Ezekiel 10

Επειτα ειδον και ιδου, εν τω στερεωματι τω ανωθεν της κεφαλης των χερουβειμ εφαινετο υπερανω αυτων ως λιθος σαπφειρος, κατα την θεαν ομοιωματος θρονου.
Og jeg skuede og se, over hvælvingen over kerubernes hoveder var der noget som Safir; noget ligesom en Trone viste sig over dem.
Και ελαλησε προς τον ανδρα τον ενδεδυμενον τα λινα και ειπεν, Εισελθε μεταξυ των τροχων, υποκατω των χερουβειμ, και γεμισον την χειρα σου ανθρακας πυρος εκ μεσου των χερουβειμ και διασκορπισον αυτους επι την πολιν. Και εισηλθεν ενωπιον μου.
Så sagde han til Manden i det linnede Klædebon: "Gå ind mellem Hjulene under keruberne og tag Hænderne fulde af glødende Kul fra Rummet mellem Keruberne og strø det ud over Byen!" Og jeg så ham gå derhen.
Τα δε χερουβειμ ισταντο εν δεξιοις του οικου, οτε εισηρχετο ο ανηρ και η νεφελη εγεμισε την εσωτεραν αυλην.
Keruberne stod sønden for Templet, da Manden gik derhen, og Skyen fyldte den indre Forgård.
Και η δοξα του Κυριου υψωθη ανωθεν των χερουβειμ κατα το κατωφλιον του οικου και ενεπλησε τον οικον η νεφελη και η αυλη ενεπλησθη απο της λαμψεως της δοξης του Κυριου.
Og HERRENs Herlighed hævede sig fra Keruberne og flyttede sig hen til Templets Tærskel; da fyldtes Templet af Skyen, og Forgården fyldtes af HERRENs Herligheds Glalans.
Και ο ηχος των πτερυγων των χερουβειμ ηκουετο εως της εξωτερας αυλης, ως φωνη του Παντοδυναμου Θεου, οποταν λαλη.
Og Suset af Kerubernes Vinger hørtes helt ud i den ydre Forgård som Gud den Almægtiges Røst, når han taler.
Και οτε προσεταξε τον ανδρα τον ενδεδυμενον τα λινα, λεγων, Λαβε πυρ εκ μεσου των τροχων, εκ μεσου των χερουβειμ, τοτε εισηλθε και εσταθη πλησιον των τροχων.
Så bød han Manden i det linnede Klædebon: "Tag Ild fra Rummet mellem Hjulene, inde mellem keruberne!" Og Manden stillede sig hen ved Siden af det ene Hjul
Και εν χερουβ εξετεινε την χειρα αυτου εκ μεσου των χερουβειμ, προς το πυρ το εν τω μεσω των χερουβειμ, και ελαβεν εκ τουτου και εθεσεν εις τας χειρας του ενδεδυμενου τα λινα ο δε ελαβεν αυτο και εξηλθεν.
og rakte Hånden ind i Ilden, som brændte mellem Keruberne, og kom ud med noget deraf.
Εφαινετο δε ομοιωμα χειρος ανθρωπου εις τα χερουβειμ υπο τας πτερυγας αυτων.
Under Kerubernes Vinger sås noget, der lignede en Menneskehånd;
Και ειδον και ιδου, τεσσαρες τροχοι πλησιον των χερουβειμ, εις τροχος πλησιον ενος χερουβ και εις τροχος πλησιον αλλον χερουβ, και η θεα των τροχων ητο ως οψις βηρυλλου λιθου.
og jeg skuede, og se, der var fire Hjul ved Siden af Keruberne, eet ved hver Kerub, og Hjulene var som funklende Krysolit at se til.
Περι δε της θεας αυτων, και οι τεσσαρες ειχον το αυτο ομοιωμα, ως εαν ητο τροχος εν μεσω τροχου.
De så alle fire ens ud, og det var, som om der i hvert Hjul var et andet Hjul,
Ενω εβαδιζον, επορευοντο κατα τα τεσσαρα αυτων πλαγια δεν εστρεφοντο ενω εβαδιζον, αλλ εις οντινα τοπον ο πρωτος απευθυνετο, ηκολουθουν αυτον οι αλλοι δεν εστρεφοντο ενω εβαδιζον.
