II Kings 23

Και απεστειλεν ο βασιλευς, και συνηγαγον προς αυτον παντας τους πρεσβυτερους του Ιουδα και της Ιερουσαλημ.
وَأَرْسَلَ الْمَلِكُ، فَجَمَعُوا إِلَيْهِ كُلَّ شُيُوخِ يَهُوذَا وَأُورُشَلِيمَ.
Και ανεβη ο βασιλευς εις τον οικον του Κυριου, και παντες οι ανδρες Ιουδα και παντες οι κατοικοι της Ιερουσαλημ μετ αυτου, και οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος, απο μικρου εως μεγαλου και ανεγνωσεν εις επηκοον αυτων παντας τους λογους του βιβλιου της διαθηκης, το οποιον ευρεθη εν τω οικω του Κυριου.
وَصَعِدَ الْمَلِكُ إِلَى بَيْتِ الرَّبِّ وَجَمِيعُ رِجَالِ يَهُوذَا وَكُلُّ سُكَّانِ أُورُشَلِيمَ مَعَهُ، وَالْكَهَنَةُ وَالأَنْبِيَاءُ وَكُلُّ الشَّعْبِ مِنَ الصَّغِيرِ إِلَى الْكَبِيرِ، وَقَرَأَ فِي آذَانِهِمْ كُلَّ كَلاَمِ سِفْرِ الشَّرِيعَةِ الَّذِي وُجِدَ فِي بَيْتِ الرَّبِّ.
Και σταθεις ο βασιλευς πλησιον του στυλου, εκαμε την διαθηκην ενωπιον του Κυριου, να περιπατη κατοπιν του Κυριου και να φυλαττη τας εντολας αυτου και τα μαρτυρια αυτου και τα διαταγματα αυτου εξ ολης καρδιας και εξ ολης ψυχης, ωστε να εκτελωσι τους λογους της διαθηκης ταυτης, τους γεγραμμενους εν τω βιβλιω τουτω. Και πας ο λαος εσταθη εις την διαθηκην.
وَوَقَفَ الْمَلِكُ عَلَى الْمِنْبَرِ وَقَطَعَ عَهْدًا أَمَامَ الرَّبِّ لِلذَّهَابِ وَرَاءَ الرَّبِّ، وَلِحِفْظِ وَصَايَاهُ وَشَهَادَاتِهِ وَفَرَائِضِهِ بِكُلِّ الْقَلْبِ وَكُلِّ النَّفْسِ، لإِقَامَةِ كَلاَمِ هذَا الْعَهْدِ الْمَكْتُوبِ فِي هذَا السِّفْرِ. وَوَقَفَ جَمِيعُ الشَّعْبِ عِنْدَ الْعَهْدِ.
Και προσεταξεν ο βασιλευς Χελκιαν τον ιερεα τον μεγαν και τους ιερεις της δευτερας ταξεως και τους φυλακας της πυλης, να εκβαλωσιν εκ του ναου του Κυριου παντα τα σκευη, τα κατεσκευασμενα δια τον Βααλ και δια το αλσος και δια πασαν την στρατιαν του ουρανου και κατεκαυσεν αυτα εξω της Ιερουσαλημ εν τοις αγροις Κεδρων, και μετεκομισαν την στακτην αυτων εις Βαιθηλ.
وَأَمَرَ الْمَلِكُ حِلْقِيَّا الْكَاهِنَ الْعَظِيمَ، وَكَهَنَةَ الْفِرْقَةِ الثَّانِيَةِ، وَحُرَّاسَ الْبَابِ أَنْ يُخْرِجُوا مِنْ هَيْكَلِ الرَّبِّ جَمِيعَ الآنِيَةِ الْمَصْنُوعَةِ لِلْبَعْلِ وَلِلسَّارِيَةِ وَلِكُلِّ أَجْنَادِ السَّمَاءِ، وَأَحْرَقَهَا خَارِجَ أُورُشَلِيمَ فِي حُقُولِ قَدْرُونَ، وَحَمَلَ رَمَادَهَا إِلَى بَيْتِ إِيلَ.
