Jeremiah 49

Om Ammons barn. Så sier Herren: Har Israel ingen barn, eller har han ingen arving? Hvorfor har deres konge tatt Gad til eie, og hans folk bosatt sig i dets byer?
Περι των υιων Αμμων. Ουτω λεγει Κυριος Μηπως δεν εχει υιους ο Ισραηλ; δεν εχει κληρονομον; δια τι ο Μαλχομ εκληρονομησε την Γαδ και ο λαος αυτου κατοικει εν ταις πολεσιν εκεινου;
Se, derfor skal dager komme, sier Herren, da jeg lar krigsskrik høre mot Rabba i Ammons land, og det skal bli til en øde grusdynge, og dets døtre skal brennes op med ild, og Israel skal ta sine eiere til eie, sier Herren.
Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει να ακουσθη εν Ραββα των υιων Αμμων θορυβος πολεμου και θελει εισθαι σωρος ερειπιων και αι κωμαι αυτης θελουσι κατακαυθη εν πυρι τοτε ο Ισραηλ θελει κληρονομησει τους κληρονομησαντας αυτον, λεγει Κυριος.
Hyl, Hesbon! For Ai er ødelagt. Skrik, I Rabbas døtre, omgjord eder med sekk, jamre eder og løp omkring ved kveene! For deres konge går i fangenskap, hans prester og høvdinger alle sammen.
Ολολυξον, Εσεβων, διοτι η Γαι ελεηλατηθη βοησατε, αι κωμαι της Ραββα, περιζωσθητε σακκους θρηνησατε και περιδραμετε δια των φραγμων διοτι ο Μαλχομ θελει υπαγει εις αιχμαλωσιαν, οι ιερεις αυτου και οι αρχοντες αυτου ομου.
Hvorfor roser du dig av dine daler, av din dals overflod, du frafalne datter, som setter din lit til dine skatter og sier: Hvem kan gjøre mig noget?
Δια τι καυχασαι εις τας κοιλαδας; η κοιλας σου διερρευσε, θυγατηρ αποστατρια, ητις ηλπιζες επι τους θησαυρους σου, λεγουσα, Τις θελει ελθει εναντιον μου;
Se, jeg lar frykt komme over dig, sier Herren, Israels Gud, hærskarenes Gud, fra alle dem som bor rundt omkring dig, og I skal bli drevet bort, hver til sin kant, uten at nogen samler de flyktende.
Ιδου, εγω φερω φοβον επι σε, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, απο παντων των περιοικων σου και θελετε διασκορπισθη εκαστος κατα προσωπον αυτου και δεν θελει υπαρχει ο συναξων τον πλανωμενον.
Men derefter vil jeg gjøre ende på Ammons barns fangenskap, sier Herren.
Και μετα ταυτα θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν των υιων Αμμων, λεγει Κυριος.
Om Edom. Så sier Herren, hærskarenes Gud: Er det ikke mere nogen visdom i Teman? Finnes ikke lenger råd hos de forstandige? Er deres visdom uttømt?
Περι του Εδωμ. Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων δεν ειναι πλεον σοφια εν Θαιμαν; εχαθη η βουλη απο των συνετων; εφυγεν η σοφια αυτων;
Fly, vend eder, skjul eder dypt nede, I Dedans innbyggere! For jeg lar Esaus ulykke komme over ham, den tid da jeg hjemsøker ham.
Φυγετε, στραφητε, καμετε τοπους βαθεις δια κατοικιαν, κατοικοι της Δαιδαν διοτι θελω φερει επ αυτον τον ολεθρον του Ησαυ, τον καιρον της επισκεψεως αυτου.
Om vinhøstere kommer over dig, så vil de ikke levne nogen efterhøst, om tyver kommer om natten, så vil de ødelegge til de har nok.
Εαν ηρχοντο προς σε τρυγηται, δεν ηθελον αφησει επιφυλλιδας; εαν κλεπται δια νυκτος, ηθελον αρπασει το αρκουν εις αυτους.
