Mark 6

A i haere ia i reira, a ka tae ki tona kainga tupu; me te aru ano ana akonga i a ia.
Και εξηλθεν εκειθεν και ηλθεν εις την πατριδα αυτου και ακολουθουσιν αυτον οι μαθηται αυτου.
A, ka taka mai te hapati, ka anga ia ka whakaako i roto i te whare karakia; a he tokomaha hoki, i to ratou rongonga, i miharo, i mea, No hea enei mea a tenei tangata? he matauranga aha tenei kua hoatu nei ki a ia, a he aha te tikanga o enei merek ara nunui kua oti nei i ona ringa?
Και οτε ηλθε το σαββατον, ηρχισε να διδασκη εν τη συναγωγη και πολλοι ακουοντες εξεπληττοντο και ελεγον Ποθεν εις τουτον ταυτα; και τις η σοφια η δοθεισα εις αυτον, ωστε και θαυματα τοιαυτα γινονται δια των χειρων αυτου;
Ehara ianei tenei i te kamura, i te tama a Meri, i te tuakana o Hemi, o Hohi, o Hura, o Haimona? Kahore ianei ona tuahine i konei, i a tatou nei? Heoi he ana ratou ki a ia.
δεν ειναι ουτος ο τεκτων, ο υιος της Μαριας, αδελφος δε του Ιακωβου και Ιωση και Ιουδα και Σιμωνος; και δεν ειναι αι αδελφαι αυτου ενταυθα παρ ημιν; Και εσκανδαλιζοντο εν αυτω.
Otira ka mea a Ihu ki a ratou, kei tona kainga anake, kei ona whanaunga, kei tona whare, te poropiti hapa ai i te honore.
Ελεγε δε προς αυτους ο Ιησους οτι δεν ειναι προφητης ανευ τιμης ειμη εν τη πατριδι αυτου και μεταξυ των συγγενων και εν τη οικια αυτου.
A kihai ia i ahei te mea i tetahi merekara ki reira, heoi ano ko te whakapa i ona ringa ki etahi tangata turoro torutoru kia ora ai.
Και δεν ηδυνατο εκει ουδεν θαυμα να καμη, ειμη οτι επι ολιγους αρρωστους επιθεσας τας χειρας εθεραπευσεν αυτους
A miharo ana ia ki to ratou whakaponokore. Na haereerea ana e ia nga kainga a tawhio noa, whakaako ai.
και εθαυμαζε δια την απιστιαν αυτων. Και περιηρχετο τας κωμας κυκλω διδασκων.
Katahi ia ka karanga i te tekau ma rua, ka anga ka tono i a ratou tokorua, tokorua; a hoatu ana ki a ratou he mana hei pei i nga wairua poke.
Και προσκαλεσας τους δωδεκα, ηρχισε να αποστελλη αυτους δυο δυο και εδιδεν εις αυτους εξουσιαν κατα των πνευματων των ακαθαρτων,
I whakahau ia ki a ratou, kia kaua tetahi mea e mauria ki te ara, he tokotoko anake; kaua he putea, kaua he taro, kaua he moni mo roto i te whitiki:
και παρηγγειλεν εις αυτους να μη βασταζωσι μηδεν εις την οδον ειμη ραβδον μονον, μη σακκιον, μη αρτον, μη χαλκον εις την ζωνην,
Engari nga hu, e here na; kaua hoki e takiruatia he koti hei kakahu.
αλλα να ηναι υποδεδεμενοι σανδαλια και να μη ενδυωνται δυο χιτωνας.
I mea ano ia ki a ratou, Ka tapoko ki tetahi whare, hei reira noho ai a haere noa i reira.
Και ελεγε προς αυτους Οπου εαν εισελθητε εις οικιαν, εκει μενετε εωσου εξελθητε εκειθεν.
A, ki te kahore etahi e manako ki a koutou, ki te kore e whakarongo ki a koutou, ina haere atu koutou i reira, ruia atu te puehu i raro i o koutou waewae hei whakaatu ki a ratou. E pono taku e mea atu nei ki a koe, E pai atu mo Hotoma me Komorah a a te ra whakawa, i to tenei pa.
Και οσοι δεν σας δεχθωσι μηδε σας ακουσωσιν, εξερχομενοι εκειθεν εκτιναξατε τον κονιορτον τον υποκατω των ποδων σας δια μαρτυριαν εις αυτους. Αληθως σας λεγω, ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα η Γομορρα εν ημερα κρισεως, παρα εις την πολιν εκεινην.
Na ka haere ratou, ka kauwhau kia ripeneta te tangata.
Και εξελθοντες εκηρυττον να μετανοησωσι,
He maha hoki nga rewera i peia, he tokomaha ano nga turoro i kaukauria ki te hinu, i whakaorangia.
