II Corinthians 12

να καυχωμαι βεβαια δεν μοι συμφερει διοτι θελω ελθει εις οπτασιας και αποκαλυψεις Κυριου.
إِنَّهُ لاَ يُوافِقُنِي أَنْ أَفْتَخِرَ. فَإِنِّي آتِي إِلَى مَنَاظِرِ الرَّبِّ وَإِعْلاَنَاتِهِ.
Γνωριζω ανθρωπον εν Χριστω προ ετων δεκατεσσαρων, ειτε εντος του σωματος δεν εξευρω, ειτε εκτος του σωματος δεν εξευρω, ο Θεος εξευρει οτι ηρπαγη ο τοιουτος εως τριτου ουρανου.
أَعْرِفُ إِنْسَانًا فِي الْمَسِيحِ قَبْلَ أَرْبَعَ عَشْرَةَ سَنَةً. أَفِي الْجَسَدِ؟ لَسْتُ أَعْلَمُ، أَمْ خَارِجَ الْجَسَدِ؟ لَسْتُ أَعْلَمُ. اللهُ يَعْلَمُ. اخْتُطِفَ هذَا إِلَى السَّمَاءِ الثَّالِثَةِ.
Και γνωριζω τον τοιουτον ανθρωπον, ειτε εντος του σωματος ειτε εκτος του σωματος δεν εξευρω, ο Θεος εξευρει,
وَأَعْرِفُ هذَا الإِنْسَانَ: أَفِي الْجَسَدِ أَمْ خَارِجَ الْجَسَدِ؟ لَسْتُ أَعْلَمُ. اللهُ يَعْلَمُ.
οτι ηρπαγη εις τον παραδεισον και ηκουσεν ανεκλαλητα λογια, τα οποια δεν συγχωρειται εις ανθρωπον να λαληση.
أَنَّهُ اخْتُطِفَ إِلَى الْفِرْدَوْسِ، وَسَمِعَ كَلِمَاتٍ لاَ يُنْطَقُ بِهَا، وَلاَ يَسُوغُ لإِنْسَانٍ أَنْ يَتَكَلَّمَ بِهَا.
Υπερ του τοιουτου θελω καυχηθη, υπερ δε εμαυτου δεν θελω καυχηθη ειμη εις τας ασθενειας μου.
مِنْ جِهَةِ هذَا أَفْتَخِرُ. وَلكِنْ مِنْ جِهَةِ نَفْسِي لاَ أَفْتَخِرُ إِلاَّ بِضَعَفَاتِي.
Διοτι εαν θελησω να καυχηθω, δεν θελω εισθαι αφρων, επειδη αληθειαν θελω ειπει συστελλομαι ομως μη στοχασθη τις εις εμε ανωτερον τι αφ ο, τι με βλεπει η ακουει τι εξ εμου.
فَإِنِّي إِنْ أَرَدْتُ أَنْ أَفْتَخِرَ لاَ أَكُونُ غَبِيًّا، لأَنِّي أَقُولُ الْحَقَّ. وَلكِنِّي أَتَحَاشَى لِئَلاَّ يَظُنَّ أَحَدٌ مِنْ جِهَتِي فَوْقَ مَا يَرَانِي أَوْ يَسْمَعُ مِنِّي.
Και δια να μη υπεραιρωμαι δια την υπερβολην των αποκαλυψεων, μοι εδοθη σκολοψ εις την σαρκα, αγγελος Σαταν δια να με ραπιζη, δια να μη υπεραιρωμαι.
وَلِئَلاَّ أَرْتَفِعَ بِفَرْطِ الإِعْلاَنَاتِ، أُعْطِيتُ شَوْكَةً فِي الْجَسَدِ، مَلاَكَ الشَّيْطَانِ لِيَلْطِمَنِي، لِئَلاَّ أَرْتَفِعَ.
Περι τουτου τρις παρεκαλεσα τον Κυριον δια να απομακρυνθη απ εμου
مِنْ جِهَةِ هذَا تَضَرَّعْتُ إِلَى الرَّبِّ ثَلاَثَ مَرَّاتٍ أَنْ يُفَارِقَنِي.
