Psalms 7

(O cîntare de jale a lui David. Cîntată Domnului din pricina cuvintelor Beniamitului Cuş.) Doamne, Dumnezeule, în Tine îmi caut scăparea! Scapă-mă de toţi prigonitorii mei şi izbăveşte-mă,
Σιγαιων του Δαβιδ, το οποιον εψαλλεν εις τον Κυριον, δια τους λογους Χους του Βενιαμιτου. Κυριε ο Θεος μου, επι σε ελπιζω σωσον με εκ παντων των διωκοντων με και ελευθερωσον με
ca să nu mă sfîşie ca un leu, care înghite fără să sară cineva în ajutor.
μηποτε ο εχθρος αρπαση ως λεων εν ψυχην μου και διασπαραξη, χωρις να υπαρξη ελευθερωτης.
Doamne, Dumnezeule, dacă am făcut un astfel de rău, dacă este fărădelege pe mînile mele,
Κυριε ο Θεος μου, εαν εγω επραξα τουτο, εαν εις τας χειρας μου ηναι ανομια
dacă am răsplătit cu rău pe cel ce trăia în pace cu mine, şi n'am izbăvit pe cel ce mă asuprea fără temei,
εαν ανταπεδωκα κακον εις τον ειρηνευοντα μετ εμου, η κατεθλιψα τον αναιτιως διωκοντα με
atunci: să mă urmărească vrăjmaşul şi să m'ajungă, să-mi calce viaţa la pămînt, şi slava mea în pulbere să mi -o arunce! (Oprire).
ας καταδιωξη ο εχθρος την ψυχην μου και ας φθαση αυτην και ας καταπατηση εις γην την ζωην μου, και ας καταβαλη την δοξαν μου εις το χωμα. Διαψαλμα.
Scoală-Te, Doamne, cu mînia Ta! Scoală-Te împotriva urgiei protivnicilor mei, trezeşte-Te ca să-mi ajuţi, şi rînduieşte o judecată!
Αναστηθι, Κυριε, εν τη οργη σου υψωθητι ενεκα της λυσσης των εχθρων μου και εγερθητι δι εμε εις την κρισιν την οποιαν προσεταξας.
Să Te înconjure adunarea popoarelor, şi şezi mai sus decît ea, la înălţime!
Και η συναξις των λαων θελει σε κυκλωσει και συ επιστρεψον, να καθησης υπερανωθεν αυτης εις υψος.
Domnul judecă popoarele: fă-mi dreptate Doamne, după neprihănirea şi nevinovăţia mea!
Ο Κυριος θελει κρινει τους λαους. Κρινον με, Κυριε, κατα την δικαιοσυνην μου, και κατα την ακεραιοτητα μου, την εν εμοι.
Ah! pune odată capăt răutăţii celor răi, şi întăreşte pe cel neprihănit, Tu, care cercetezi inimile şi rărunchii, Dumnezeule drepte!
Ας τελειωση πλεον η κακια των ασεβων και στερεωσον τον δικαιον, συ ο Θεος ο δικαιος, ο εξεταζων καρδιας και νεφρους.
Scutul meu este în Dumnezeu, care mîntuieşte pe cei cu inima curată.
Η ασπις μου ειναι εν τω Θεω, οστις σωζει τους ευθεις την καρδιαν.
Dumnezeu este un judecător drept, un Dumnezeu care Se mînie în orice vreme.
Ο Θεος ειναι κριτης δικαιος και Θεος οργιζομενος καθ εκαστην ημεραν.
Dacă cel rău nu se întoarce la Dumnezeu, Dumnezeu îşi ascute sabia, Îşi încordează arcul, şi -l ocheşte,
Εαν ο ασεβης δεν επιστραφη, θελει ακονισει την ρομφαιαν αυτου ενετεινε το τοξον αυτου και ητοιμασεν αυτο
îndreptă asupra lui săgeţi omorîtoare şi -i aruncă săgeţi arzătoare!
και δι αυτον ητοιμασεν οργανα θανατου προσηρμοσε τα βελη αυτου εναντιον των διωκτων.
Iată că cel rău pregăteşte răul, zămisleşte fărădelegea, şi naşte înşelăciunea:
Ιδου, ο ασεβης κοιλοπονει ανομιαν συνελαβε δε πονηριαν και εγεννησε ψευδος
face o groapă, o sapă, şi tot el cade în groapa pe care a făcut -o.
Εσκαψε λακκον και εβαθυνεν αυτον πλην αυτος θελει πεσει εις τον βοθρον, τον οποιον εκαμεν.
Fărădelegea pe care a urzit -o, se întoarce asupra capului lui, şi silnicia pe care a făcut -o, se pogoară înapoi pe ţeasta capului lui.
Η πονηρια αυτου θελει επιστρεψει κατα της κεφαλης αυτου, και η καταδυναστεια αυτου θελει καταβη επι την κορυφην αυτου.
Eu voi lăuda pe Domnul pentru dreptatea Lui, şi voi cînta Numele Domnului, Numele Celui Prea Înalt.
Εγω θελω επαινει τον Κυριον κατα την δικαιοσυνην αυτου, και θελω ψαλμωδει εις το ονομα Κυριου του Υψιστου.