Numbers 17

És szóla az Úr Mózesnek, mondván:
Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην λεγων,
Szólj Izráel fiainak, és végy tőlök egy-egy vesszőt az ő atyáiknak háza szerint; az ő atyáik házának valamennyi fejedelmétől tizenkét vesszőt; és kinek-kinek a nevét írd fel az ő vesszejére.
Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ, και λαβε παρ εκαστου αυτων ραβδον κατα τον οικον των πατερων αυτων, παρα παντων των αρχοντων αυτων κατα τον οικον των πατερων αυτων, δωδεκα ραβδους εκαστου το ονομα επιγραψον επι της ραβδου αυτου
Az Áron nevét pedig írd a Lévi vesszejére: mert egy vessző *esik* az ő atyjok házának fejéért.
και το ονομα του Ααρων επιγραψον επι της ραβδου του Λευι, επειδη μια ραβδος θελει εισθαι δι εκαστον αρχηγον του οικου των πατερων αυτων
És tedd le azokat a gyülekezet sátorában a bizonyság *ládája* elé, a hol megjelenek néktek.
και θελεις αποθεσει αυτας εν τη σκηνη του μαρτυριου εμπροσθεν του μαρτυριου, οπου θελω ευρισκεσθαι μεθ υμων
És lesz, hogy annak a férfiúnak vesszeje, a kit elválasztok, kihajt; így hárítom el magamról Izráel fiainak zúgolódásait, a melyekkel zúgolódnak ti ellenetek.
και η ραβδος του ανθρωπου, οντινα εκλεξω, θελει βλαστησει και θελω καμει να παυσωσιν απ εμπροσθεν μου οι γογγυσμοι των υιων Ισραηλ, τους οποιους αυτοι γογγυζουσιν εναντιον σας.
Szóla azért Mózes Izráel fiainak, és adának néki mind az ő fejedelmeik egy-egy vesszőt egy-egy fejedelemért; az ő atyáiknak háza szerint tizenkét vesszőt; az Áron vesszeje is azok között a vesszők között vala.
Και ελαλησεν ο Μωυσης προς τους υιους Ισραηλ και εδωκαν εις αυτον παντες οι αρχοντες αυτων ανα μιαν ραβδον εκαστος αρχων κατα τους οικους των πατερων αυτων, δωδεκα ραβδους και ραβδος του Ααρων ητο μεταξυ των ραβδων αυτων.
És letevé Mózes a vesszőket az Úr elé a bizonyság sátorában.
Και απεθηκεν ο Μωυσης τας ραβδους ενωπιον του Κυριου εν τη σκηνη του μαρτυριου.
És lőn másnap, hogy beméne Mózes a bizonyság sátorába; és ímé kihajtott vala a Lévi házából való Áronnak vesszeje, és hajtást hajtott, és virágot növelt, és mandolát érlelt.
Και την επαυριον εισηλθεν ο Μωυσης εις την σκηνην του μαρτυριου και ιδου, η ραβδος του Ααρων δια τον οικον του Λευι εβλαστησε και ανεφυησε βλαστον και εξηνθησεν ανθη και εδωκεν αμυγδαλα.
És kihozá Mózes mind azokat a vesszőket az Úr színe elől mind az Izráel fiai elé, és miután megnézték vala, vevé kiki az ő vesszejét.
Και εφερεν εξω ο Μωυσης πασας τας ραβδους απ εμπροσθεν του Κυριου προς παντας τους υιους Ισραηλ και αυτοι ειδον και ελαβον εκαστος την ραβδον αυτου.
És monda az Úr Mózesnek: Vidd vissza az Áron vesszejét a bizonyság *ládája* elé, hogy őriztessék ott a lázadó fiaknak jegyül, hogy megszünjék az én ellenem való zúgolódások, hogy meg ne haljanak.
Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Αποθες την ραβδον του Ααρων εμπροσθεν του μαρτυριου, δια να φυλαττηται εις σημειον εις τους υιους της αποστασιας και θελεις καταπαυσει απ εμου τους γογγυσμους αυτων, δια να μη αποθανωσι.
És megcselekedé Mózes; a mint parancsolta vala az Úr néki, akképen cselekedék.
Και εκαμεν ο Μωυσης καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος ουτως εκαμε.
És szólának Izráel fiai Mózesnek, mondván: Ímé pusztulunk, veszünk, mi mindnyájan elveszünk!
Και ειπον οι υιοι Ισραηλ προς τον Μωυσην λεγοντες, Ιδου, ημεις αποθνησκομεν, αφανιζομεθα, παντες αφανιζομεθα
Valaki közel járul az Úrnak sátorához, meghal. Avagy mindenestől elpusztulunk-é?!
πας ο πλησιαζων, ο πλησιαζων εις την σκηνην του Κυριου, αποθνησκει παντες θελομεν εκλειψει αποθνησκοντες;