Και κατηργησε τους ειδωλολατρας ιερεις, τους οποιους οι βασιλεις του Ιουδα διωρισαν να θυμιαζωσιν εν τοις υψηλοις τοποις, εν ταις πολεσι του Ιουδα και εν τοις περιξ της Ιερουσαλημ και τους θυμιαζοντας εις τον Βααλ, εις τον ηλιον και εις την σεληνην και εις τα ζωδια και εις πασαν την στρατιαν του ουρανου.
وَلاَشَى كَهَنَةَ الأَصْنَامِ الَّذِينَ جَعَلَهُمْ مُلُوكُ يَهُوذَا لِيُوقِدُوا عَلَى الْمُرْتَفَعَاتِ فِي مُدُنِ يَهُوذَا وَمَا يُحِيطُ بِأُورُشَلِيمَ، وَالَّذِينَ يُوقِدُونَ: لِلْبَعْلِ، لِلشَّمْسِ، وَالْقَمَرِ، وَالْمَنَازِلِ، وَلِكُلِّ أَجْنَادِ السَّمَاءِ.
Και εξεβαλε το αλσος εκ του οικου του Κυριου, εξω της Ιερουσαλημ, εις τον χειμαρρον Κεδρων, και κατεκαυσεν αυτο εν τω χειμαρρω Κεδρων και κατελεπτυνεν αυτο εις σκονην, και ερριψε την σκονην αυτου επι των μνηματων των υιων του οχλου.
وَأَخْرَجَ السَّارِيَةَ مِنْ بَيْتِ الرَّبِّ خَارِجَ أُورُشَلِيمَ إِلَى وَادِي قَدْرُونَ وَأَحْرَقَهَا فِي وَادِي قَدْرُونَ، وَدَقَّهَا إِلَى أَنْ صَارَتْ غُبَارًا، وَذَرَّى الْغُبَارَ عَلَى قُبُورِ عَامَّةِ الشَّعْبِ.
Και κατεκρημνισε τους οικους των σοδομιτων, τους εν τω οικω του Κυριου, οπου αι γυναικες υφαινον παραπετασματα δια το αλσος.
وَهَدَمَ بُيُوتَ الْمَأْبُونِينَ الَّتِي عِنْدَ بَيْتِ الرَّبِّ حَيْثُ كَانَتِ النِّسَاءُ يَنْسِجْنَ بُيُوتًا لِلسَّارِيَةِ.
Και εφερε παντας τους ιερεις εκ των πολεων του Ιουδα, και εβεβηλωσε τους υψηλους τοπους, εις τους οποιους οι ιερεις εθυμιαζον, απο Γεβα εως Βηρ−σαβεε, και κατεκρημνισε τους υψηλους τοπους των πυλων, των εν τη εισοδω της πυλης Ιησου του αρχοντος της πολεως, τη εξ αριστερων της πυλης της πολεως.
وَجَاءَ بِجَمِيعِ الْكَهَنَةِ مِنْ مُدُنِ يَهُوذَا، وَنَجَّسَ الْمُرْتَفَعَاتِ حَيْثُ كَانَ الْكَهَنَةُ يُوقِدُونَ، مِنْ جَبْعَ إِلَى بِئْرِ سَبْعٍ، وَهَدَمَ مُرْتَفَعَاتِ الأَبْوَابِ الَّتِي عِنْدَ مَدْخَلِ بَابِ يَشُوعَ رَئِيسِ الْمَدِينَةِ الَّتِي عَنِ الْيَسَارِ فِي بَابِ الْمَدِينَةِ.
Πλην οι ιερεις των υψηλων τοπων δεν ανεβησαν προς το θυσιαστηριον του Κυριου εν Ιερουσαλημ, αλλ ετρωγον αζυμα μεταξυ των αδελφων αυτων.
إِلاَّ أَنَّ كَهَنَةَ الْمُرْتَفَعَاتِ لَمْ يَصْعَدُوا إِلَى مَذْبَحِ الرَّبِّ فِي أُورُشَلِيمَ بَلْ أَكَلُوا فَطِيرًا بَيْنَ إِخْوَتِهِمْ.