και εξεβαλλον πολλα δαιμονια και ηλειφον πολλους αρρωστους με ελαιον και εθεραπευον.
A ka rongo a Kingi Herora ki enei mea; nui haere hoki tona ingoa: a ka mea ia, Kua ara a Hoani Kaiiriiri i te hunga mate, na reira i mahi ai nga merekara i roto i a ia.
Και ηκουσεν ο βασιλευς Ηρωδης διοτι φανερον εγεινε το ονομα αυτου και ελεγεν οτι Ιωαννης ο Βαπτιστης ανεστη εκ νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
Ko etahi i mea, Ko Iraia tenei. Ko etahi, he poropiti ia, he pera ranei me tetahi o nga poropiti.
Αλλοι ελεγον οτι ο Ηλιας ειναι αλλοι δε ελεγον οτι προφητης ειναι η ως εις των προφητων.
Heoi, i te rongonga o Herora, ka mea ia, Ko Hoani tenei i poutoa e ahau te matenga: kua ara ia.
Ακουσας δε ο Ηρωδης ειπεν οτι ουτος ειναι ο Ιωαννης, τον οποιον εγω απεκεφαλισα αυτος ανεστη εκ νεκρων.
I tono tangata hoki taua Herora, a hopukia ana a Hoani, herea iho ki te whare herehere, he mea mo Heroriaha, mo te wahine a tona tuakana a Piripi: kua marenatia hoki e ia.
Διοτι αυτος ο Ηρωδης απεστειλε και επιασε τον Ιωαννην και εδεσεν αυτον εν τη φυλακη δια την Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου, επειδη ειχε λαβει αυτην εις γυναικα.
Na Hoani hoki i mea ki a Herora, E kore e tika kia riro i a koe te wahine a tou tuakana.
Διοτι ο Ιωαννης ελεγε προς τον Ηρωδην οτι δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης την γυναικα του αδελφου σου.
Na ka mauahara a Heroriaha ki a ia, ka mea kia whakamatea ia; heoi kihai i taea:
Η δε Ηρωδιας εμισει αυτον και ηθελε να θανατωση αυτον, και δεν ηδυνατο.
I hopohopo hoki a Herora ki a Hoani, i mohio hoki ki a ia he tangata tika, he tapu, na ka ata tiaki i a ia. I tona rongonga ki a ia he nui tona pororaru; a i whakaahuareka ano ki te whakarongo ki a ia.
Διοτι ο Ηρωδης εφοβειτο τον Ιωαννην, γνωριζων αυτον ανδρα δικαιον και αγιον, και διεφυλαττεν αυτον και εκαμνε πολλα ακουων αυτου και ευχαριστως ηκουεν αυτου.
A ka tae ki tetahi wa pai, i te takanga ai a Herora i tona ra whanautanga, he hakari ma ana tangata nunui, ma nga rangatira hoia, ma nga tino tangata o Kariri;
Και οτε ηλθεν αρμοδιος ημερα, καθ ην ο Ηρωδης εκαμνεν εν τοις γενεθλιοις αυτου δειπνος εις τους μεγιστανας αυτου και εις τους χιλιαρχους και τους πρωτους της Γαλιλαιας,
A ka haere te tamahine a taua Heroriaha ki roto, ka kanikani, ka ahuareka a Herora ratou ko te hunga e noho tahi ana, a ka mea te kingi ki te kotiro ra, Mau e tono ki ahau tau e pai ai, a ka hoatu e ahau ki a koe.
και εισηλθεν η θυγατηρ αυτης της Ηρωδιαδος και εχορευσε και ηρεσεν εις τον Ηρωδην και τους συγκαθημενους, ειπεν ο βασιλευς προς το κορασιον Ζητησον με ο, τι αν θελης, και θελω σοι δωσει.
Na ka oati ia ki a ia, Ko tau e tono ai ki ahau, ahakoa ko tetahi taha o toku rangatiratanga, me hoatu e ahau ki a koe.
Και ωμοσε προς αυτην οτι θελω σοι δωσει ο, τι με ζητησης, εως του ημισεος της βασιλειας μου.
Na ka haere ia, ka korero ki tona whaea, Me tono ahau kite aha? Ka mea tera, Ki te matenga o Hoani Kaiiriiri.
Η δε εξελθουσα ειπε προς την μητερα αυτης Τι να ζητησω; Η δε ειπε Την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
Na hohoro tonu tona haere ki te kingi, ka tono, ka mea, Ko taku e pai ai, kia homai e koe ki ahau aianei ko te matenga o Hoani Kaiiriiri i runga i te rihi.