For jeg klær Esau naken, jeg avdekker hans skjulesteder, og vil han skjule sig, så kan han det ikke; hans barn og hans brødre og hans naboer blir ødelagt, og han er ikke mere.
Αλλ εγω εγυμνωσα τον Ησαυ, ανεκαλυψα τους κρυψωνας αυτου, και δεν θελει δυνηθη να κρυφθη ελεηλατηθη το σπερμα αυτου και οι αδελφοι αυτου και οι γειτονες αυτου, και αυτος δεν υπαρχει.
Forlat dine farløse! Jeg vil holde dem i live, og dine enker kan stole på mig.
Αφες τα ορφανα σου εγω θελω ζωογονησει αυτα και αι χηραι σου ας ελπιζωσιν επ εμε.
For så sier Herren: Se, de som det ikke tilkom å drikke begeret, de skal drikke, og så skulde du bli ustraffet? Nei, du skal ikke bli ustraffet, drikke skal du.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος Ιδου, εκεινοι εις τους οποιους δεν προσηκε να πιωσιν απο του ποτηριου, τωοντι επιον και συ θελεις μεινει ολως ατιμωρητος; δεν θελεις μεινει ατιμωρητος αλλ εξαπαντος θελεις πιει.
For jeg har svoret ved mig selv, sier Herren, at Bosra skal bli til en forferdelse, til spott, til en ørken og til en forbannelse, og alle dets byer skal bli til evige grusdynger.
Διοτι ωμοσα εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι η Βοσορρα θελει εισθαι εις θαμβος, εις ονειδος, εις ερημωσιν και εις καταραν και πασαι αι πολεις αυτης θελουσιν εισθαι ερημοι εις τον αιωνα.
En tidende har jeg hørt fra Herren, og et bud er sendt ut iblandt folkene: Samle eder og dra imot det, stå op til krig!
Ηκουσα αγγελιαν παρα Κυριου και μηνυτης απεσταλη προς τα εθνη, λεγων, Συναχθητε και ελθετε εναντιον αυτης και σηκωθητε εις πολεμον.
For se, jeg gjør dig liten blandt folkene, foraktet blandt menneskene.
Διοτι ιδου, θελω σε καμει μικρον μεταξυ των εθνων, ευκαταφρονητον μεταξυ των ανθρωπων.
Redsel over dig! Ditt hjertes overmot har dåret dig, du som bor i fjellkløfter, du som holder til oppe på høidene. Om du bygger ditt rede høit som ørnen, så vil jeg styrte dig ned derfra, sier Herren.
Η τρομεροτης σου σε ηπατησε και η υπερηφανια της καρδιας σου, συ ο κατοικων εν τοις κοιλωμασι των κρημνων, ο κατεχων το υψος των βουνων και αν υψωσης την φωλεαν σου ως ο αετος, και εκειθεν θελω σε καταβιβασει, λεγει Κυριος.
Og Edom skal bli til en forferdelse; hver den som går forbi det, skal forferdes og spotte over alle dets plager.
Και ο Εδωμ θελει εισθαι εις θαμβος πας ο διαβαινων δι αυτου θελει εκθαμβηθη και θελει συριξει επι πασαις ταις πληγαις αυτου.
Som da Sodoma og Gomorra og dets nabobyer blev lagt i grus, sier Herren, skal ingen mann bo der, og intet menneskebarn opholde sig der.
Καθως κατεστραφησαν τα Σοδομα και τα Γομορρα και τα πλησιοχωρα αυτων, λεγει Κυριος, ουτως ανθρωπος δεν θελει κατοικησει εκει ουδε υιος ανθρωπου θελει παροικησει εκει.
Se, han stiger op som en løve fra Jordans prakt til de alltid grønne enger; for i et øieblikk vil jeg jage Edoms folk bort derfra, og den som er utvalgt, ham vil jeg sette over det; for hvem er som jeg, og hvem vil stevne mig, og hvem er den hyrde som kan stå for mitt åsyn?