De kunde gå til alle fire Sider de vendte sig ikke, når de gik. Thi de gik i den Retning, den forreste vendte, og de vendte sig ikke, når de gik.
Ολον δε το σωμα αυτων και τα νωτα αυτων και αι χειρες αυτων και αι πτερυγες αυτων και οι τροχοι, οι τεσσαρες αυτων τροχοι, ησαν κυκλω πληρεις οφθαλμων.
Hele deres Legeme, Ryg, Hænder og Vinger og ligeledes Hjulene var fulde af Øjne rundt om; således var det med alle fire Hjul.
Περι δε των τροχων, ουτοι εκαλουντο, ακουοντος εμου, Γαλγαλ.
Og jeg hørte, at Hjulene kaldtes Galgal.
Και εκαστον ειχε τεσσαρα προσωπα το προσωπον του ενος προσωπον χερουβ, και το προσωπον του δευτερου προσωπον ανθρωπου, και του τριτου προσωπον λεοντος, και του τεταρτου προσωπον αετου.
Hver af dem havde fire Ansigter; det ene var et Kerubansigt, det andet et Menneskeansigt, det tredje et Løveansigt og det fjerde et Ørneansigt.
Και τα χερουβειμ υψωθησαν τουτο ειναι το ζωον, το οποιον ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ.
Og Keruberne hævede sig i Vejret. Det var det samme levende Væsen, jeg så ved Floden Kebar.
Και οτε τα χερουβειμ επορευοντο, επορευοντο οι τροχοι πλησιον αυτων και οτε τα χερουβειμ υψονον τας πτερυγας αυτων δια να ανυψωθωσιν απο της γης, και αυτοι οι τροχοι δεν εξεκλινον απο πλησιον αυτων.
Når Keruberne gik, gik også Hjulene ved Siden af, og når Keruberne løftede Vingerne for at hæve sig fra Jorden, vendte Hjulene sig ikke fra dem;
Οτε δε ισταντο, και εκεινοι ισταντο και οτε ανυψουντο, και εκεινοι ανυψουντο μετ αυτων διοτι το πνευμα των ζωων ητο εν αυτοις.
når de standsede, standsede også de; og når de hævede sig, hævede de sig med, thi Væsenets Ånd var i dem.
Και η δοξα του Κυριου εξηλθεν απο του κατωφλιου του οικου και εσταθη επι των χερουβειμ.
Så forlod HERRENs Herlighed Templets Tærskel og stillede sig over Keruberne.
Και τα χερουβειμ υψωσαν τας πτερυγας αυτων και ανυψωθησαν απο της γης ενωπιον μου οτε εξηλθον, ησαν και οι τροχοι πλησιον αυτων και εσταθησαν εν τη θυρα της ανατολικης πυλης του οικου του Κυριου και η δοξα του Θεου του Ισραηλ ητο επ αυτων υπερανωθεν.
Og jeg så, hvorledes Keruberne løftede Vingerne og hævede sig fra Jorden, da de gik, og Hjulene med dem; og de standsede ved Indgangen til HERRENs Huses Østport, og Israels Guds Herlighed var oven over dem.
Τουτο ειναι το ζωον, το οποιον ειδον υποκατω του Θεου του Ισραηλ παρα τον ποταμον Χεβαρ και εγνωρισα οτι ησαν χερουβειμ.
Det var det samme levende Væsen, jeg så under Israels Gud ved Floden Kebar; og jeg skønnede, at det var Keruber.
Εκαστον ειχεν ανα τεσσαρα προσωπα και εκαστον τεσσαρας πτερυγας και ομοιωμα χειρων ανθρωπου υπο τας πτερυγας αυτων.
Hver af dem havde fire Ansigter og fire Vinger og noget ligesom Menneskehænder under Vingerne.
Τα δε προσωπα αυτων ησαν κατα το ομοιωμα, τα αυτα προσωπα, τα οποια ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ, η θεα αυτων και αυτα επορευοντο δε εκαστον κατεναντι του προσωπου αυτου.
Og deres Ansigter var ligesom de Ansigter, jeg så ved Floden Kebar. De gik alle lige ud.