II Samuel 14

Na ka kite a Ioapa tama a Teruia e anga ana te ngakau o te kingi ki a Apoharama,
Και εγνωρισεν ο Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, οτι η καρδια του βασιλεως ητο εις τον Αβεσσαλωμ.
Ka tono tangata a Ioapa ki Tekoa ki te tiki i tetahi wahine mohio i reira, a ka mea ki a ia, Me mea koe i a koe he wahine e tangi tupapaku ana, me kakahu he kakahu taua, kaua ano e whakawahi i a koe ki te hinu; engari kia rite ki te wahine kua ta ngi noa ake ki te tupapaku.
Και απεστειλεν ο Ιωαβ εις Θεκουε και εφερεν εκειθεν γυναικα σοφην, και ειπε προς αυτην, Προσποιηθητι, παρακαλω, οτι εισαι εν πενθει και ενδυθητι ιματια πενθικα, και μη αλειφθης ελαιον, αλλ εσο ως γυνη πενθουσα ηδη ημερας πολλας δια αποθανοντα
A haere ki te kingi, a ko enei nga kupu mau ki a ia. Heoi hoatu ana e Ioapa nga kupu ki tona mangai.
και υπαγε προς τον βασιλεα και λαλησον προς αυτον κατα τουτους τους λογους. Και εβαλεν ο Ιωαβ τους λογους εις το στομα αυτης.
Na korerotia ana e te wahine o Tekoa ki te kingi, me te tapapa ano ki te whenua, me te piko ano. I mea hoki, Whakaorangia, e te kingi.
Λαλουσα δε η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, επεσε κατα προσωπον αυτης επι της γης και προσεκυνησε και ειπε, Σωσον, βασιλευ.
Na ka mea te kingi ki a ia, He aha tou mate? a ka ki tera, He wahine pouaru nei ahau, kua mate hoki taku tahu.
Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Γυνη χηρα, φευ ειμαι εγω, και απεθανεν ο ανηρ μου
Na tokorua nga tama a tau pononga, heoi whawhai ana raua ki a raua i te parae, a kahore he kaiwawao mo raua. Na patua iho tetahi e tetahi, a mate iho.
και η δουλη σου ειχε δυο υιους, οιτινες ελογομαχησαν αμφοτεροι εν τω αγρω, και δεν ητο ο χωριζων αυτους, αλλ επαταξεν ο εις τον αλλον και εθανατωσεν αυτον
Na ka whakatika nga whanaunga katoa ki tau pononga, e mea ana, Homai te kaipatu i tona teina kia whakamatea hei utu mo te matenga o tona teina, i patua nei e ia, a ka huna e matou te tangata mona te kainga. Na ka keto i a ratou taku ngarahu i te toe, a kahore noa iho e mahue he ingoa mo taku tahu, he toenga ranei i te mata o te whenua.
και ιδου, εσηκωθη πασα η συγγενεια εναντιον της δουλης σου και ειπον, Παραδος τον παταξαντα τον αδελφον αυτου, δια να θανατωσωμεν αυτον, αντι της ζωης του αδελφου αυτου τον οποιον εφονευσε, και να εξολοθρευσωμεν ενταυτω τον κληρονομον και ουτω θελουσι σβεσει τον ανθρακα μου τον εναπολειφθεντα, ωστε να μη αφησωσιν εις τον ανδρα μου ονομα μηδε απομειναριον επι το προσωπον της γης.
Na ka mea te kingi ki te wahine, Haere ki tou whare, a maku nga tikanga mo tau mea.
Και ειπεν ο βασιλευς προς την γυναικα, Υπαγε εις τον οικον σου, και εγω θελω προσταξει υπερ σου.
Na ka mea taua wahine o Tekoa ki te kingi, Hei runga i ahau te kino, e toku ariki, e te kingi, hei runga ano hoki i te whare o toku papa: kia harakore ia te kingi me tona torona.
Και ειπεν η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, Κυριε μου βασιλευ, επ εμε ας ηναι η ανομια και επι τον οικον του πατρος μου ο δε βασιλευς και ο θρονος αυτου αθωοι.
Na ka mea te kingi, Ki te korero tetahi ki a koe, kawea mai ia ki ahau, a e kore ia e pa ki a koe i muri iho.
