Luke 20

Og det skjedde en av dagene mens han lærte folket i templet og forkynte evangeliet, da stod yppersteprestene og de skriftlærde frem sammen med de eldste
Και εν μια των ημερων εκεινων, ενω αυτος εδιδασκε τον λαον εν τω ιερω, και ευηγγελιζετο, ηλθον εξαιφνης οι αρχιερεις και οι γραμματεις μετα των πρεσβυτερων
og sa til ham: Si oss: Med hvad myndighet gjør du dette, eller hvem er det som har gitt dig denne myndighet?
και ειπον προς αυτον, λεγοντες Ειπε προς ημας εν ποια εξουσια πραττεις ταυτα, η τις ειναι οστις σοι εδωκε την εξουσιαν ταυτην;
Men han svarte og sa til dem: Også jeg vil spørre eder om en ting; si mig:
Αποκριθεις δε ειπε προς αυτους Θελω σας ερωτησει και εγω ενα λογον, και ειπατε μοι
Johannes' dåp, var den fra himmelen eller fra mennesker?
το βαπτισμα του Ιωαννου εξ ουρανου ητο η εξ ανθρωπων;
Men de samrådde sig med hverandre og sa: Sier vi: Fra himmelen, da sier han: Hvorfor trodde I ham da ikke?
Οι δε εσυλλογισθησαν καθ εαυτους λεγοντες, οτι Εαν ειπωμεν, Εξ ουρανου, θελει ειπει, Δια τι λοιπον δεν επιστευσατε εις αυτον;
Men sier vi: Fra mennesker, da stener hele folket oss; for de tror fullt og fast at Johannes var en profet.
Εαν δε ειπωμεν, Εξ ανθρωπων, πας ο λαος θελει μας λιθοβολησει επειδη ειναι πεπεισμενοι οτι ο Ιωαννης ειναι προφητης.
Og de svarte at de ikke visste hvor den var fra.
Και απεκριθησαν οτι δεν εξευρουσι ποθεν ητο.
Da sa Jesus til dem: Så sier heller ikke jeg eder med hvad myndighet jeg gjør dette.
Και ο Ιησους ειπε προς αυτους Ουδε εγω σας λεγω εν ποια εξουσια πραττω ταυτα.
Han begynte da å si denne lignelse til folket: En mann plantet en vingård og leide den ut til vingårdsmenn og drog utenlands for lange tider.
Ηρχισε δε να λεγη προς τον λαον την παραβολην ταυτην Ανθρωπος τις εφυτευσεν αμπελωνα, και εμισθωσεν αυτον εις γεωργους, και απεδημησε πολυν καιρον.
Og da tiden kom, sendte han en tjener til vingårdsmennene, forat de skulde gi ham av vingårdens frukt; men vingårdsmennene slo ham, og lot ham gå bort med tomme hender.
Και εν τω καιρω των καρπων απεστειλε προς τους γεωργους δουλον δια να δωσωσιν εις αυτον απο του καρπου του αμπελωνος οι γεωργοι ομως δειραντες αυτον εξαπεστειλαν κενον
Og han blev ved og sendte en annen tjener; men de slo også ham og hånte ham og lot ham gå bort med tomme hender.
Και παλιν επεμψεν αλλον δουλον. Πλην αυτοι δειραντες και εκεινον και ατιμασαντες εξαπεστειλαν κενον.
Og han blev ved og sendte en tredje; men de slo også ham til blods og kastet ham ut.
Και παλιν επεμψε τριτον. Αλλ εκεινοι και τουτον πληγωσαντες απεδιωξαν.
Da sa vingårdens herre: Hvad skal jeg gjøre? Jeg vil sende min sønn, den elskede; de vil da vel undse sig for ham.
Ειπε δε ο κυριος του αμπελωνος Τι να καμω; ας πεμψω τον υιον μου τον αγαπητον ισως ιδοντες τουτον θελουσιν εντραπει.
Men da vingårdsmennene fikk se ham, la de op råd med hverandre og sa: Dette er arvingen; la oss slå ham ihjel, så arven kan bli vår!
Πλην ιδοντες αυτον οι γεωργοι, διελογιζοντο καθ εαυτους λεγοντες Ουτος ειναι ο κληρονομος ελθετε ας φονευσωμεν αυτον, δια να γεινη ημων η κληρονομια.
Og de kastet ham ut av vingården og slo ham ihjel. Hvad skal nu vingårdens herre gjøre med dem?