Και εβεβηλωσε τον Τοφεθ, τον εν τη φαραγγι των υιων του Εννομ ωστε να μη δυναται μηδεις να διαβιβαση τον υιον αυτου η την θυγατερα αυτου δια του πυρος εις τον Μολοχ.
وَنَجَّسَ تُوفَةَ الَّتِي فِي وَادِي بَنِي هِنُّومَ لِكَيْ لاَ يُعَبِّرَ أَحَدٌ ابْنَهُ أَوِ ابْنَتَهُ فِي النَّارِ لِمُولَكَ.
Και αφηρεσε τους ιππους, τους οποιους οι βασιλεις του Ιουδα εστησαν εις τον ηλιον, κατα την εισοδον του οικου του Κυριου, πλησιον του οικηματος του Ναθαν−μελεχ του ευνουχου, το οποιον ητο εν Φαρουρειμ, και κατεκαυσεν εν πυρι τας αμαξας του ηλιου.
وَأَبَادَ الْخَيْلَ الَّتِي أَعْطَاهَا مُلُوكُ يَهُوذَا لِلشَّمْسِ عِنْدَ مَدْخَلِ بَيْتِ الرَّبِّ عِنْدَ مُخْدَعِ نَثْنَمْلَكَ الْخَصِيِّ الَّذِي فِي الأَرْوِقَةِ، وَمَرْكَبَاتُ الشَّمْسِ أَحْرَقَهَا بِالنَّارِ.
Και τα θυσιαστηρια τα επι του δωματος του υπερωου του Αχαζ, τα οποια εκαμον οι βασιλεις του Ιουδα, και τα θυσιαστηρια, τα οποια εκαμεν ο Μανασσης εν ταις δυο αυλαις του οικου του Κυριου, κατεστρεψεν αυτα ο βασιλευς και κατεκρημνισεν εκειθεν και ερριψε την σκονην αυτων εις τον χειμαρρον Κεδρων.
وَالْمَذَابحُ الَّتِي عَلَى سَطْحِ عُلِّيَّةِ آحَازَ الَّتِي عَمِلَهَا مُلُوكُ يَهُوذَا، وَالْمَذَابحُ الَّتِي عَمِلَهَا مَنَسَّى فِي دَارَيْ بَيْتِ الرَّبِّ، هَدَمَهَا الْمَلِكُ، وَرَكَضَ مِنْ هُنَاكَ وَذَرَّى غُبَارَهَا فِي وَادِي قَدْرُونَ.
Και τους υψηλους τοπους τους κατα προσωπον της Ιερουσαλημ, τους εν δεξια του ορους της διαφθορας, τους οποιους ωκοδομησε Σολομων ο βασιλευς του Ισραηλ δια την Ασταρτην το βδελυγμα των Σιδωνιων, και δια τον Χεμως το βδελυγμα των Μωαβιτων, και δια τον Μελχωμ το βδελυγμα των υιων Αμμων, εβεβηλωσεν ο βασιλευς.
وَالْمُرْتَفَعَاتُ الَّتِي قُبَالَةَ أُورُشَلِيمَ، الَّتِي عَنْ يَمِينِ جَبَلِ الْهَلاَكِ، الَّتِي بَنَاهَا سُلَيْمَانُ مَلِكُ إِسْرَائِيلَ لِعَشْتُورَثَ رَجَاسَةِ الصِّيدُونِيِّينَ، وَلِكَمُوشَ رَجَاسَةِ الْمُوآبِيِّينَ، وَلِمَلْكُومَ كَرَاهَةِ بَنِي عَمُّونَ، نَجَّسَهَا الْمَلِكُ.
Και συνετριψε τα αγαλματα και κατεκοψε τα αλση και εγεμισε τους τοπους αυτων απο οστα ανθρωπων.
وَكَسَّرَ التَّمَاثِيلَ وَقَطَّعَ السَّوَارِيَ وَمَلأَ مَكَانَهَا مِنْ عِظَامِ النَّاسِ.
