Psalms 126

Quando o Senhor trouxe do cativeiro os que voltaram a Sião, éramos como os que estão sonhando.
Ωιδη των Αναβαθμων. Οτε ο Κυριος επανεφερε τους αιχμαλωτους της Σιων, ημεθα ως οι ονειρευομενοι.
Então a nossa boca se encheu de riso e a nossa língua de cânticos. Então se dizia entre as nações: Grandes coisas fez o Senhor por eles.
Τοτε ενεπλησθη το στομα ημων απο γελωτος και η γλωσσα ημων απο αγαλλιασεως τοτε ελεγον μεταξυ των εθνων, Μεγαλεια εκαμε δι αυτους ο Κυριος.
Sim, grandes coisas fez o Senhor por nós, e por isso estamos alegres.
Μεγαλεια εκαμεν ο Κυριος δι ημας ενεπλησθημεν χαρας.
Faze regressar os nossos cativos, Senhor, como as correntes no sul.
Επιστρεψον, Κυριε, τους αιχμαλωτους ημων, ως τους χειμαρρους εν τω νοτω.
Os que semeiam em lágrimas, com cânticos de júbilo segarão.
Οι σπειροντες μετα δακρυων εν αγαλλιασει θελουσι θερισει.
Aquele que sai chorando, levando a semente para semear, voltará com cânticos de júbilo, trazendo consigo os seus molhos.
Οστις εξερχεται και κλαιει, βασταζων σπορον πολυτιμον, ουτος βεβαιως θελει επιστρεψει εν αγαλλιασει, βασταζων τα χειροβολα αυτου.