Και ευθυς εισελθουσα μετα σπουδης εις τον βασιλεα, εζητησε λεγουσα Θελω να μοι δωσης παραυτα επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
Na nui atu te pouri o te kingi; otira i te whakaaro ki ana oati, ki te hunga hoki e noho tahi ana me ia, kihai i pai kia whakakahoretia tana.
Και ο βασιλευς, αν και ελυπηθη πολυ, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους δεν ηθελησε να απορριψη την αιτησιν αυτης.
Na tonoa tonutia atu e te kingi tetahi o ana hoia kaitiaki me te whakahau atu kia mauria mai tona matenga: a haere ana tera, poutoa iho e ia tona matenga i roto i te whare herehere,
Και ευθυς αποστειλας ο βασιλευς δημιον, προσεταξε να φερθη η κεφαλη αυτου. Ο δε απελθων απεκεφαλισεν αυτον εν τη φυλακη
A mauria mai ana tona matenga i runga i te rihi, hoatu ana ki te kotiro: a na te kotiro i hoatu ki tona whaea.
και εφερε την κεφαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην εις το κορασιον, και το κορασιον εδωκεν αυτην εις την μητερα αυτης.
A, no ka rongo ana akonga, ka haere mai ka tangohia tona tinana, a whakatakotoria ana ki te urupa.
Και ακουσαντες οι μαθηται αυτου, ηλθον και εσηκωσαν το πτωμα αυτου και εθεσαν αυτο εν μνημειω.
Na ka huihui nga apotoro ki a Ihu, korerotia ana e ratou ki a ia nga mea katoa i mea ai ratou, i whakaako ai.
Και συναγονται οι αποστολοι προς τον Ιησουν και απηγγειλαν προς αυτον παντα, και οσα επραξαν και οσα εδιδαξαν.
Na ka mea ia ki a ratou, Haere mai koutou na na ki te koraha ki te wahi motu ke, kia ta ai te manawa: he tokomaha hoki e haere mai ana, e haere atu ana, no kihai rawa ratou i watea ki te kai.
Και ειπε προς αυτους Ελθετε σεις αυτοι κατ ιδιαν εις τοπον ερημον και αναπαυεσθε ολιγον διοτι ησαν πολλοι οι ερχομενοι και οι υπαγοντες, και ουδε να φαγωσιν ηυκαιρουν
A haere puku ana ratou ki te koraha ki tetahi wahi motu ke ra te kaipuke.
και υπηγον εις ερημον τοπον με το πλοιον κατ ιδιαν.
A i kite nga mano i to ratou haerenga, he tokomaha i matau ki a ia, na ka oma a waewae ki reira i roto i nga pa katoa, a ko ratou kua tae wawe.
Και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι, και πολλοι εγνωρισαν αυτον και συνεδραμον εκει πεζοι απο πασων των πολεων και φθασαντες προ αυτων συνηχθησαν πλησιον αυτου.
A ka puta a Ihu, ka kite i te hui nui, ka aroha ki a ratou, no te mea i rite ratou ki te hipi heparakore: a ka anga ia ka whakaako i a ratou ki nga mea maha.
Εξελθων δε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι αυτους, επειδη ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα, και ηρχισε να διδασκη αυτους πολλα.
Na, kua heke noa atu te ra, ka haere atu ana akonga ki a ia, ka mea, He wahi koraha tenei, kua heke noa atu te ra:
Και επειδη ειχεν ηδη παρελθει ωρα πολλη, προσελθοντες προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγουσιν οτι ερημος ειναι ο τοπος και παρηλθεν ηδη πολλη ωρα
Tonoa atu ratou kia haere ki nga whenua, ki nga kainga i tetahi taha, i tetahi taha, ki te hoko kai ma ratou.
απολυσον αυτους, δια να υπαγωσιν εις τους περιξ αγρους και κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους αρτους διοτι δεν εχουσι τι να φαγωσιν.
Na ka whakahoki ia, ka mea ki a ratou, Ma koutou e hoatu he kai ma ratou. Ka mea ratou ki a ia, Me haere oti matou ki te hoko taro ki nga pene e rua rau, ka hoatu ai hei kai ma ratou?
Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσι. Και λεγουσι προς αυτον να υπαγωμεν να αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και να δωσωμεν εις αυτους να φαγωσιν;
Ka mea ia ki a ratou, E hia a koutou taro? Tikina tirohia. Ka mohio ratou, na ka mea, E rima, e rua hoki nga ika.
Ο δε λεγει προς αυτους Ποσους αρτους εχετε; υπαγετε και ιδετε. Και αφου ειδον, λεγουσι Πεντε, και δυο οψαρια.
Ka mea ia ki a ratou kia meinga ratou katoa kia noho, he nohoanga, he nohoanga, ki runga ki te tarutaru matomato.
Και προσεταξεν αυτους να καθισωσι παντας επι του χλωρου χορτου συμποσια συμποσια.
