετε εκαστος τα ειδωλα αυτου, και του λοιπου, εαν δεν θελητε να μου ακουητε και μη βεβηλονετε πλεον το ονομα μου το αγιον με τα δωρα σας και με τα ειδωλα σας.
Men I, Israels Hus! Så siger den Herre HERREN: Gå hen og dyrk hver sit Afgudsbillede, men siden skal I visselig høre min Røst og ikke mere vanhellige mit hellige Navn med eders Offergaver og Afgudsbilleder.
Διοτι επι του ορους του αγιου μου, επι του υψηλου ορους του Ισραηλ, λεγει Κυριος ο Θεος, εκει πας ο οικος του Ισραηλ, παντες οι εν τη γη θελουσι με λατρευσει εκει θελω δεχθη αυτους και εκει θελω ζητησει τας προσφορας σας και τας απαρχας των δωρων σας με παντα τα αγια σας.
Thi på mit hellige Bjerg, på Israels høje Bjerg, lyder det fra den Herre HERREN, der skal hele Israels Hus i Landet tjene mig; der vil jeg vise dem mit Velbehag, og der vil jeg spørge efter eders Offerydelser og Førstegrødegaver, alt, hvad I vil hellige.
Θελω σας δεχθη με οσμην ευωδιας, οταν σας εξαγαγω εκ των λαων και σας συναξω εκ των τοπων εις τους οποιους διεσκορπισθητε και θελω αγιασθη εις εσας ενωπιον των εθνων.
Ved den liflige Duft vil jeg vise eder mit Velbehag, når jeg fører eder ud fra Folkeslagene og samler eder fra alle de Lande, hvor I er spredt, og jeg vil på eder vise mig som den Hellige for Folkenes Øjne.
Και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν σας φερω εις γην Ισραηλ, εις γην περι της οποιας υψωσα την χειρα μου οτι θελω δωσει αυτην εις τους πατερας σας.
Og I skal kende, at jeg er HERREN, når jeg fører eder til Israels Jord, det Land, jeg med løftet Hånd svor at give eders Fædre.
Και εκει θελετε ενθυμηθη τας οδους σας και παντα τα εργα σας, εις τα οποια εμιανθητε και θελετε αποστραφη αυτοι εαυτους εμπροσθεν των οφθαλμων σας, δια παντα τα κακα σας οσα επραξατε.
Der skal I ihukomme eders Veje og alle de Gerninger, I gjorde eder urene med, så I ledes ved eder selv for alt det onde, I øvede.
Και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν καμω ουτως εις εσας ενεκεν του ονοματος μου, ουχι κατα τας πονηρας οδους σας ουδε κατα τα διεφθαρμενα εργα σας, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος ο Θεος.
Og I skal kende, at jeg er HERREN, når jeg gør således med eder for mit Navns Skyld, ikke efter eders onde Veje og skændige Gerninger, Israels Hus, lyder det fra den Herre HERREN.
Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
HERRENs Ord kom til mig således:
Υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου προς μεσημβριαν και σταλαξον λογον προς μεσημβριαν και προφητευσον κατα του δασους της μεσημβρινης πεδιαδος
Menneskesøn, vend dit Ansigt mod Sønden og lad din Tale strømme sønderpå og profeter mod Sydlandets Skov!
και ειπε προς το δασος της μεσημβριας, Ακουσον τον λογον του Κυριου Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ιδου, εγω θελω αναψει πυρ εν σοι, και θελει καταφαγει εν σοι παν δενδρον χλωρον και παν δενδρον ξηρον η φλοξ η εξαφθεισα δεν θελει σβεσθη, και παν προσωπον απο μεσημβριας μεχρι βορρα θελει καυθη εν αυτω.
Sig til Sydlandets Skov: Hør HERRENs Ord! Så siger den Herre HERREN: Jeg sætter Ild på dig, og den skal fortære alle Træer i dig, både friske og tørre; den luende Ild skal ikke slukkes, og alle Ansigter skal svides fra Syd til Nord.
Και πασα σαρξ θελει ιδει, οτι εγω ο Κυριος εξεκαυσα αυτο δεν θελει σβεσθη.
Og alt Kød skal se, at jeg, HERREN, har tændt den; den skal ikke slukkes!
Και εγω ειπα, Φευ Κυριε Θεε αυτοι λεγουσι περι εμου, δεν λαλει ουτος παροιμιας;
Da sagde jeg: "Ak, Herre, HERRE, de siger om mig, at jeg altid taler i Lignelser!"