και μοι ειπεν Αρκει εις σε η χαρις μου διοτι η δυναμις μου εν αδυναμια δεικνυεται τελεια. Με ακραν λοιπον ευχαριστησιν θελω καυχηθη μαλλον εις τας αδυναμιας μου, δια να κατοικηση εν εμοι η δυναμις του Χριστου.
فَقَالَ لِي:«تَكْفِيكَ نِعْمَتِي، لأَنَّ قُوَّتِي فِي الضَّعْفِ تُكْمَلُ». فَبِكُلِّ سُرُورٍ أَفْتَخِرُ بِالْحَرِيِّ فِي ضَعَفَاتِي، لِكَيْ تَحِلَّ عَلَيَّ قُوَّةُ الْمَسِيحِ.
Οθεν ευαρεστουμαι εις τας αδυναμιας, εις τας υβρεις, εις τας αναγκας, εις τους διωγμους, εις τας στενοχωριας, υπερ του Χριστου διοτι οταν ημαι αδυνατος, τοτε ειμαι δυνατος.
لِذلِكَ أُسَرُّ بِالضَّعَفَاتِ وَالشَّتَائِمِ وَالضَّرُورَاتِ وَالاضْطِهَادَاتِ وَالضِّيقَاتِ لأَجْلِ الْمَسِيحِ. لأَنِّي حِينَمَا أَنَا ضَعِيفٌ فَحِينَئِذٍ أَنَا قَوِيٌّ.
Εγεινα αφρων καυχωμενος σεις με ηναγκασατε. Διοτι επρεπεν εγω να συνιστωμαι απο σας επειδη εις ουδεν υπηρξα κατωτερος των πρωτιστων αποστολων, αν και ημαι μηδεν.
قَدْ صِرْتُ غَبِيًّا وَأَنَا أَفْتَخِرُ. أَنْتُمْ أَلْزَمْتُمُونِي! لأَنَّهُ كَانَ يَنْبَغِي أَنْ أُمْدَحَ مِنْكُمْ، إِذْ لَمْ أَنْقُصْ شَيْئًا عَنْ فَائِقِي الرُّسُلِ، وَإِنْ كُنْتُ لَسْتُ شَيْئًا.
Τα μεν σημεια του αποστολου ενηργηθησαν μεταξυ σας εν παση υπομονη, δια θαυματων και τεραστιων και δυναμεων.
إِنَّ عَلاَمَاتِ الرَّسُولِ صُنِعَتْ بَيْنَكُمْ فِي كُلِّ صَبْرٍ، بِآيَاتٍ وَعَجَائِبَ وَقُوَّاتٍ.
Διοτι κατα τι εμεινατε κατωτεροι των λοιπων εκκλησιων, ειμη οτι αυτος εγω δεν σας κατεβαρυνα; συγχωρησατε μοι την αδικιαν ταυτην.
لأَنَّهُ مَا هُوَ الَّذِي نَقَصْتُمْ عَنْ سَائِرِ الْكَنَائِسِ، إِلاَّ أَنِّي أَنَا لَمْ أُثَقِّلْ عَلَيْكُمْ؟ سَامِحُونِي بِهذَا الظُّلْمِ!
Ιδου, τριτην φοραν ειμαι ετοιμος να ελθω προς εσας, και δεν θελω σας καταβαρυνει διοτι δεν ζητω τα υμων, αλλ υμας. Διοτι δεν χρεωστουσι τα τεκνα να θησαυριζωσι δια τους γονεις, αλλ οι γονεις δια τα τεκνα.
هُوَذَا الْمَرَّةُ الثَّالِثَةُ أَنَا مُسْتَعِدٌّ أَنْ آتِيَ إِلَيْكُمْ وَلاَ أُثَقِّلَ عَلَيْكُمْ. لأَنِّي لَسْتُ أَطْلُبُ مَا هُوَ لَكُمْ بَلْ إِيَّاكُمْ. لأَنَّهُ لاَ يَنْبَغِي أَنَّ الأَوْلاَدَ يَذْخَرُونَ لِلْوَالِدِينَ، بَلِ الْوَالِدُونَ لِلأَوْلاَدِ.