Και ειπεν ο βασιλευς, Οστις λαληση εναντιον σου, φερε αυτον προς εμε, και δεν θελει πλεον σε εγγισει.
Katahi ia ka mea, Kia mahara ra te kingi ki a Ihowa, ki tou Atua, kia kaua te kaitakitaki toto e whakangaro a mua ake, kei huna taku tama. Na ka ki ia, E ora ana a Ihowa e kore tetahi makawe o tau tama e taka ki te whenua.
Η δε ειπεν, Ας ενθυμηθη, παρακαλω, ο βασιλευς Κυριον τον Θεον σου, και ας μη αφηση τους εκδικητας του αιματος να πληθυνωσι την φθοραν και να απολεσωσι τον υιον μου. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ του υιου σου δεν θελει πεσει εις την γην.
Na ka mea taua wahine, Tena, kia korerotia e tau pononga tetahi kupu ki toku ariki, ki te kingi. Ano ra ko ia, Korero.
Τοτε ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου λογον προς τον κυριον μου τον βασιλεα. Και ειπε, Λαλησον.
Na ka mea taua wahine, He aha ra koe i he ai ki te iwi a te Atua, i whakaaro ai i tenei mea? i te kingi hoki e korero ana i tenei mea, e rite ana ia ki te tangata kua he, i te kingi e kore nei e whakahoki mai i tana i peia atu ra.
Και ειπεν η γυνη, Και δια τι εστοχασθης τοιουτον πραγμα κατα του λαου του Θεου; διοτι ο βασιλευς λαλει τουτο ως ανθρωπος ενοχος, επειδη ο βασιλευς δεν στελλει να επαναφερη τον εξοριστον αυτου.
Mo te mate nei hoki tatou, a ka rite ki te wai i maringi ki te whenua, kahore nei e kohikohia ake; na kahore te Atua e tango atu ana i te ora, engari e whakaaro ana i nga whakaaro e kore ai e peia rawatia atu i a ia te mea i peia.
Διοτι αφευκτως θελομεν αποθανει, και ειμεθα ως υδωρ διακεχυμενον επι της γης, το οποιον δεν επισυναγεται παλιν και ο Θεος δεν θελει να απολεσθη ψυχη, αλλ εφευρισκει μεσα, ωστε ο εξοριστος να μη μενη εξωσμενος απ αυτου.
Koia ahau i haere mai ai ki te korero i tenei mea ki te kingi, ki toku ariki, he wehi noku i ta te iwi; koia tau pononga i mea ai, Me korero ahau ki te kingi; tera pea te kingi e mea i ta tana pononga e korero ai.
Τωρα δια τουτο ηλθον να λαλησω τον λογον τουτον προς τον κυριον μου τον βασιλεα, διοτι ο λαος με εφοβισε και η δουλη σου ειπε, θελω τωρα λαλησει προς τον βασιλεα ισως καμη ο βασιλευς την αιτησιν της δουλης αυτου.
Tera hoki te kingi e rongo, e whakaora i tana pononga i te ringa o te tangata e huna ai maua tahi ko taku tama i to te Atua wahi tupu.
Διοτι ο βασιλευς θελει εισακουσει, δια να ελευθερωση την δουλην αυτου εκ χειρος του ανθρωπου του ζητουντος να εξαλειψη εμε και τον υιον μου ενταυτω απο της κληρονομιας του Θεου.
Koia tau pononga i mea ai, Akuanei he whakamarie te kupu a toku ariki, a te kingi; e rite ana hoki toku ariki, te kingi ki te anahera a te Atua, hei whakarongo ki te pai, ki te kino; hei hoa ano mou a Ihowa, te Atua.
Ειπε μαλιστα η δουλη σου, Ο λογος του κυριου μου του βασιλεως θελει εισθαι τωρα παρηγορητικος διοτι ως αγγελος Θεου, ουτως ειναι ο κυριος μου ο βασιλευς, εις το να διακρινη το καλον και το κακον και Κυριος ο Θεος σου θελει εισθαι μετα σου.
Na ka whakahoki te kingi, ka mea ki te wahine, Na, kaua e huna ki ahau te kupu e uia e ahau ki a koe. Na ka mea te wahine, Tena, kia korero toku ariki, te kingi.
