Job 23

Da tok Job til orde og sa:
Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπε
Ennu idag gjelder min klage for å være gjenstridighet; min hånd hviler dog tungt på mitt sukk.
Και την σημερον το παραπονον μου ειναι πικρον η πληγη μου ειναι βαρυτερα του στεναγμου μου.
Bare jeg visste å finne ham og kunde komme frem til hans trone!
Ειθε να ηξευρον που να ευρω αυτον ηθελον υπαγει εως του θρονου αυτου
Jeg skulde legge min sak frem for hans åsyn og fylle min munn med beviser.
ηθελον εκθεσει κρισιν ενωπιον αυτου, και ηθελον εμπλησει το στομα μου αποδειξεων
Jeg skulde få vite de ord han vilde svare mig, og merke mig hvad han vilde si til mig.
ηθελον γνωρισει τους λογους τους οποιους ηθελε μοι αποκριθη, και ηθελον νοησει τι ηθελε μοι ειπει.
Skulde han da med full kraft stride mot mig? Mon ikke just han skulde akte på mine ord?
Μη εν πληθει δυναμεως θελει διαμαχεσθαι μετ εμου; ουχι αλλ ηθελε βαλει εις εμε προσοχην.
Da skulde en rettskaffen mann gå i rette med ham, og jeg skulde slippe fra min dommer for all tid.
Τοτε ηδυνατο ο δικαιος να διαλεχθη μετ αυτου και ηθελον ελευθερωθη διαπαντος απο του κριτου μου.
Men går jeg mot øst, så er han ikke der; går jeg mot vest, så blir jeg ikke var ham;
Ιδου, υπαγω εμπρος, αλλα δεν ειναι και οπισω, αλλα δεν βλεπω αυτον
er han virksom i nord, så ser jeg ham ikke; går han mot syd, så øiner jeg ham ikke.
εις τα αριστερα, οταν εργαζηται, αλλα δεν δυναμαι να ιδω αυτον. Κρυπτεται εις τα δεξια, και δεν βλεπω αυτον.
For han kjenner den vei jeg holder mig til; prøvde han mig, så skulde jeg gå frem av prøven som gullet.
Γνωριζει ομως την οδον μου με εδοκιμασε θελω εξελθει ως χρυσιον.
Min fot holdt sig i hans spor; jeg fulgte hans vei og bøide ikke av.
Ο πους μου ενεμεινεν εις τα βηματα αυτου εφυλαξα την οδον αυτου και δεν εξεκλινα
Fra hans lebers bud vek jeg ikke; fremfor min egen lov aktet jeg på hans munns ord.
την εντολην των χειλεων αυτου, και δεν ωπισθοδρομησα διετηρησα τους λογους του στοματος αυτου, μαλλον παρα την αναγκαιαν μου τροφην.
Men han er den eneste, og hvem hindrer ham? Hvad hans sjel lyster, det gjør han.
Διοτι αυτος ειναι εν μια βουλη και τις δυναται να αποστρεψη αυτον; και ο, τι επιθυμει η ψυχη αυτου, καμνει.
For han fullbyrder det han har fastsatt for mig, og av sådant er det meget hos ham.
Διοτι εκτελει το ορισθεν εις εμε και πολλα τοιαυτα ειναι μετ αυτου.
Derfor reddes jeg for ham; tenker jeg på det, så bever jeg for ham.
Δια τουτο καταπληττομαι απο προσωπου αυτου συλλογιζομαι και φριττω απ αυτου
Og Gud har knekket mitt mot, og den Allmektige har forferdet mig,
διοτι ο Θεος εμαλακωσε την καρδιαν μου, και ο Παντοδυναμος με κατεπληξεν
fordi jeg ikke blev rykket bort før mørket kom, og fordi han ikke skjulte ulykkens natt for mig.
επειδη δεν απεκοπην προ του σκοτους, και δεν εκρυψε τον γνοφον απο του προσωπου μου.