Και το θυσιαστηριον το εν Βαιθηλ και τον υψηλον τοπον, τον οποιον εκαμεν Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση, και εκεινο το θυσιαστηριον και τον υψηλον τοπον κατεχαλασε και κατεκαυσε τον υψηλον τοπον και ελεπτυνεν αυτα εις σκονην και το αλσος κατεκαυσεν.
وَكَذلِكَ الْمَذْبَحُ الَّذِي فِي بَيْتِ إِيلَ فِي الْمُرْتَفَعَةِ الَّتِي عَمِلَهَا يَرُبْعَامُ بْنُ نَبَاطَ الَّذِي جَعَلَ إِسْرَائِيلَ يُخْطِئُ، فَذَانِكَ الْمَذْبَحُ وَالْمُرْتَفَعَةُ هَدَمَهُمَا وَأَحْرَقَ الْمُرْتَفَعَةَ وَسَحَقَهَا حَتَّى صَارَتْ غُبَارًا، وَأَحْرَقَ السَّارِيَةَ.
Οτε δε ο Ιωσιας εστραφη και ειδε τους ταφους τους εκει εν τω ορει, εστειλε και ελαβε τα οστα εκ των ταφων και κατεκαυσεν αυτα επι του θυσιαστηριου, και εβεβηλωσεν αυτο κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον εκηρυξεν ο ανθρωπος του Θεου, ο λαλησας τους λογους τουτους.
وَالْتَفَتَ يُوشِيَّا فَرَأَى الْقُبُورَ الَّتِي هُنَاكَ فِي الْجَبَلِ، فَأَرْسَلَ وَأَخَذَ الْعِظَامَ مِنَ الْقُبُورِ وَأَحْرَقَهَا عَلَى الْمَذْبَحِ، وَنَجَّسَهُ حَسَبَ كَلاَمِ الرَّبِّ الَّذِي نَادَى بِهِ رَجُلُ اللهِ الَّذِي نَادَى بِهذَا الْكَلاَمِ.
Τοτε ειπε, Τι μνημειον ειναι εκεινο το οποιον εγω βλεπω; Και οι ανδρες της πολεως ειπον προς αυτον, Ο ταφος του ανθρωπου του Θεου, οστις ηλθεν εξ Ιουδα και εκηρυξε τα πραγματα ταυτα, τα οποια συ εκαμες κατα του θυσιαστηριου της Βαιθηλ.
وَقَالَ: «مَا هذِهِ الصُّوَّةُ الَّتِي أَرَى؟» فَقَالَ لَهُ رِجَالُ الْمَدِينَةِ: «هِيَ قَبْرُ رَجُلِ اللهِ الَّذِي جَاءَ مِنْ يَهُوذَا وَنَادَى بِهذِهِ الأُمُورِ الَّتِي عَمِلْتَ عَلَى مَذْبَحِ بَيْتِ إِيلَ».
Και ειπεν, Αφησατε αυτον ας μη κινηση μηδεις τα οστα αυτου. Και διεσωσαν τα οστα αυτου, μετα των οστεων του προφητου του ελθοντος εκ Σαμαρειας.
فَقَالَ: «دَعُوهُ. لاَ يُحَرِّكَنَّ أَحَدٌ عِظَامَهُ». فَتَرَكُوا عِظَامَهُ وَعِظَامَ النَّبِيِّ الَّذِي جَاءَ مِنَ السَّامِرَةِ.
Και παντας ετι τους οικους των υψηλων τοπων τους εν ταις πολεσι της Σαμαρειας, τους οποιους εκαμον οι βασιλεις του Ισραηλ δια να παροργισωσι τον Κυριον, ο Ιωσιας αφηρεσε, και εκαμεν εις αυτους κατα παντα τα εργα οσα εκαμεν εις Βαιθηλ.
وَكَذَا جَمِيعُ بُيُوتِ الْمُرْتَفَعَاتِ الَّتِي فِي مُدُنِ السَّامِرَةِ الَّتِي عَمِلَهَا مُلُوكُ إِسْرَائِيلَ لِلإِغَاظَةِ، أَزَالَهَا يُوشِيَّا، وَعَمِلَ بِهَا حَسَبَ جَمِيعِ الأَعْمَالِ الَّتِي عَمِلَهَا فِي بَيْتِ إِيلَ.
