Job 30

Şi acum!... Am ajuns de rîsul celor mai tineri de cît mine, pe ai căror părinţi nu -i socoteam vrednici să -i pun printre cînii turmei mele.
Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
Dar la ce mi-ar fi folosit puterea mînilor lor, cînd ei nu erau în stare să ajungă la bătrîneţă?
Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
Sfrijiţi de sărăcie şi foame, fug în locuri uscate, de multă vreme părăsite şi pustii.
Δι ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον
Smulg ierburile sălbatice de lîngă copăcei, şi n'au ca pîne de cît rădăcina de bucsau.
εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
Sînt izgoniţi din mijlocul oamenilor, strigă lumea după ei ca după nişte hoţi.
Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι εφωναζον επ αυτους ως κλεπτας.
Locuiesc în văi îngrozitoare, în peşterile pămîntului şi în stînci.
Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
Urlă printre stufişuri, şi se adună supt mărăcini.
Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο υποκατω των ακανθων συνηγοντο
Fiinţe mîrşave şi dispreţuite, -sînt izgoniţi din ţară.
αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
Şi acum, astfel de oameni mă pun în cîntecele lor, am ajuns de batjocura lor.
Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
Mă urăsc, mă ocolesc, mă scuipă în faţă.
Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
Nu se mai sfiesc şi mă înjosesc, nu mai au niciun frîu înaintea mea.
Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
Ticăloşii aceştia se scoală la dreapta mea, şi îmi împing picioarele, şi îşi croiesc cărări împotriva mea ca să mă peardă.
Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
Îmi nimicesc cărarea şi lucrează ca să mă prăpădească, ei, cărora nimeni nu le-ar veni în ajutor.
Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
Ca printr'o largă spărtură străbat spre mine, se năpustesc supt pocnetul dărîmăturilor.
Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
Mă apucă groaza. Slava îmi este spulberată ca de vînt, ca un nor a trecut fericirea mea.
Τρομοι εστραφησαν επ εμε καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
Şi acum, mi se topeşte sufletul în mine, şi m'au apucat zilele suferinţei.
Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
Noaptea mă pătrunde şi-mi smulge oasele, durerea care mă roade nu încetează.
Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
De tăria suferinţei haina îşi pierde faţa, mi se lipeşte de trup ca o cămaşă.
Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
Dumnezeu m'a aruncat în noroi, şi am ajuns ca ţărîna şi cenuşa.
Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
Strig către Tine, şi nu-mi răspunzi; stau în picioare, şi nu mă vezi.
Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι ισταμαι, και με παραβλεπεις.
Eşti fără milă împotriva mea, lupţi împotriva mea cu tăria mînii Tale.
Εγεινες ανελεημων προς εμε δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
Mă ridici, îmi dai drumul pe vînt, şi mă nimiceşti cu suflarea furtunii.
Με εσηκωσας επι τον ανεμον με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
Căci ştiu că mă duci la moarte, în locul unde se întîlnesc toţi cei vii.
Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
Dar cel ce se prăbuşeşte nu-şi întinde mînile? Cel în nenorocire nu cere ajutor?
Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
Nu plîngeam eu pe cel amărît? N'avea inima mea milă de cel lipsit?
Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
Mă aşteptam la fericire, şi cînd colo, nenorocirea a venit peste mine; trăgeam nădejde de lumină, şi cînd colo, a venit întunerecul.
Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
Îmi ferb măruntaiele fără încetare, m'au apucat zilele de durere.
Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
Umblu înegrit, dar nu de soare. Mă scol în plină adunare, şi strig ajutor.
Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
Am ajuns frate cu şacalii, tovarăş cu struţii.
Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
Pielea mi se înegreşte şi cade, iar oasele îmi ard şi se usucă.
Το δερμα μου εμαυρισεν επ εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
Arfa mea s'a prefăcut în instrument de jale, şi cavalul meu scoate sunete plîngătoare.
Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.