Και εκβαλοντες αυτον εξω του αμπελωνος, εφονευσαν Τι λοιπον θελει καμει εις αυτους ο κυριος του αμπελωνος;
Han skal komme og drepe disse vingårdsmenn og overgi vingården til andre. Da de hørte det, sa de: Det må aldri skje!
Θελει ελθει και απολεσει τους γεωργους τουτους, και θελει δωσει τον αμπελωνα εις αλλους. Ακουσαντες δε ειπον Μη γενοιτο.
Men han så på dem og sa: Hvad er da dette som er skrevet: Den sten som bygningsmennene forkastet, den er blitt hjørnesten?
Ο δε εμβλεψας εις αυτους ειπε Τι λοιπον ειναι τουτο το γεγραμμενον, Ο λιθος, τον οποιον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες, ουτος εγεινε κεφαλη γωνιας;
Hver den som faller på denne sten, han skal knuses; men den som den faller på, ham skal den smuldre til støv.
Πας οστις πεση επι τον λιθον εκεινον θελει συντριφθη εις οντινα δε επιπεση, θελει κατασυντριψει αυτον.
Og de skriftlærde og yppersteprestene søkte å få lagt hånd på ham i samme stund; men de fryktet for folket; for de skjønte at det var om dem han hadde sagt denne lignelse.
Και εζητησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις να βαλωσιν επ αυτον τας χειρας εν αυτη τη ωρα, πλην εφοβηθησαν τον λαον διοτι ηνοησαν οτι προς αυτους ειπε την παραβολην ταυτην.
Og efterat de nogen tid hadde voktet på ham, sendte de lurere, som lot som de var rettferdige, for å fange ham i ord, så de kunde overgi ham til øvrigheten og til landshøvdingens makt.
Και παραφυλαξαντες απεστειλαν ενεδρευτας, υποκρινομενους οτι ειναι δικαιοι, επι σκοπω να πιασωσιν αυτον απο λογου, δια να παραδωσωσιν αυτον εις την αρχην και εις την εξουσιαν του ηγεμονος.
Og de spurte ham og sa: Mester! vi vet at du taler og lærer rett og gjør ikke forskjell på folk, men lærer Guds vei i sannhet;
Και ηρωτησαν αυτον λεγοντες Διδασκαλε, εξευρομεν οτι ορθως ομιλεις και διδασκεις και δεν βλεπεις εις προσωπον, αλλ επ αληθειας την οδον του Θεου διδασκεις
er det oss tillatt å gi keiseren skatt, eller ikke?
ειναι συγκεχωρημενον εις ημας να δωσωμεν φορον εις τον Καισαρα η ουχι;
Men han merket deres list og sa til dem:
Εννοησας δε την πανουργιαν αυτων, ειπε προς αυτους Τι με πειραζετε;
Vis mig en penning! Hvis billede og påskrift har den? De svarte: Keiserens.
δειξατε μοι δηναριον τινος εικονα εχει και επιγραφην; Και αποκριθεντες ειπον Του Καισαρος.
Da sa han til dem: Så gi da keiseren hvad keiserens er, og Gud hvad Guds er!
Ο δε ειπε προς αυτους Αποδοτε λοιπον τα του Καισαρος εις τον Καισαρα και τα του Θεου εις τον Θεον.
Og de var ikke i stand til å fange ham i ord i folkets påhør, og de undret sig over hans svar, og tidde.
Και δεν ηδυνηθησαν να πιασωσιν αυτον απο λογου εμπροσθεν του λαου, και θαυμασαντες δια την αποκρισιν αυτου εσιωπησαν.
Men det kom nogen av sadduseerne til ham, de som nekter at det er nogen opstandelse, og de spurte ham og sa:
Προσελθοντες δε τινες των Σαδδουκαιων, οιτινες αρνουνται οτι ειναι αναστασις, ηρωτησαν αυτον,
Mester! Moses har foreskrevet oss at når en manns gifte bror dør og ikke har barn, da skal hans bror ta hans hustru til ekte og opreise sin bror avkom.
λεγοντες Διδασκαλε, ο Μωυσης μας εγραψεν Εαν τινος ο αδελφος αποθανη εχων γυναικα, και ουτος αποθανη ατεκνος, να λαβη ο αδελφος αυτου την γυναικα και να εξαναστηση σπερμα εις τον αδελφον αυτου.