Τοτε απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς την γυναικα, Μη κρυψης απ εμου τωρα το πραγμα, το οποιον θελω σε ερωτησει εγω. Και ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς.
Na ka mea te kingi, Kahore ianei te ringa o Ioapa i a koe i tenei mea katoa? Ano ra ko te wahine, i mea ia, E ora ana tou wairua, e toku ariki, e te kingi, ina, kahore he tahuritanga mo tetahi ki matau, ki maui, i nga kupu katoa i korero ai toku ariki, te kingi: na tau pononga hoki, na Ioapa, nana ahau i whakahau, nana hoki i homai enei kupu katoa ki te mangai o tau pononga.
Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν ειναι εις ολον τουτο η χειρ του Ιωαβ μετα σου; Και η γυνη απεκριθη και ειπε, Ζη η ψυχη σου, κυριε μου βασιλευ, ουδεν εκ των οσα ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς δεν εκλινεν ουτε δεξια ουτε αριστερα διοτι ο δουλος σου Ιωαβ, αυτος προσεταξεν εις εμε, και αυτος εβαλε παντας τους λογους τουτους εις το στομα της δουλης σου
He whakaahua ke i te tikanga o tenei korero i mea ai tau pononga, a Ioapa i tenei mea: a he mohio toku ariki, he pera me te mohio o te anahera a te Atua, he mohio ki nga mea katoa o te whenua.
ο δουλος σου Ιωαβ εκαμε τουτο, να μεταστρεψω την μορφην του πραγματος τουτου και ο κυριος μου ειναι σοφος, κατα την σοφιαν αγγελου του Θεου, εις το να γνωριζη παντα τα εν τη γη.
Na ka mea te kingi ki a Ioapa, Na kua meatia nei tenei mea e ahau: tikina, whakahokia mai taua tamaiti, a Apoharama.
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, Ιδου, τωρα, εκαμα το πραγμα τουτο υπαγε λοιπον, επαναφερε τον νεον, τον Αβεσσαλωμ.
Na ka tapapa a Ioapa ki te whenua, ka piko, ka whakapai i te kingi: i mea ano a Ioapa, No tenei ra tau pononga i mohio ai e manakohia ana ahau e koe, e toku ariki, e te kingi, no te kingi hoki ka whakamana i te kupu a tana pononga.
Και επεσεν ο Ιωαβ κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε και ευλογησε τον βασιλεα και ειπεν ο Ιωαβ, Σημερον ο δουλος σου γνωριζει οτι ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ, καθοτι ο βασιλευς εκαμε τον λογον του δουλου αυτου.
Heoi whakatika ana a Ioapa, a haere ana ki Kehuru, a kawea ana e ia a Apoharama ki Hiruharama.
Τοτε εσηκωθη ο Ιωαβ και υπηγεν εις Γεσσουρ και εφερε τον Αβεσσαλωμ εις Ιερουσαλημ.
Na ka mea te kingi, Kia tahuri atu ia ki tona whare, kaua hoki ia e kite i toku kanohi. Na tahuri ana a Apoharama ki tona whare, kihai hoki i kite i te kanohi o te kingi.
Και ειπεν ο βασιλευς, Ας επιστρεψη εις τον οικον αυτου και ας μη ιδη το προσωπον μου. Ουτως επεστρεψεν ο Αβεσσαλωμ εις τον οικον αυτου, και δεν ειδε το προσωπον του βασιλεως.
Na kahore he rite mo Apoharama, te korerotia tona ataahua i roto i a Iharaira katoa: kahore ona koha i te kapu o tona waewae a tae noa ki tona tumuaki.
Εις παντα δε τον Ισραηλ δεν υπηρχεν ανθρωπος ουτω θαυμαζομενος δια την ωραιοτητα αυτου ως ο Αβεσσαλωμ απο του ιχνους του ποδος αυτου εως της κορυφης αυτου δεν υπηρχεν εν αυτω ελαττωμα
A ka kutikutia e ia tona matenga; i kutikutia hoki e ia i te takanga o te tau: he taimaha hoki nona koia i kutikutia ai: na ka paunatia e ia nga makawe o tona matenga, e rua rau nga hekere o ta te kingi pauna.