Ιδου, θελει αναβη ως λεων απο του φρυαγματος του Ιορδανου εναντιον της κατοικιας του δυνατου αλλ εγω ταχεως θελω εκδιωξει τουτον απ αυτης και οστις ειναι ο εκλεκτος μου, τουτον θελω καταστησει επ αυτην διοτι τις ομοιος μου; και τις θελει αντισταθη εις εμε; και τις ο ποιμην εκεινος, οστις θελει σταθη κατα προσωπον μου;
Hør derfor det råd som Herren har lagt mot Edom, og de tanker som han har tenkt mot Temans innbyggere: Visselig, de skal bli slept bort de små lam; visselig, deres beitemark skal forferdes over dem.
Δια τουτο ακουσατε την βουλην του Κυριου, την οποιαν εβουλευθη κατα του Εδωμ, και τους λογισμους αυτου, τους οποιους ελογισθη κατα των κατοικων της Θαιμαν Εξαπαντος και τα ελαχιστα του ποιμνιου θελουσι κατασυρει αυτους εξαπαντος η κατοικια αυτων θελει ερημωθη μετ αυτων.
Ved braket av deres fall bever jorden; det lyder skrik som høres like til det Røde Hav.
Απο του ηχου της αλωσεως αυτων εσεισθη η γη ο ηχος της φωνης αυτης ηκουσθη εν τη Ερυθρα θαλασση.
Se, som en ørn farer han op og flyver og breder sine vinger ut over Bosra, og Edoms kjemper blir på den dag til mote som en kvinne i barnsnød.
Ιδου, θελει αναβη και πεταξει ως αετος, και θελει απλωσει τας πτερυγας αυτου επι Βοσορραν και εν τη ημερα εκεινη η καρδια των ισχυρων του Εδωμ θελει εισθαι ως καρδια γυναικος κοιλοπονουσης.
Om Damaskus. Hamat og Arpad er blitt til skamme, for de har hørt en ond tidende, de forgår av angst; i havet er det uro, det kan ikke være stille.
Περι της Δαμασκου. Κατησχυνθη η Αιμαθ και η Αρφαδ διοτι ηκουσαν κακην αγγελιαν ανελυθησαν ταραχη ειναι εν τη θαλασση δεν δυναται να ησυχαση.
Damaskus er motløst, det vender sig til flukt, forferdelse har grepet det; angst og veer har grepet det som den fødende kvinne.
Η Δαμασκος παρελυθη, εστραφη εις φυγην, και τρομος κατελαβεν αυτην αγωνια και πονοι εκυριευσαν αυτην ως τικτουσης.
Hvor den er forlatt, den lovpriste stad, min gledes by!
Πως δεν εναπελειφθη η πολις η ευκλεης, η πολις της ευφροσυνης μου.
Derfor skal dens unge menn falle på dens gater, og alle krigsmennene skal tilintetgjøres på den dag, sier Herren, hærskarenes Gud.
Δια τουτο οι νεοι αυτης θελουσι πεσει εν ταις πλατειαις αυτης, και παντες οι ανδρες οι πολεμισται θελουσιν απολεσθη κατ εκεινην την ημεραν, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Jeg vil sette ild på Damaskus' mur, og den skal fortære Benhadads palasser.
Και θελω αναψει πυρ εν τω τειχει της Δαμασκου και θελει καταφαγει τα παλατια του Βεν−αδαδ.
Om Kedar og om Hasors riker, som Babels konge Nebukadnesar slo. Så sier Herren: Stå op, dra op mot Kedar og ødelegg Østens barn!
Περι της Κηδαρ, και περι των βασιλειων της Ασωρ, τα οποια επαταξε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος. Ουτω λεγει Κυριος Σηκωθητε, αναβητε προς την Κηδαρ και λεηλατησατε τους υιους της ανατολης.
Deres telt og deres småfe skal de ta; deres telttepper og alle deres redskaper og deres kameler skal de føre bort med sig, og de skal rope til dem: Redsel rundt omkring!
Θελουσι κυριευσει τας σκηνας αυτων και τα ποιμνια αυτων θελουσι λαβει εις εαυτους τα παραπετασματα αυτων και πασαν την αποσκευην αυτων και τας καμηλους αυτων και θελουσι βοησει προς αυτους, Τρομος πανταχοθεν.