Και εθυσιασεν επι των θυσιαστηριων παντας τους ιερεις των υψηλων τοπων τους εκει, και κατεκαυσεν επ αυτων τα οστα των ανθρωπων και επεστρεψεν εις Ιερουσαλημ.
وَذَبَحَ جَمِيعَ كَهَنَةِ الْمُرْتَفَعَاتِ الَّتِي هُنَاكَ عَلَى الْمَذَابحِ، وَأَحْرَقَ عِظَامَ النَّاسِ عَلَيْهَا، ثُمَّ رَجَعَ إِلَى أُورُشَلِيمَ.
Τοτε προσεταξεν ο βασιλευς εις παντα τον λαον, λεγων, Καμετε το πασχα εις Κυριον τον Θεον σας, κατα το γεγραμμενον εν τω βιβλιω τουτω της διαθηκης.
وَأَمَرَ الْمَلِكُ جَمِيعَ الشَّعْبِ قَائِلاً: «اعْمَلُوا فِصْحًا لِلرَّبِّ إِلهِكُمْ كَمَا هُوَ مَكْتُوبٌ فِي سِفْرِ الْعَهْدِ هذَا».
Βεβαιως δεν εγεινε τοιουτον πασχα απο των ημερων των κριτων οιτινες εκρινον τον Ισραηλ, ουδε εν πασαις ταις ημεραις των βασιλεων του Ισραηλ και των βασιλεων του Ιουδα,
إِنَّهُ لَمْ يُعْمَلْ مِثْلُ هذَا الْفِصْحِ مُنْذُ أَيَّامِ الْقُضَاةِ الَّذِينَ حَكَمُوا عَلَى إِسْرَائِيلَ، وَلاَ فِي كُلِّ أَيَّامِ مُلُوكِ إِسْرَائِيلَ وَمُلُوكِ يَهُوذَا.
οποιον εγεινε προς τον Κυριον εν Ιερουσαλημ το πασχα τουτο, κατα το δεκατον ογδοον ετος του βασιλεως Ιωσιου.
وَلكِنْ فِي السَّنَةِ الثَّامِنَةَ عَشَرَةَ لِلْمَلِكِ يُوشِيَّا، عُمِلَ هذَا الْفِصْحُ لِلرَّبِّ فِي أُورُشَلِيمَ.
Αφηρεσεν ετι ο Ιωσιας και τους ανταποκριτας των δαιμονιων και τους μαντεις και τα ξοανα και τα ειδωλα και παντα τα βδελυγματα τα οποια εφαινοντο εν τη γη του Ιουδα και εν Ιερουσαλημ, δια να εκτελεση τους λογους του νομου τους γεγραμμενους εν τω βιβλιω, το οποιον ευρηκε Χελκιας ο ιερευς εν τω οικω του Κυριου.
وَكَذلِكَ السَّحَرَةُ وَالْعَرَّافُونَ وَالتَّرَافِيمُ وَالأَصْنَامُ وَجَمِيعُ الرَّجَاسَاتِ الَّتِي رُئِيَتْ فِي أَرْضِ يَهُوذَا وَفِي أُورُشَلِيمَ، أَبَادَهَا يُوشِيَّا لِيُقِيمَ كَلاَمَ الشَّرِيعَةِ الْمَكْتُوبَ فِي السِّفْرِ الَّذِي وَجَدَهُ حِلْقِيَّا الْكَاهِنُ فِي بَيْتِ الرَّبِّ.
Και ομοιος αυτου δεν υπηρξε προ αυτου βασιλευς, οστις επεστρεψεν εις τον Κυριον εξ ολης αυτου της καρδιας και εξ ολης αυτου της ψυχης και εξ ολης αυτου της δυναμεως, κατα παντα τον νομον του Μωυσεως ουδε ηγερθη μετ αυτον ομοιος αυτου.
وَلَمْ يَكُنْ قَبْلَهُ مَلِكٌ مِثْلُهُ قَدْ رَجَعَ إِلَى الرَّبِّ بِكُلِّ قَلْبِهِ وَكُلِّ نَفْسِهِ وَكُلِّ قُوَّتِهِ حَسَبَ كُلِّ شَرِيعَةِ مُوسَى، وَبَعْدَهُ لَمْ يَقُمْ مِثْلُهُ.
