II Kings 4

Na i tangi tetahi o nga wahine a nga tama a nga poropiti ki a Eriha, i mea, Kua mate tau pononga, taku tahu; a e mohio ana koe i wehi tau pononga i a Ihowa: na kua tae mai te kaiwhakatarewa moni ki te tango i aku tama tokorua hei pononga mana.
Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
Na ka mea a Eriha ki a ia, Ko te aha kia meatia e ahau mau? whakaaturia mai; he aha tau i roto i te whare? Ano ra ko tera, Kahore he mea a tau pononga i roto i te whare, heoti rawa he pata hinu.
Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.
Katahi ia ka mea, Haere, tonoa etahi oko mau i waho, i ou hoa tata katoa, hei nga oko tahanga; kei torutoru.
Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα δανεισθητι ουχι ολιγα
A ka haere koe ki roto, ka tutaki i te tatau ki a koutou ko au tama, a ka riringi ki aua oko katoa; a me waiho ake i rahaki te mea kua ki.
εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.
Na haere ana ia, a tutakina ana te tatau ki a ratou ko ana tama; a kawea ana mai nga oko ki a ia, a ko ia hei riringi ki roto.
Ανεχωρησε λοιπον απ αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.
A, ka ki nga oko, ka mea atu ia ki tana tama, Mauria mai ano he oko ki ahau. A ka mea tera ki a ia, Kahore atu he oko. Na mutu ake te hinu.
Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.
Katahi ia ka haere, ka korero ki te tangata a te Atua. Ano ra ko tera, Haere, hokona taua hinu, ka utu i tau moni tarewa, a ko te toenga hei oranga mo koutou ko au tama.
Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.
Na i tetahi ra ka haere a Eriha ki Huneme, i reira hoki tetahi wahine nui; a tohea ana e tera kia kai taro ia. Na reira, i ona haerenga katoa atu ma reira, peka ai ia ki reira ki te kai taro.
Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.
Na ka mea tera ki tana tahu, Nana, e mohio ana ahau he tangata tapu na te Atua tenei e kopikopiko nei ma to taua wahi.
Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας
Me hanga e tatou tetahi ruma nohinohi ki runga i te taiepa; a me whakapai he moenga mona ki reira, he tepu, he nohoanga, he turanga rama; mo tona haere mai ki a tatou, na ka peka ki reira.
ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου και ας βαλωμεν εκει δι αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.
Na i tetahi ra ka tae mai ia ki reira, a peka ana ki taua ruma, takoto ana ki reira.
Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.
Na ka mea ia ki tana tangata, ki a Kehati, Karangatia te Hunami nei. Na karangatia ana e ia, a tu ana tera ki tona aroaro.
Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.
Na ka mea ia ki te tangata, Mea atu ki a ia, Nana, Nau katoa enei whakaaro i whakaaro mai ki a maua; ko te aha kia meatia mau? e mea ana ranei koe kia korerotia koe ki te kingi, ki te rangatira ope ranei? Ano ra ko tera, Kei waenganui nei ahau i toku iwi e noho ana.
Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.
Na ka mea ia, Ko te aha ra kia meatia mana? Ano ra ko Kehati, Hore rawa ana tama, he koroheke ano hoki tana tahu.
Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.
Na ka mea ake ia, Karangatia ia. Na karangatia ana ia e ia, a tu ana tera i te kuwaha.
Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.
Na ka mea ia, Kei tenei wa, kia taka mai ano te wa, ka awhi koe i te tama. Ano ra ko tera, Kaua, e toku ariki, e te tangata a te Atua, kaua e teka ki tau pononga wahine.
Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
A ka hapu te wahine ra, a ka whanau he tama i taua wa, i te takanga mai ano, i ta Eriha i korero ai ki a ia.
Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.
A, ka kaumatua te tamaiti, i tetahi ra ka haere ia ki tona papa ki nga kaikotikoti.
Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.
Na ka mea ia ki tona papa, Toku matenga! toku matenga! Na ka mea tera ki tetahi taitama, Kawea ki tona whaea.
Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.
A, no tana mauranga i a ia, a ka tae ki tona whaea, ka noho ia i runga i ona turi, a poutumaro noa te ra; katahi ka mate.
Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.
Na haere ana ia ki runga, whakatakotoria ana ia ki te moenga o te tangata a te Atua, a tutakina ana tera e ia ki roto, puta ana ki waho.
Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.
Na ka karanga ia ki tana tahu, ka mea, Tena, unga mai tetahi o nga taitama na ki ahau, me tetahi o nga kaihe, kia rere ai ahau ki te tangata a te Atua, ka hoki mai ai.
Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.
Ano ra ko tera, He aha koe i haere ai ki a ia inaianei? ehara nei hoki i te kowhititanga marama, i te hapati ranei. Ka mea ia, He pai.
Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.
Katahi ka whakanohoia e ia te kaihe, a ka mea ki tana tangata, Arahina atu, haere tonu; kaua e whakangawaritia tau rere moku, kia mea atu ra ano ahau ki a koe.
Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.