Fly, flykt alt det I kan, skjul eder dypt nede, I Hasors innbyggere, sier Herren; for Babels konge Nebukadnesar har lagt råd imot eder og tenkt ut ondt imot eder.
Φυγετε, υπαγετε μακραν, καμετε τοπους βαθεις δια κατοικιαν, κατοικοι της Ασωρ, λεγει Κυριος διοτι Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος εβουλευθη βουλην εναντιον σας και ελογισθη λογισμους εναντιον σας.
Stå op, dra op mot et rolig folk, som bor trygt, sier Herren; de har hverken port eller bom, de bor for sig selv.
Σηκωθητε, αναβητε εις το ησυχον εθνος το κατοικουν εν ασφαλεια, λεγει Κυριος οιτινες δεν εχουσι πυλας ουδε μοχλους αλλα κατοικουσι μονοι
Deres kameler skal bli til rov, og deres store buskap skal bli til hærfang, og jeg vil sprede dem for alle vinder, dem med rundklippet hår, og fra alle kanter vil jeg la ulykke komme over dem, sier Herren.
και αι καμηλοι αυτων θελουσιν εισθαι λεηλασια και το πληθος των κτηνων αυτων λαφυρον και θελω διασκορπισει αυτους εις παντας τους ανεμους, προς τους κατοικουντας εν τοις απωτατοις μερεσι και θελω επιφερει τον ολεθρον αυτων εκ παντων των περατων αυτων, λεγει Κυριος.
Og Hasor skal bli til bolig for sjakaler, en ørken til evig tid; ingen mann skal bo der, og intet menneskebarn opholde sig der.
Και η Ασωρ θελει εισθαι κατοικια θωων, ερημος εις τον αιωνα δεν θελει κατοικει εκει ανθρωπος και δεν θελει παροικει εν αυτη υιος ανθρωπου.
Dette er Herrens ord som kom til profeten Jeremias om Elam i begynnelsen av Judas konge Sedekias' regjering:
Ο λογος του Κυριου, ο γενομενος προς Ιερεμιαν τον προφητην, κατα της Ελαμ εν τη αρχη της βασιλειας του Σεδεκιου βασιλεως του Ιουδα, λεγων,
Så sier Herren, hærskarenes Gud: Se, jeg knekker Elams bue, deres beste våben.
Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων Ιδου, θελω συντριψει το τοξον της Ελαμ, την αρχην της δυναμεως αυτων.
Og jeg vil la fire vinder fra himmelens fire hjørner komme over Elam og sprede dem for alle disse vinder, og det skal ikke være noget folk som de bortdrevne fra Elam ikke kommer til.
Και θελω φερει επι την Ελαμ τους τεσσαρας ανεμους εκ των τεσσαρων ακρων του ουρανου, και θελω διασκορπισει αυτους εις παντας τουτους τους ανεμους και δεν θελει εισθαι εθνος, οπου οι δεδιωγμενοι της Ελαμ δεν θελουσιν ελθει.
Og jeg vil gjøre Elam redd for sine fiender og for dem som står dem efter livet, og jeg vil la ulykke komme over dem, min brennende vrede, sier Herren, og jeg vil sende sverd efter dem, inntil jeg får gjort ende på dem.
Διοτι θελω κατατρομαξει την Ελαμ εμπροσθεν των εχθρων αυτων και εμπροσθεν των ζητουντων την ψυχην αυτων και θελω επιφερει κακον επ αυτους, τον θυμον της οργης μου, λεγει Κυριος και θελω αποστειλει την μαχαιραν οπισω αυτων, εωσου αναλωσω αυτους.
Og jeg vil sette min trone i Elam, og jeg vil utrydde konge og høvdinger der, sier Herren.
Και θελω στησει τον θρονον μου εν Ελαμ, και θελω εξολοθρευσει εκειθεν βασιλεα και μεγιστανας, λεγει Κυριος.
Men det skal skje i de siste dager, da vil jeg gjøre ende på Elams fangenskap, sier Herren.
Πλην εν ταις εσχαταις ημεραις θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν της Ελαμ, λεγει Κυριος.