Πλην ο Κυριος δεν εστραφη απο του θυμου της οργης αυτου της μεγαλης, καθ ον εξηφθη η οργη αυτου κατα του Ιουδα, εξ αιτιας παντων των παροργισμων, δια των οποιων παρωργισεν αυτον ο Μανασσης.
وَلكِنَّ الرَّبَّ لَمْ يَرْجعْ عَنْ حُمُوِّ غَضَبِهِ الْعَظِيمِ، لأَنَّ غَضَبَهُ حَمِيَ عَلَى يَهُوذَا مِنْ أَجْلِ جَمِيعِ الإِغَاظَاتِ الَّتِي أَغَاظَهُ إِيَّاهَا مَنَسَّى.
Και ειπε Κυριος, Και τον Ιουδαν θελω εκβαλει απ εμπροσθεν μου, καθως εξεβαλον τον Ισραηλ, και θελω απορριψει την πολιν ταυτην, την Ιερουσαλημ, την οποιαν εξελεξα, και τον οικον περι του οποιου ειπα, ο ονομα μου θελει εισθαι εκει.
فَقَالَ الرَّبُّ: «إِنِّي أَنْزِعُ يَهُوذَا أَيْضًا مِنْ أَمَامِي كَمَا نَزَعْتُ إِسْرَائِيلَ، وَأَرْفُضُ هذِهِ الْمَدِينَةَ الَّتِي اخْتَرْتُهَا أُورُشَلِيمَ وَالْبَيْتَ الَّذِي قُلْتُ يَكُونُ اسْمِي فِيهِ».
Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωσιου και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
وَبَقِيَّةُ أُمُورِ يُوشِيَّا وَكُلُّ مَا عَمِلَ، أَمَا هِيَ مَكْتُوبَةٌ فِي سِفْرِ أَخْبَارِ الأَيَّامِ لِمُلُوكِ يَهُوذَا؟
Εν ταις ημεραις αυτου ανεβη ο Φαραω−νεχαω, βασιλευς της Αιγυπτου, κατα του βασιλεως της Ασσυριας επι τον ποταμον Ευφρατην. Και υπηγεν ο βασιλευς Ιωσιας εις απαντησιν αυτου και εκεινος, ως ειδεν αυτον, εθανατωσεν αυτον εν Μεγιδδω.
فِي أَيَّامِهِ صَعِدَ فِرْعَوْنُ نَخْوُ مَلِكُ مِصْرَ عَلَى مَلِكِ أَشُّورَ إِلَى نَهْرِ الْفُرَاتِ. فَصَعِدَ الْمَلِكُ يُوشِيَّا لِلِقَائِهِ، فَقَتَلَهُ فِي مَجِدُّو حِينَ رَآهُ.
Και οι δουλοι αυτου επεβιβασαν αυτον νεκρον εις αμαξαν απο Μεγιδδω, και εφεραν αυτον εις Ιερουσαλημ, και εθαψαν αυτον εν τω ταφω αυτου. Ο δε λαος της γης ελαβε τον Ιωαχαζ υιον του Ιωσιου, και εχρισαν αυτον και εκαμον αυτον βασιλεα αντι του πατρος αυτου.
وَأَرْكَبَهُ عَبِيدُهُ مَيْتًا مِنْ مَجِدُّو، وَجَاءُوا بِهِ إِلَى أُورُشَلِيمَ وَدَفَنُوهُ فِي قَبْرِهِ. فَأَخَذَ شَعْبُ الأَرْضِ يَهُوآحَازَ بْنَ يُوشِيَّا وَمَسَحُوهُ وَمَلَّكُوهُ عِوَضًا عَنْ أَبِيهِ.
Εικοσιτριων ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχαζ, οτε εβασιλευσε και εβασιλευσε τρεις μηνας εν Ιερουσαλημ. Το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αμουταλ, θυγατηρ του Ιερεμιου απο Λιβνα.
