Malachi 1

Az Úr igéjének terhe Izráel ellen, Malakiás által.
Το φορτιον του λογου του Κυριου δια χειρος Μαλαχιου προς Ισραηλ.
Szerettelek titeket, azt mondja az Úr, és azt mondjátok: Miben szerettél minket? Avagy nem atyjafia vala-é Ézsau Jákóbnak? azt mondja az Úr: Jákóbot pedig szerettem;
Εγω σας ηγαπησα, λεγει Κυριος και σεις ειπετε, Εις τι μας ηγαπησας; δεν ητο ο Ησαυ αδελφος του Ιακωβ; λεγει Κυριος πλην ηγαπησα τον Ιακωβ,
Ézsaut ellenben gyűlöltem, és az ő hegyeit pusztává tettem, örökségét pedig pusztai sakálokévá.
τον δε Ησαυ εμισησα και κατεστησα τα ορη αυτου ερημωσιν και την κληρονομιαν αυτου κατοικιας ερημου.
Ha azt mondja Edom: Elpusztultunk; de térjünk meg és építsük fel a romladékokat: ezt mondja a Seregeknek Ura: Ők építenek, de én elrontom, és elnevezik őket istentelenség határának és oly népnek, a melyre örökké haragszik az Úr.
Και εαν ο Εδωμ ειπη, Ημεις εταλαιπωρηθημεν, πλην θελομεν οικοδομησει εκ νεου τους ηρημωμενους τοπους, ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων Αυτοι θελουσιν οικοδομησει αλλ εγω θελω καταστρεψει και θελουσιν ονομασθη, Οριον ανομιας, και, Ο λαος κατα του οποιου ο Κυριος ηγανακτησε διαπαντος.
És látják ezt a ti szemeitek, és magatok is mondjátok: Nagy az Úr az Izráel határa felett.
Και οι οφθαλμοι σας θελουσιν ιδει και σεις θελετε ειπει, Εμεγαλυνθη ο Κυριος απο του οριου του Ισραηλ.
A fiú tiszteli atyját, a szolga is az ő urát. És ha én atya vagyok: hol az én tisztességem? És ha én úr vagyok, hol az én félelmem? azt mondja a Seregeknek Ura néktek, ti papok, a kik útáljátok az én nevemet, és *ezt* mondjátok: Mivel útáljuk a te nevedet?
Ο υιος τιμα τον πατερα και ο δουλος τον κυριον αυτου αν λοιπον εγω ημαι πατηρ, που ειναι η τιμη μου; και αν κυριος εγω, που ο φοβος μου; λεγει ο Κυριος των δυναμεων προς εσας, ιερεις, οιτινες καταφρονειτε το ονομα μου, και λεγετε, Εις τι κατεφρονησαμεν το ονομα σου;
Megfertéztetett kenyeret hoztok oltáromra, és azt mondjátok: Mivel fertéztetünk meg téged? Azzal, mikor azt gondoljátok, hogy az Úrnak asztala megvetni való.
Προσεφερετε αρτον μεμιασμενον επι του θυσιαστηριου μου και ειπετε, Εις τι σε εμιαναμεν; Εις το οτι λεγετε, Η τραπεζα του Κυριου ειναι αξιοκαταφρονητος.
Hogyha vakot hoztok áldozatul: Nem bűn-é *az?* vagy ha sántát hoztok és bénát: nem bűn-é *az?* Vidd csak azt a te fejedelmednek: vajjon kedvvel fogad-é, avagy reád tekint-é? azt mondja a Seregeknek Ura.
Και αν προσφερητε τυφλον εις θυσιαν, δεν ειναι κακον; και αν προσφερητε χωλον η αρρωστον, δεν ειναι κακον; προσφερε τωρα τουτο εις τον αρχηγον σου θελει αρα γε ευαρεστηθη εις σε η υποδεχθη το προσωπον σου; λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Most azért engeszteljétek meg az Istennek orczáját, hogy könyörüljön rajtunk. Általatok van ez, elnézheti-é ezt néktek? azt mondja a Seregeknek Ura.
Και τωρα λοιπον δεηθητε του Θεου δια να ελεηση ημας εξ αιτιας σας εγεινε τουτο θελει αρα γε υποδεχθη τα προσωπα σας; λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Vajha valaki közületek bezárná az ajtót, hiába ne tüzelnétek az én oltáromon! Nem telik kedvem bennetek, azt mondja a Seregeknek Ura; az ételáldozatot sem kedvelem a ti kezetekből!
Τις ειναι και μεταξυ σας, οστις ηθελε κλεισει τας θυρας, δια να μη αναπτητε πυρ επι το θυσιαστηριον μου ματαιως; δεν εχω ευχαριστησιν εις εσας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και δεν θελω δεχθη προσφοραν εκ της χειρος σας.
Hiszen napkelettől fogva napnyugotig nagy az én nevem a pogányok között, és minden helyen tömjénnel áldoznak az én nevemnek és tiszta ételáldozattal! Bizony nagy az én nevem a pogányok között! azt mondja a Seregeknek Ura.
Διοτι απο ανατολων ηλιου εως δυσμων αυτου το ονομα μου θελει εισθαι μεγα μεταξυ των εθνων, και εν παντι τοπω θελει προσφερεσθαι θυμιαμα εις το ονομα μου και θυσια καθαρα διοτι μεγα θελει εισθαι το ονομα μου μεταξυ των εθνων, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Ti pedig meggyalázzátok azt, mikor azt mondjátok: Az Úrnak asztala megvetni való, és annak jövedelme, eledele útálatos.
Σεις ομως εβεβηλωσατε αυτο, λεγοντες, Η τραπεζα του Κυριου ειναι μεμιασμενη, και τα επιτιθεμενα επ αυτην, το φαγητον αυτης, αξιοκαταφρονητον.
És azt mondjátok: Ímé, mily fáradság! és ráfújtok, azt mondja a Seregeknek Ura; pedig a rablottat hozzátok, meg a sántát és betegest; ételáldozatot is hoztok, *de* hát kedves-é az a ti kezetekből? azt mondja az Úr.
Σεις ειπετε ετι, Ιδου, οποια ενοχλησις και κατεφρονησατε αυτην, λεγει ο Κυριος των δυναμεων και εφερατε το ηρπαγμενον και το χωλον και το αρρωστον, ναι, τοιαυτην προσφοραν εφερατε ηθελον δεχθη αυτην εκ της χειρος σας; λεγει Κυριος.
Átkozott pedig az álnok! Van ugyan a nyájában hím, és fogadást is tesz: mégis hitványnyal áldozik az Úrnak. Pedig nagy király vagyok én, azt mondja a Seregeknek Ura, és félelmetes az én nevem a pogányok között!
Οθεν επικαταρατος ο απατεων, οστις εχει εν τω ποιμνιω αυτου αρσεν και καμνει ευχην και θυσιαζει εις τον Κυριον πραγμα διεφθαρμενον διοτι εγω ειμαι βασιλευς μεγας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και το ονομα μου ειναι τρομερον εν τοις εθνεσι.