Luke 11

És lőn, mikor ő imádkozék egy helyen, minekutána elvégezte, monda néki egy az ő tanítványai közül: Uram, taníts minket imádkozni, miképen János is tanította az ő tanítványait.
Και ενω αυτος προσηυχετο εν τοπω τινι, καθως επαυσεν, ειπε τις των μαθητων αυτου προς αυτον Κυριε, διδαξον ημας να προσευχωμεθα, καθως και ο Ιωαννης εδιδαξε τους μαθητας αυτου.
Monda pedig nékik: Mikor imádkoztok, *ezt* mondjátok: Mi Atyánk, ki vagy a mennyekben, szenteltessék meg a te neved. Jőjjön el a te országod. Legyen meg a te akaratod, miképen a mennyben, azonképen e földön is.
Ειπε δε προς αυτους Οταν προσευχησθε, λεγετε Πατερ ημων ο εν τοις ουρανοις, αγιασθητω το ονομα σου, ελθετω η βασιλεια σου, γενηθητω το θελημα σου ως εν ουρανω, και επι της γης
A mi mindennapi kenyerünket add meg nékünk naponként.
τον αρτον ημων τον επιουσιον διδε εις ημας καθ ημεραν
És bocsásd meg nékünk a mi bűneinket; mert mi is megbocsátunk mindeneknek, a kik nékünk adósok. És ne vígy minket kisértetbe; de szabadíts meg minket a gonosztól.
και συγχωρησον εις ημας τας αμαρτιας ημων, διοτι και ημεις συγχωρουμεν εις παντα αμαρτανοντα εις ημας και μη φερης ημας εις πειρασμον, αλλ ελευθερωσον ημας απο του πονηρου.
És monda nékik: Ki az közületek, a kinek barátja van, és ahhoz megy éjfélkor, és ezt mondja néki: Barátom, adj nékem kölcsön három kenyeret,
Και ειπε προς αυτους Εαν τις εξ υμων εχη φιλον, και υπαγη προς αυτον το μεσονυκτιον και ειπη προς αυτον Φιλε, δανεισον μοι τρεις αρτους,
Mert az én barátom én hozzám jött az útról, és nincs mit adjak ennie;
επειδη ηλθε φιλος μου προς εμε εξ οδοιποριας, και δεν εχω τι να βαλω εμπροσθεν αυτου.
Az pedig onnét belőlről felelvén, ezt mondaná: Ne bánts engem: immár az ajtó be van zárva, és az én gyermekeim velem vannak az ágyban; nem kelhetek fel, és nem adhatok néked?
Και εκεινος αποκριθεις εσωθεν ειπη Μη με ενοχλει η θυρα ειναι ηδη κεκλεισμενη και τα παιδια μου ειναι μετ εμου εις την κλινην δεν δυναμαι να σηκωθω και να σοι δωσω.
Mondom néktek, ha azért nem fog is felkelni és adni néki, mert az barátja, de annak tolakodása miatt felkél és ád néki, a mennyi kell.
Σας λεγω Και αν δεν σηκωθη και δωση εις αυτον, διοτι ειναι φιλος αυτου, τουλαχιστον δια την αναιδειαν αυτου θελει σηκωθη και δωσει εις αυτον οσα χρειαζεται.
Én is mondom néktek: Kérjetek és megadatik néktek; keressetek és találtok; zörgessetek és megnyittatik néktek.
Και εγω σας λεγω Αιτειτε και θελει σας δοθη ζητειτε και θελετε ευρει, κρουετε και θελει σας ανοιχθη.
Mert a ki kér, mind kap; és a ki keres, talál; és a zörgetőnek megnyittatik.
Διοτι πας ο αιτων λαμβανει, και ο ζητων ευρισκει, και εις τον κρουοντα θελει ανοιχθη.
Melyik atya pedig az közületek, a kitől a fia kenyeret kér, *és* ő talán követ ád néki? vagy ha halat, vajjon a hal helyett kígyót ád-é néki?
Και εαν τις εξ υμων ηναι πατηρ, και ο υιος αυτου ζητηση αρτον, μηπως θελει δωσει εις αυτον λιθον; και εαν οψαριον, μηπως αντι οψαριου θελει δωσει εις αυτον οφιν;
Avagy ha tojást kér, vajjon skorpiót ád-é néki?
η και αν ζητηση ωον, μηπως θελει δωσει εις αυτον σκορπιον;
Ha azért ti gonosz létetekre tudtok a ti fiaitoknak jó ajándékokat adni, mennyivel inkább ád a ti mennyei Atyátok Szent Lelket azoknak, a kik tőle kérik.
εαν λοιπον σεις, πονηροι οντες, εξευρετε να διδητε καλας δοσεις εις τα τεκνα σας, ποσω μαλλον ο Πατηρ ο ουρανιος θελει δωσει Πνευμα Αγιον εις τους αιτουντας παρ αυτου;
És ördögöt űz vala ki, mely néma vala. És lőn, mikor kiment az ördög, megszólala a néma; és csodálkozék a sokaság.
Και εξεβαλλε δαιμονιον, και αυτο ητο κωφον αφου δε εξηλθε το δαιμονιον, ελαλησεν ο κωφος, και εθαυμασαν οι οχλοι.
Némelyek pedig azok közül mondának: A Belzebúb által, az ördögök fejedelme által űzi ki az ördögöket.
Τινες ομως εξ αυτων ειπον Δια του Βεελζεβουλ του αρχοντος των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια.
Mások meg, kísértvén őt, mennyei jelt kívánának tőle.
Αλλοι δε πειραζοντες εζητουν παρ αυτου σημειον εξ ουρανου.
