Matthew 19

És lőn, mikor elvégezte Jézus e beszédeket, elméne Galileából, és méne Júdeának határaiba a Jordánon túl;
Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους τους λογους τουτους, ανεχωρησεν απο της Γαλιλαιας και ηλθεν εις τα ορια της Ιουδαιας περαν του Ιορδανου.
És követé őt nagy sokaság, és meggyógyítá ott őket.
Και ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι, και εθεραπευσεν αυτους εκει.
És hozzá menének a farizeusok, kisértvén őt és mondván: Szabad-é az embernek az ő feleségét akármi okért elbocsátani?
Και ηλθον προς αυτον οι Φαρισαιοι, πειραζοντες αυτον και λεγοντες προς αυτον Συγχωρειται εις τον ανθρωπον να χωρισθη την γυναικα αυτου δια πασαν αιτιαν;
Ő pedig felelvén, monda: Nem olvastátok-é, hogy a teremtő kezdettől fogva férfiúvá és asszonynyá teremté őket,
Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους Δεν ανεγνωσατε οτι ο πλασας απ αρχης αρσεν και θηλυ επλασεν αυτους
És ezt mondá: Annak okáért elhagyja a férfiú atyját és anyját; és ragaszkodik feleségéhez, és lesznek ketten egy testté.
και ειπεν, Ενεκεν τουτου θελει αφησει ανθρωπος τον πατερα και την μητερα και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου, και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν;
Úgy hogy többé nem kettő, hanem egy test. A mit azért az Isten egybeszerkesztett, ember el ne válaszsza.
Ωστε δεν ειναι πλεον δυο, αλλα μια σαρξ. Εκεινο λοιπον το οποιον ο Θεος συνεζευξεν, ανθρωπος ας μη χωριζη.
Mondának néki: Miért rendelte tehát Mózes, hogy válólevelet kell adni, és úgy bocsátani el az asszonyt?
Λεγουσι προς αυτον Δια τι λοιπον ο Μωυσης προσεταξε να δωση εγγραφον διαζυγιου και να χωρισθη αυτην;
Monda nékik: Mózes a ti szívetek keménysége miatt engedte volt meg néktek, hogy feleségeiteket elbocsássátok; de kezdettől fogva nem így volt.
Λεγει προς αυτους Διοτι ο Μωυσης δια την σκληροκαρδιαν σας συνεχωρησεν εις εσας να χωριζησθε τας γυναικας σας απ αρχης ομως δεν εγεινεν ουτω.
Mondom pedig néktek, hogy a ki elbocsátja feleségét, hanemha paráznaság miatt, és mást vesz el, házasságtörő; és a ki elbocsátottat vesz el, az is házasságtörő.
Σας λεγω δε οτι οστις χωρισθη την γυναικα αυτου εκτος δια πορνειαν και νυμφευθη αλλην, γινεται μοιχος και οστις νυμφευθη γυναικα κεχωρισμενην, γινεται μοιχος.
Mondának néki tanítványai: Ha így van a férfi dolga az asszonynyal, nem jó megházasodni.
Λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου Εαν ουτως εχη η υποχρεωσις του ανδρος προς την γυναικα, δεν συμφερει να νυμφευθη.
Ő pedig monda nékik: Nem mindenki veszi be ezt a beszédet, hanem a kinek adatott.
Ο δε ειπε προς αυτους Δεν δυνανται παντες να δεχθωσι τον λογον τουτον, αλλ εις οσους ειναι δεδομενον.
Mert vannak heréltek, a kik anyjuk méhéből születtek így; és vannak heréltek, a kiket az emberek heréltek ki; és vannak heréltek, a kik maguk herélték ki magukat a mennyeknek országáért. A ki beveheti, vegye be.
Διοτι ειναι ευνουχοι, οιτινες εκ κοιλιας μητρος εγεννηθησαν ουτω, και ειναι ευνουχοι, οιτινες ευνουχισθησαν υπο των ανθρωπων, και ειναι ευνουχοι, οιτινες ευνουχισαν εαυτους δια την βασιλειαν των ουρανων. Οστις δυναται να δεχθη τουτο, ας δεχθη.
Ekkor kis gyermekeket hozának hozzá, hogy kezeit vesse azokra, és imádkozzék; a tanítványok pedig dorgálják vala azokat.
Τοτε εφερθησαν προς αυτον παιδια, δια να επιθεση τας χειρας επ αυτα και να ευχηθη οι δε μαθηται επεπληξαν αυτα.
Jézus pedig monda: Hagyjatok békét e kis gyermekeknek, és ne tiltsátok meg nekik, hogy hozzám jőjjenek; mert ilyeneké a mennyeknek országa.
Πλην ο Ιησους ειπεν Αφησατε τα παιδια και μη εμποδιζετε αυτα να ελθωσι προς εμε διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια των ουρανων.