Na ka noho ratou, he ropu, he ropu, tataki rau, tataki rima tekau.
Και εκαθησαν πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα.
A ka mau ia ki nga taro e rima, ki nga ika hoki e rua, ka titiro ki runga ki te rangi, ka whakapai, ka whakawhati i nga taro, a hoatu ana ki ana akonga kia whakatakotoria ma ratou; i tuwhaina ano hoki e ia nga ika e rua ma ratou katoa.
Και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ηυλογησε και κατεκοψε τους αρτους και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν αυτων, και τα δυο οψαρια εμοιρασεν εις παντας.
A kai katoa ana ratou, a ka makona.
Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν.
A kotahi tekau ma rua nga kete i kohia e ratou, ki tonu i nga whatiwhatinga, i nga ika hoki.
Και εσηκωσαν απο των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των οψαριων.
A me te mea e rima mano nga tane i kai taro ra.
Ησαν δε οι φαγοντες τους αρτους εως πεντακισχιλιοι ανδρες.
A akiaki tonu iho ia i ana akonga kia eke ki te kaipuke, kia whakawhiti i mua i a ia ki tawahi, ki Petahaira, i a ia e tono ana i te mano kia haere.
Και ευθυς ηναγκασε τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να προυπαγωσιν εις το περαν προς Βηθσαιδαν, εωσου αυτος απολυση τον οχλον
Na ka mutu tana poroporoaki, ka haere ia ki te maunga ki te inoi.
και απολυσας αυτους, υπηγεν εις το ορος να προσευχηθη.
Na kua ahiahi, i waenga moana te kaipuke, ko ia anake hoki i uta.
Και οτε εγεινεν εσπερα, το πλοιον ητο εν τω μεσω της θαλασσης και αυτος μονος επι της γης.
Na ka kite ia i a ratou e ruwha ana i te hoenga; i he hoki te hau ki a ratou: a i te wha o nga mataaratanga o te po ka haere atu ia ki a ratou, i haere maori atu i runga i te moana, me te mea hoki ka pahika ke i a ratou.
Και ειδεν αυτους βασανιζομενους εις το να κωπηλατωσι διοτι ητο ο ανεμος εναντιος εις αυτους και περι την τεταρτην φυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της θαλασσης, και ηθελε να περαση αυτους.
A, no ka kite ratou i a ia e haere ana i runga i te moana, ka mahara he wairua, ka aue:
Οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της θαλασσης ενομισαν οτι ειναι φαντασμα και ανεκραξαν
I kite hoki ratou katoa i a ia, a ihiihi ana. Otira ka hohoro ia te korero ki a ratou, ka mea ki a ratou, Kia manawanui: ko ahau tenei; kaua e wehi.
διοτι παντες ειδον αυτον και εταραχθησαν. Και ευθυς ελαλησε μετ αυτων και λεγει προς αυτους Θαρσειτε, εγω ειμαι, μη φοβεισθε.
Na ka eke ia ki te kaipuke ki a ratou; a mariri iho te hau: a nui atu to ratou ohomauri, miharo ana.
Και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον, και επαυσεν ο ανεμος και εξεπληττοντο καθ εαυτους λιαν καθ υπερβολην και εθαυμαζον.
Kihai hoki i mahara ki nga taro: he pakeke hoki no o ratou ngakau.
Διοτι δεν ενοησαν εκ των αρτων, επειδη η καρδια αυτων ητο πεπωρωμενη.
A, no to ratou whitinga atu, ka tae ki te whenua o Kenehareta, ka herea te kaipuke ki uta.
Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ και ελιμενισθησαν.
No to ratou mahutatanga i te kaipuke, mohio tonu ratou ki a ia,
Και οτε εξηλθον εκ του πλοιου, ευθυς γνωρισαντες αυτον,
A ka oma puta noa i taua whenua, a tawhio noa, ka anga ka mau mai i nga turoro i runga i nga moenga ki te wahi, i rongo ai ratou kei reira ia.
εδραμον εις παντα τα περιχωρα εκεινα και ηρχισαν να περιφερωσιν επι των κραββατων τους αρρωστους, οπου ηκουον οτι ειναι εκει.
A, i ona haerenga katoatanga ki nga kainga, ki nga pa, ki nga whenua ranei, ka whakatakotoria e ratou nga turoro ki nga kainga hokohoko, ka inoi ki a ia kia pa kau atu ratou ki te taniko o tona kakahu: a ora ake nga tangata katoa i pa ki a ia.
Και οπου εισηρχετο εις κωμας η πολεις η αγρους, εθετον εις τας αγορας τους ασθενεις και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι καν το κρασπεδον του ιματιου αυτου και οσοι ηγγιζον αυτον, εθεραπευοντο.