كَانَ يَهُوآحَازُ ابْنَ ثَلاَثٍ وَعِشْرِينَ سَنَةً حِينَ مَلَكَ، وَمَلَكَ ثَلاَثَةَ أَشْهُرٍ فِي أُورُشَلِيمَ، وَاسْمُ أُمِّهِ حَمُوطَلُ بِنْتُ إِرْمِيَا مِنْ لِبْنَةَ.
Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, κατα παντα οσα επραξαν οι πατερες αυτου.
فَعَمِلَ الشَّرَّ فِي عَيْنَيِ الرَّبِّ حَسَبَ كُلِّ مَا عَمِلَهُ آبَاؤُهُ.
Και εφυλακισεν αυτον ο Φαραω−νεχαω εν Ριβλα εν τη γη Αιμαθ, δια να μη βασιλευη εν Ιερουσαλημ και κατεδικασε την γην εις προστιμον εκατον ταλαντων αργυριου και ενος ταλαντου χρυσιου.
وَأَسَرَهُ فِرْعَوْنُ نَخْوُ فِي رَبْلَةَ فِي أَرْضِ حَمَاةَ لِئَلاَّ يَمْلِكَ فِي أُورُشَلِيمَ، وَغَرَّمَ الأَرْضَ بِمِئَةِ وَزْنَةٍ مِنَ الْفِضَّةِ وَوَزْنَةٍ مِنَ الذَّهَبِ.
Και εκαμεν ο Φαραω−νεχαω τον Ελιακειμ τον υιον του Ιωσιου βασιλεα αντι Ιωσιου του πατρος αυτου, και μετηλλαξε το ονομα αυτου εις Ιωακειμ τον δε Ιωαχαζ ελαβε και εφερεν εις Αιγυπτον, και απεθανεν εκει.
وَمَلَّكَ فِرْعَوْنُ نَخْوُ أَلِيَاقِيمَ بْنَ يُوشِيَّا عِوَضًا عَنْ يُوشِيَّا أَبِيهِ، وَغَيَّرَ اسْمَهُ إِلَى يَهُويَاقِيمَ، وَأَخَذَ يَهُوآحَازَ وَجَاءَ إِلَى مِصْرَ فَمَاتَ هُنَاكَ.
Ο δε Ιωακειμ εδωκεν εις τον Φαραω το αργυριον και το χρυσιον εφορολογησεν ομως την γην, δια να δωση το αργυριον κατα την προσταγην του Φαραω ο λαος της γης συνεισεφερε το αργυριον και το χρυσιον, εκαστος κατα την εκτιμησιν αυτου, δια να δωση εις τον Φαραω−νεχαω.
وَدَفَعَ يَهُويَاقِيمُ الْفِضَّةَ وَالذَّهَبَ لِفِرْعَوْنَ، إِلاَّ أَنَّهُ قَوَّمَ الأَرْضَ لِدَفْعِ الْفِضَّةِ بِأَمْرِ فِرْعَوْنَ. كُلَّ وَاحِدٍ حَسَبَ تَقْوِيمِهِ. فَطَالَبَ شَعْبَ الأَرْضِ بِالْفِضَّةِ وَالذَّهَبِ لِيَدْفَعَ لِفِرْعَوْنَ نَخْوٍ.
Εικοσιπεντε ετων ηλικιας ητο ο Ιωακειμ, οτε εβασιλευσεν εβασιλευσε δε ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Ζεβουδα, θυγατηρ του Φεδαιου απο Ρουμα.
كَانَ يَهُويَاقِيمُ ابْنَ خَمْسٍ وَعِشْرِينَ سَنَةً حِينَ مَلَكَ، وَمَلَكَ إِحْدَى عَشَرَةَ سَنَةً فِي أُورُشَلِيمَ، وَاسْمُ أُمِّهِ زَبِيدَةُ بِنْتُ فِدَايَةَ مِنْ رُومَةَ.
Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, κατα παντα οσα επραξαν οι πατερες αυτου.
وَعَمِلَ الشَّرَّ فِي عَيْنَيِ الرَّبِّ حَسَبَ كُلِّ مَا عَمِلَ آبَاؤُهُ.