És kezeit reájuk vetvén, eltávozék onnét.
Και αφου επεθηκεν επ αυτα τας χειρας, ανεχωρησεν εκειθεν.
És ímé hozzá jövén egy ember, monda néki: Jó mester, mi jót cselekedjem, hogy örök életet nyerjek?
Και ιδου, προσελθων τις ειπε προς αυτον Διδασκαλε αγαθε, τι καλον να πραξω δια να εχω ζωην αιωνιον;
Ő pedig monda néki: Miért mondasz engem jónak? Senki sem jó, csak egy, az Isten. Ha pedig be akarsz menni az életre, tartsd meg a parancsolatokat.
Ο δε ειπε προς αυτον Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις, ο Θεος. Αλλ εαν θελης να εισελθης εις την ζωην, φυλαξον τας εντολας.
Monda néki: Melyeket? Jézus pedig monda: Ezeket: Ne ölj; ne paráználkodjál; ne lopj; hamis tanubizonyságot ne tégy;
Λεγει προς αυτον Ποιας; Και ο Ιησους ειπε Το μη φονευσης, μη μοιχευσης, μη κλεψης, μη ψευδομαρτυρησης,
Tiszteld atyádat és anyádat; és: Szeresd felebarátodat, mint temagadat.
τιμα τον πατερα σου και την μητερα, και θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον.
Monda néki az ifjú: Mindezeket megtartottam ifjúságomtól fogva; mi fogyatkozás van még bennem?
Λεγει προς αυτον ο νεανισκος Παντα ταυτα εφυλαξα εκ νεοτητος μου τι μοι λειπει ετι;
Monda néki Jézus: Ha tökéletes akarsz lenni, eredj, add el vagyonodat, és oszd ki a szegényeknek; és kincsed lesz mennyben; és jer és kövess engem.
Ειπε προς αυτον ο Ιησους Εαν θελης να ησαι τελειος, υπαγε, πωλησον τα υπαρχοντα σου και δος εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.
Az ifjú pedig e beszédet hallván, elméne megszomorodva; mert sok jószága vala.
Ακουσας δε ο νεανισκος τον λογον, ανεχωρησε λυπουμενος διοτι ειχε κτηματα πολλα.
Jézus pedig monda az ő tanítványainak: Bizony mondom néktek, hogy a gazdag nehezen megy be a mennyeknek országába.
Και ο Ιησους ειπε προς τους μαθητας αυτου Αληθως σας λεγω οτι δυσκολως θελει εισελθει πλουσιος εις την βασιλειαν των ουρανων.
Ismét mondom pedig néktek: Könnyebb a tevének a tű fokán átmenni, hogynem a gazdagnak az Isten országába bejutni.
Και παλιν σας λεγω, Ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπηματος βελονης παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
A tanítványok pedig ezeket hallván, felettébb álmélkodnak vala, mondván: Kicsoda üdvözülhet tehát?
Ακουσαντες δε οι μαθηται αυτου εξεπληττοντο σφοδρα, λεγοντες Τις λοιπον δυναται να σωθη;
Jézus pedig rájuk tekintvén, monda nékik: Embereknél ez lehetetlen, de Istennél minden lehetséges.
Εμβλεψας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους Παρα ανθρωποις τουτο αδυνατον ειναι, παρα τω Θεω ομως τα παντα ειναι δυνατα.
Akkor felelvén Péter, monda néki: Ímé, mi elhagytunk mindent és követtünk téged: mink lesz hát minékünk?
Τοτε αποκριθεις ο Πετρος, ειπε προς αυτον Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σοι ηκολουθησαμεν τι λοιπον θελει εισθαι εις ημας;
Jézus pedig monda nékik: Bizony mondom néktek, hogy ti, a kik követtetek engem, az újjá születéskor, a mikor az embernek Fia beül az ő dicsőségének királyi székébe, ti is beültök majd tizenkét királyi székbe, és ítélitek az Izráel tizenkét nemzetségét.
Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους Αληθως σας λεγω οτι σεις οι ακολουθησαντες μοι, εν τη παλιγγενεσια, οταν καθηση ο Υιος του ανθρωπου επι του θρονου της δοξης αυτου, θελετε καθησει και σεις επι δωδεκα θρονους κρινοντες τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ.
És a ki elhagyta házait, vagy fitestvéreit, vagy nőtestvéreit, vagy atyját, vagy anyját, vagy feleségét, vagy gyermekeit, vagy szántóföldjeit az én nevemért, mindaz száz annyit vészen, és örökség szerint nyer örök életet.
Και πας οστις αφηκεν οικιας η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν του ονοματος μου, εκατονταπλασια θελει λαβει και ζωην αιωνιον θελει κληρονομησει.
Sok elsők pedig lesznek utolsók, és sok utolsók elsők.
Πολλοι ομως πρωτοι θελουσιν εισθαι εσχατοι και εσχατοι πρωτοι.