Psalms 18

I will love thee, O LORD, my strength.
Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ και ειπε, Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου.
The LORD is my rock, and my fortress, and my deliverer; my God, my strength, in whom I will trust; my buckler, and the horn of my salvation, and my high tower.
Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου Θεος μου, βραχος μου επ αυτον θελω ελπιζει η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου υψηλος πυργος μου.
I will call upon the LORD, who is worthy to be praised: so shall I be saved from mine enemies.
Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.
The sorrows of death compassed me, and the floods of ungodly men made me afraid.
Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν
The sorrows of hell compassed me about: the snares of death prevented me.
Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν.
In my distress I called upon the LORD, and cried unto my God: he heard my voice out of his temple, and my cry came before him, even into his ears.
Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου.
Then the earth shook and trembled; the foundations also of the hills moved and were shaken, because he was wroth.
Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.
There went up a smoke out of his nostrils, and fire out of his mouth devoured: coals were kindled by it.
Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου ανθρακες ανηφθησαν απ αυτου.
He bowed the heavens also, and came down: and darkness was under his feet.
Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.
And he rode upon a cherub, and did fly: yea, he did fly upon the wings of the wind.
Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων.
He made darkness his secret place; his pavilion round about him were dark waters and thick clouds of the skies.
Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων.
At the brightness that was before him his thick clouds passed, hail stones and coals of fire.
Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος.
The LORD also thundered in the heavens, and the Highest gave his voice; hail stones and coals of fire.
Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου χαλαζα και ανθρακες πυρος.
Yea, he sent out his arrows, and scattered them; and he shot out lightnings, and discomfited them.
Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους.
Then the channels of waters were seen, and the foundations of the world were discovered at thy rebuke, O LORD, at the blast of the breath of thy nostrils.
Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου.
He sent from above, he took me, he drew me out of many waters.
Εξαπεστειλεν εξ υψους ελαβε με ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.
He delivered me from my strong enemy, and from them which hated me: for they were too strong for me.
Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.
They prevented me in the day of my calamity: but the LORD was my stay.
Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου αλλ ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου
He brought me forth also into a large place; he delivered me, because he delighted in me.
και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε.
The LORD rewarded me according to my righteousness; according to the cleanness of my hands hath he recompensed me.
Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.
For I have kept the ways of the LORD, and have not wickedly departed from my God.
Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.
For all his judgments were before me, and I did not put away his statutes from me.
Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ εμου
I was also upright before him, and I kept myself from mine iniquity.
και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.
Therefore hath the LORD recompensed me according to my righteousness, according to the cleanness of my hands in his eyesight.
Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
With the merciful thou wilt shew thyself merciful; with an upright man thou wilt shew thyself upright;
Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι
With the pure thou wilt shew thyself pure; and with the froward thou wilt shew thyself froward.
μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη.
For thou wilt save the afflicted people; but wilt bring down high looks.
Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει.
For thou wilt light my candle: the LORD my God will enlighten my darkness.
Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου.
For by thee I have run through a troop; and by my God have I leaped over a wall.
Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.
As for God, his way is perfect: the word of the LORD is tried: he is a buckler to all those that trust in him.
Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ αυτον.
For who is God save the LORD? or who is a rock save our God?
Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων;
It is God that girdeth me with strength, and maketh my way perfect.
Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου.
He maketh my feet like hinds' feet, and setteth me upon my high places.
Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.
He teacheth my hands to war, so that a bow of steel is broken by mine arms.
Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.
Thou hast also given me the shield of thy salvation: and thy right hand hath holden me up, and thy gentleness hath made me great.
Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.
Thou hast enlarged my steps under me, that my feet did not slip.
Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.
I have pursued mine enemies, and overtaken them: neither did I turn again till they were consumed.
Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.
I have wounded them that they were not able to rise: they are fallen under my feet.
Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν επεσον υπο τους ποδας μου.
For thou hast girded me with strength unto the battle: thou hast subdued under me those that rose up against me.
Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ εμε.
Thou hast also given me the necks of mine enemies; that I might destroy them that hate me.
Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.
They cried, but there was none to save them: even unto the LORD, but he answered them not.
Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.
Then did I beat them small as the dust before the wind: I did cast them out as the dirt in the streets.
Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων.
Thou hast delivered me from the strivings of the people; and thou hast made me the head of the heathen: a people whom I have not known shall serve me.
Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου κατεστησας με κεφαλην εθνων λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.
As soon as they hear of me, they shall obey me: the strangers shall submit themselves unto me.
Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε ξενοι υπεταχθησαν εις εμε.
The strangers shall fade away, and be afraid out of their close places.
Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.
The LORD liveth; and blessed be my rock; and let the God of my salvation be exalted.
Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου
It is God that avengeth me, and subdueth the people under me.
ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου
He delivereth me from mine enemies: yea, thou liftest me up above those that rise up against me: thou hast delivered me from the violent man.
οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ εμε ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.
Therefore will I give thanks unto thee, O LORD, among the heathen, and sing praises unto thy name.
Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.
Great deliverance giveth he to his king; and sheweth mercy to his anointed, to David, and to his seed for evermore.
Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.