Na haere ana ia, a ka tae ki te tangata a te Atua, ki Maunga Karamere. A, no te kitenga atu o te tangata a te Atua i a ia i tawhiti, ka mea ia ki tana tangata ki a Kehati, Nana, ko te Hunami ra:
Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη
Na, rere atu ki te whakatau i a ia, ka mea ki a ia, Kei te pai ranei koe? kei te pai tau tahu? kei te pai ranei te tamaiti? Ano ra ko ia, Kei te pai.
τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.
A, no tona taenga ki te tangata a te Atua, ki te puke, hopukia ana e ia ona waewae. Na ka haere a Kehati ki te pana i a ia. Otiia ka mea te tangata a te Atua, Waiho ra, e mamae ana hoki tona ngakau; i huna hoki tenei e Ihowa i ahau, kihai i whak aaturia ki ahau.
Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ εμου και δεν μοι εφανερωσε.
Katahi ka mea tera, I tonoa ranei e ahau tetahi tama i toku ariki? kihai ianei ahau i mea, Kaua ahau e tinihangatia?
Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;
Katahi ia ka mea ki a Kehati, Whitikiria tou hope, maua atu hoki taku tokotoko i tou ringa, a haere: ki te tutaki koe ki te tangata, kaua e owha ki a ia; ki te owha tetahi ki a koe, kaua e whakahoki kupu ki a ia; a whakatakotoria taku tokotoko k i te mata o te tamaiti.
Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
Na ka mea te whaea o te tamaiti, E ora ana a Ihowa, e ora ana hoki tou wairua, e kore ahau e whakarere i a koe. Na whakatika ana ia, haere ana i muri i te wahine.
Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.
Na ko Kehati kua pahemo i mua i a raua, a whakatakotoria ana e ia te tokotoko ki te mata o te tamaiti; otiia kahore he reo, kahore hoki he ohonga ake. Heoi hoki ana ia ki te whakatau i a ia, a ka korero ki a ia, ka mea, Kihai i korikori te tamai ti.
Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.
A, no te taenga o Eriha ki te whare, na, kua mate te tamaiti, e takoto ana i tona moenga
Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.
Heoi haere ana ia ki roto, tutakina ana mai te tatu ki a raua tokorua, kei te inoi i a Ihowa.
Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.
Na piki ana ia ki runga, a takoto ana ki runga ki te tamaiti, a meatia iho ana tana mangai ki te pera, ona kanohi ki runga ki o tera kanohi, ona ringa ki runga ki o tera ringa; na wharoro ana ia ki runga ki a ia; na kua mahana haere nga kiko o t e tamaiti.
Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου και εξηπλωθη επ αυτο και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.
Katahi ia ka hoki iho, ka haere a roto i te whare, Kotahi kopikotanga; a ka piki ki runga, ka wharoro ki runga ki a ia: na kua tihe te tamaiti, e whitu nga tihetanga, kua titiro nga kanohi o te tamaiti.
Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ αυτο και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
Katahi tera ka karanga ki a Kehati, ka mea, Karangatia te Hunami nei. Heoi karangatia ana e ia. No te taenga mai o tera ki a ia, ka mea ia, Tangohia tau tama.
Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.
Katahi ka haere mai tera, ka hinga ki ona waewae, piko ana ki te whenua; na hapainga ana e ia tana tama, puta atu ana.
Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.
Na ka tae ano a Eriha ki Kirikara; a he matekai i te whenua; a i tona aroaro nga tama a nga poropiti e noho ana: a ka mea ia ki tana tangata, Whakaekea te kohua nui, kohuatia he kai ma nga tama a nga poropiti.
Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα και ητο πεινα εν τη γη και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.
Na ka haere tetahi ki te parae ki te kohi puwha, ka kite i te hue maori, ka kohia e ia he hue maori, ki tonu tona kakahu; haere ana, katokatohia ana ki roto ki te kohua, ki nga mea i kohuatia ra: kihai hoki i mohiotia e ratou.
Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.
Heoi ringihia ana e ratou hei kai ma nga tangata. Heoi, i a ratou e kai ana i te mea i kohuatia ra, ka karanga ratou, ka mea, He mate kei roto i te kohua, e te tangata a te Atua! Na kihai i taea te kai.
Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.
Otiia i mea ia, Tena, kawea mai he paraoa. Na maka ana e ia ki roto ki te kohua; a ka mea ia, Ringihia ma te hunga nei, kia kai ratou. Na kua kore he he i roto i te kohua.
Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.
Na ka tae mai tetahi tangata o Paarahariha, ka mauria mai he taro matamua ma te tangata a te Atua, e rua tekau nga taro, he mea parei, me etahi hua witi i roto i tana kopaki. A ka mea ia, Hoatu ki te hunga nei, kia kai ratou.
Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ−σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.
Ano ra ko tana tuari, Ha, me hoatu ranei tenei e ahau ma nga tangata kotahi rau? Ano ra ko ia, Hoatu ma te iwi, kia kai ratou; ko ta Ihowa kupu hoki tenei, Ka kai ratou, a toe ake.
Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
Heoi hoatu ana e ia ki to ratou aroaro, a kainga ana e ratou, a toe ake; i rite tonu ki ta Ihowa kupu.
Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.