Εγω δε με ακραν χαραν θελω δαπανησει και ολως δαπανηθη υπερ των ψυχων σας, αν και ενω σας αγαπω περισσοτερον, αγαπωμαι ολιγωτερον.
وَأَمَّا أَنَا فَبِكُلِّ سُرُورٍ أُنْفِقُ وَأُنْفَقُ لأَجْلِ أَنْفُسِكُمْ، وَإِنْ كُنْتُ كُلَّمَا أُحِبُّكُمْ أَكْثَرَ أُحَبُّ أَقَلَّ!
Εστω ομως, εγω δεν σας κατεβαρυνα, αλλα πανουργος ων, σας επιασα με δολον.
فَلْيَكُنْ. أَنَا لَمْ أُثَقِّلْ عَلَيْكُمْ، لكِنْ إِذْ كُنْتُ مُحْتَالاً أَخَذْتُكُمْ بِمَكْرٍ!
Μηπως δια τινος εξ εκεινων, τους οποιους εστειλα προς εσας, δι αυτου επλεονεκτησα απο σας;
هَلْ طَمِعْتُ فِيكُمْ بِأَحَدٍ مِنَ الَّذِينَ أَرْسَلْتُهُمْ إِلَيْكُمْ؟
Παρεκαλεσα τον Τιτον, και μετ αυτου απεστειλα τον αδελφον μηπως ο Τιτος επλεονεκτησε τι απο σας; ουχι με το αυτο πνευμα περιεπατησαμεν; ουχι εις τα αυτα ιχνη;
طَلَبْتُ إِلَى تِيطُسَ وَأَرْسَلْتُ مَعَهُ الأَخَ. هَلْ طَمِعَ فِيكُمْ تِيطُسُ؟ أَمَا سَلَكْنَا بِذَاتِ الرُّوحِ الْوَاحِدِ؟ أَمَا بِذَاتِ الْخَطَوَاتِ الْوَاحِدَةِ؟
Παλιν νομιζετε οτι απολογουμεθα προς εσας; ενωπιον του Θεου λαλουμεν εν Χριστω πραττομεν δε τα παντα, αγαπητοι, δια την οικοδομην σας.
أَتَظُنُّونَ أَيْضًا أَنَّنَا نَحْتَجُّ لَكُمْ؟ أَمَامَ اللهِ فِي الْمَسِيحِ نَتَكَلَّمُ. وَلكِنَّ الْكُلَّ أَيُّهَا الأَحِبَّاءُ لأَجْلِ بُنْيَانِكُمْ.
Διοτι φοβουμαι μηπως ελθων δεν σας ευρω οποιους θελω, και εγω ευρεθω εις εσας οποιον δεν θελετε, μηπως ηναι μεταξυ σας εριδες, ζηλοτυπιαι, θυμοι, μαχαι, καταλαλιαι, ψιθυρισμοι, αλαζονειαι, ακαταστασιαι,
لأَنِّي أَخَافُ إِذَا جِئْتُ أَنْ لاَ أَجِدَكُمْ كَمَا أُرِيدُ، وَأُوجَدَ مِنْكُمْ كَمَا لاَ تُرِيدُونَ. أَنْ تُوجَدَ خُصُومَاتٌ وَمُحَاسَدَاتٌ وَسَخَطَاتٌ وَتَحَزُّبَاتٌ وَمَذَمَّاتٌ وَنَمِيمَاتٌ وَتَكَبُّرَاتٌ وَتَشْوِيشَاتٌ.
μηπως παλιν οταν ελθω προς εσας, με ταπεινωση ο Θεος μου και πενθησω πολλους των προαμαρτησαντων και μη μετανοησαντων δια την ακαθαρσιαν και πορνειαν και ασελγειαν, την οποιαν επραξαν.
أَنْ يُذِلَّنِي إِلهِي عِنْدَكُمْ، إِذَا جِئْتُ أَيْضًا وَأَنُوحُ عَلَى كَثِيرِينَ مِنَ الَّذِينَ أَخْطَأُوا مِنْ قَبْلُ وَلَمْ يَتُوبُوا عَنِ النَّجَاسَةِ وَالزِّنَا وَالْعَهَارَةِ الَّتِي فَعَلُوهَا.