Nu var det syv brødre; og den første tok sig en hustru og døde barnløs.
Ησαν λοιπον επτα αδελφοι και ο πρωτος λαβων γυναικα, απεθανεν ατεκνος
Og den annen
και ελαβεν ο δευτερος την γυναικα, και ουτος απεθανεν ατεκνος
og den tredje tok henne, og likeså alle syv; de efterlot ikke barn, og døde.
και ο τριτος ελαβεν αυτην ωσαυτως δε και οι επτα και δεν αφηκαν τεκνα, και απεθανον.
Til sist døde også kvinnen.
Υστερον δε παντων απεθανε και η γυνη.
Hvem iblandt dem skal nu få kvinnen til hustru i opstandelsen? for alle syv har jo hatt henne til hustru.
Εν τη αναστασει λοιπον τινος αυτων γινεται γυνη; διοτι και οι επτα ελαβον αυτην γυναικα.
Og Jesus sa til dem: Denne verdens barn tar til ekte og gis til ekte;
Και ο Ιησους αποκριθεις ειπε προς αυτους οι υιοι του αιωνος τουτου νυμφευουσι και νυμφευονται
men de som aktes verdige til å få del i hin verden og i opstandelsen fra de døde, de hverken tar til ekte eller gis til ekte;
οι δε καταξιωθεντες να απολαυσωσιν εκεινον τον αιωνα και την εκ νεκρων αναστασιν ουτε νυμφευουσιν ουτε νυμφευονται
for de kan ikke mere dø, for de er englene like og er Guds barn, idet de er opstandelsens barn.
διοτι ουτε να αποθανωσι πλεον δυνανται επειδη ειναι ισαγγελοι και ειναι υιοι του Θεου, οντες υιοι της αναστασεως.
Men at de døde står op, det har også Moses gitt til kjenne, der hvor det tales om tornebusken, når han kaller Herren Abrahams Gud og Isaks Gud og Jakobs Gud;
Οτι δε εγειρονται οι νεκροι, και ο Μωυσης εφανερωσεν επι της βατου, οτε λεγει Κυριον τον Θεον του Αβρααμ και τον Θεον του Ισαακ και τον Θεον του Ιακωβ.
men han er ikke de dødes Gud, men de levendes; for de lever alle for ham.
Ο δε Θεος δεν ειναι νεκρων, αλλα ζωντων διοτι παντες ζωσι εν αυτω.
Da svarte nogen av de skriftlærde og sa: Mester! du taler vel.
Αποκριθεντες δε τινες των γραμματεων ειπον Διδασκαλε, καλως ειπας.
For de vågde ikke mere å spørre ham om noget.
Και δεν ετολμων πλεον να ερωτωσιν αυτον ουδεν.
Men han sa til dem: Hvorledes kan det sies at Messias er Davids sønn?
Ειπε δε προς αυτους Πως λεγουσι τον Χριστον οτι ειναι υιος του Δαβιδ;
David selv sier jo i Salmenes bok: Herren sa til min herre: Sett dig ved min høire hånd,
Και αυτος ο Δαβιδ λεγει εν τη βιβλω των ψαλμων Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, καθου εκ δεξιων μου,
til jeg får lagt dine fiender til skammel for dine føtter!
εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου.
David kaller ham altså herre; hvorledes kan han da være hans sønn?
Ο Δαβιδ λοιπον ονομαζει αυτον Κυριον και πως ειναι υιος αυτου;
Men i hele folkets påhør sa han til sine disipler:
Και ενω ηκουε πας ο λαος, ειπε προς τους μαθητας αυτου
Vokt eder for de skriftlærde, som gjerne vil gå i side klær og gjerne vil la sig hilse på torvene og ha de øverste seter i synagogene og sitte øverst ved gjestebudene;
Προσεχετε απο των γραμματεων, οιτινες θελουσι να περιπατωσιν εστολισμενοι και αγαπωσιν ασπασμους εν ταις αγοραις και πρωτοκαθεδριας εν ταις συναγωγαις και τους πρωτους τοπους εν τοις δειπνοις,
de som opeter enkers hus og for et syns skyld holder lange bønner! Disse skal få dess hårdere dom.
οιτινες κατατρωγουσι τας οικιας των χηρων, και τουτο επι προφασει οτι καμνουσι μακρας προσευχας ουτοι θελουσι λαβει μεγαλητεραν καταδικην.