και οποτε εκουρευε την κεφαλην αυτου, διοτι εις το τελος εκαστου ετους εκουρευεν αυτην επειδη τα μαλλια εβαρυνον αυτον δια τουτο εκοπτεν αυτα εζυγιζε τας τριχας της κεφαλης αυτου, και ησαν διακοσιων σικλων κατα το βασιλικον ζυγιον.
A tokotoru nga tama i whanau ma Apoharama, kotahi hoki te kotiro, ko tona ingoa ko Tamara; he wahine kanohi ataahua ano ia.
Εγεννηθησαν δε εις τον Αβεσσαλωμ τρεις υιοι και μια θυγατηρ, ονοματι Θαμαρ αυτη ητο γυνη ωραιοτατη.
Na e rua tino tau i noho ai a Apoharama ki Hiruharama, a kihai i i kitea e ia te kanohi o te kingi.
Και κατωκησεν ο Αβεσσαλωμ εν Ιερουσαλημ δυο ολοκληρα ετη, και το προσωπον του βασιλεως δεν ειδεν.
Na ka tono tangata a Apoharama ki a Ioapa, he mea kia tonoa ia ki te kingi; heoi kihai tera i pai ki te haere mai ki a ia. Na ka tono ano ia, otiia kihai tera i pai ki te haere mai.
Οθεν απεστειλεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Ιωαβ, δια να πεμψη αυτον προς τον βασιλεα πλην δεν ηθελησε να ελθη προς αυτον απεστειλε παλιν εκ δευτερου, αλλα δεν ηθελησε να ελθη.
Na reira ka mea ia ki ana pononga, Nana, tata tonu ki toku to Ioapa wahi whenua, he parei ano tana kei reira; tikina tahuna ki te ahi. Na kua tahuna e nga tangata a Apoharama ki te ahi.
Τοτε ειπε προς τους δουλους αυτου, Ιδετε, ο αγρος του Ιωαβ ειναι πλησιον του ιδικου μου, και εχει κριθην εκει υπαγετε και κατακαυσατε αυτην εν πυρι και κατεκαυσαν οι δουλοι του Αβεσσαλωμ τον αγρον εν πυρι.
Na ka whakatika a Ioapa, a haere ana ki a Apoharama ki te whare, a ka mea ki a ia, He aha i tahuna ai toku wahi e au tangata ki te ahi?
Και εσηκωθη ο Ιωαβ και ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ εις την οικιαν και ειπε προς αυτον, Δια τι κατεκαυσαν οι δουλοι σου τον αγρον μου εν πυρι;
Na ka mea a Apoharama ki a Ioapa, Nana, i tono tangata ahau ki a koe, i mea, Haere mai ki konei kia tonoa ai koe e ahau ki te kingi hei mea, Mo te aha ahau i haere mai ai i Kehuru? He pai ke moku me i noho tonu ahau ki reira; ko tenei kia kite a hau i te kanohi o te kingi; a ki te mea he kino toku, me whakamate ahau e ia.
Ο δε Αβεσσαλωμ απεκριθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, απεστειλα προς σε, λεγων, Ελθε ενταυθα, δια να σε πεμψω προς τον βασιλεα να ειπης, Δια τι ηλθον απο Γεσσουρ; ηθελεν εισθαι καλητερον δι εμε να ημην ετι εκει τωρα λοιπον ας ιδω το προσωπον του βασιλεως και αν ηναι αδικια εν εμοι, ας με θανατωση.
Heoi haere ana a Ioapa ki te kingi, ki te korero ki a ia. Na ka karangatia a Apoharama e ia, a Haere ana ia ki te kingi. Na piko ana ia ki a ia, ahu ana tona mata ki te whenua i te aroaro o te kingi: a kihia ana a Apoharama e te kingi.
Τοτε ο Ιωαβ ηλθε προς τον βασιλεα και ανηγγειλε ταυτα προς αυτον και εκαλεσε τον Αβεσσαλωμ, και ηλθε προς τον βασιλεα, και πεσων επι προσωπον αυτου εις την γην, προσεκυνησεν ενωπιον του βασιλεως και ο βασιλευς εφιλησε τον Αβεσσαλωμ.