Ő pedig tudván azoknak gondolatát, monda nékik: Minden ország, a mely magával meghasonlik, elpusztul; és ház a házzal ha *meghasonlik,* leomlik.
Πλην αυτος νοησας τους διαλογισμους αυτων, ειπε προς αυτους Πασα βασιλεια διαιρεθεισα καθ εαυτης ερημουται, και οικος διαιρεθεις καθ εαυτου πιπτει.
És a Sátán is ha ő magával meghasonlik, mimódon állhat meg az ő országa? mert azt mondjátok, hogy én a Belzebúb által űzöm ki az ördögöket.
Εαν λοιπον και ο Σατανας διηρεθη καθ εαυτου, πως θελει σταθη η βασιλεια αυτου, επειδη λεγετε οτι εγω εκβαλλω τα δαιμονια δια του Βεελζεβουλ.
És ha én a Belzebúb által űzöm ki az ördögöket, a ti fiaitok ki által űzik ki? Annakokáért ők maguk lesznek a ti bíráitok.
Αλλ εαν εγω δια του Βεελζεβουλ εκβαλλω τα δαιμονια, οι υιοι σας δια τινος εκβαλλουσι; δια τουτο αυτοι θελουσιν εισθαι κριται σας.
Ha pedig Isten ujjával űzöm ki az ördögöket, kétség nélkül elérkezett hozzátok az Isten országa.
Αλλ εαν δια του δακτυλου του Θεου εκβαλλω τα δαιμονια, αρα εφθασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.
Mikor az erős fegyveres őrzi az ő palotáját, a mije van, békességben van;
Οταν ο ισχυρος καθωπλισμενος φυλαττη την εαυτου αυλην, τα υπαρχοντα αυτου ειναι εν ειρηνη
De mikor a nálánál erősebb reá jövén legyőzi őt, minden fegyverét elveszi, melyhez bízott, és a mit tőle zsákmányol, elosztja.
οταν ομως ο ισχυροτερος αυτου επελθων νικηση αυτον, αφαιρει την πανοπλιαν αυτου, εις την οποιαν εθαρρει, και διαμοιραζει τα λαφυρα αυτου.
A ki velem nincs, ellenem van; és a ki velem nem takar, tékozol.
Οστις δεν ειναι μετ εμου ειναι κατ εμου, και οστις δεν συναγει μετ εμου σκορπιζει.
Mikor a tisztátalan lélek kimegy az emberből, víz nélkül való helyeken jár, nyugalmat keresvén; és mikor nem talál, *ezt* mondja: Visszatérek az én házamba, a honnét kijöttem.
Οταν το ακαθαρτον πνευμα εξελθη απο του ανθρωπου, διερχεται δι ανυδρων τοπων και ζητει αναπαυσιν, και μη ευρισκον λεγει ας υποστρεψω εις τον οικον μου οθεν εξηλθον
És *oda* menvén, kisöpörve és felékesítve találja azt.
και ελθον ευρισκει αυτον σεσαρωμενον και εστολισμενον.
Akkor elmegy, és maga mellé vesz más hét lelket, magánál gonoszabbakat, és bemenvén ott lakoznak; és annak az embernek utolsó állapota gonoszabb lesz az elsőnél.
Τοτε υπαγει και παραλαμβανει επτα αλλα πνευματα πονηροτερα εαυτου, και εισελθοντα κατοικουσιν εκει, και γινονται τα εσχατα του ανθρωπου εκεινου χειροτερα των πρωτων.
Lőn pedig mikor ezeket mondá, fölemelvén szavát egy asszony a sokaság közül, monda néki: Boldog méh, a mely téged hordozott, és az emlők, melyeket szoptál.
Και ενω αυτος ελεγε ταυτα, γυνη τις εκ του οχλου υψωσασα φωνην, ειπε προς αυτον Μακαρια η κοιλια ητις σε εβαστασε, και οι μαστοι, τους οποιους εθηλασας.
Ő pedig monda: Sőt inkább boldogok a kik hallgatják az Istennek beszédét, és megtartják azt.
Αυτος δε ειπε Μακαριοι μαλλον οι ακουοντες τον λογον του Θεου και φυλαττοντες αυτον.
Mikor pedig a sokaság hozzá gyülekezék, kezdé mondani: E nemzetség gonosz: jelt kíván, de jel nem adatik néki, hanem ha Jónás prófétának ama jele;
Και ενω οι οχλοι συνηθροιζοντο, ηρχισε να λεγη Η γενεα αυτη ειναι πονηρα σημειον ζητει, και σημειον δεν θελει δοθη εις αυτην ειμη το σημειον Ιωνα του προφητου.
Mert miképen Jónás jelül volt a Ninivebelieknek, azonképen lesz az embernek Fia is e nemzetségnek.
Διοτι καθως ο Ιωνας εγεινε σημειον εις τους Νινευιτας, ουτω θελει εισθαι και ο Υιος του ανθρωπου εις την γενεαν ταυτην.
A Délnek királynéasszonya felkél majd az ítéletkor e nemzetség férfiaival, és kárhoztatja őket: mert ő eljött a földnek széléről, hogy hallhassa a Salamon bölcseségét; és ímé nagyobb van itt Salamonnál.
Η βασιλισσα του νοτου θελει σηκωθη εν τη κρισει μετα των ανθρωπων της γενεας ταυτης και θελει κατακρινει αυτους, διοτι ηλθεν εκ των περατων της γης δια να ακουση την σοφιαν του Σολομωντος, και ιδου, πλειοτερον του Σολομωντος ειναι εδω.
Ninive férfiai az ítéletkor együtt támadnak majd fel e nemzetséggel, és kárhoztatják ezt: mivelhogy ők megtértek a Jónás prédikálására; és ímé nagyobb van itt Jónásnál.
Οι ανδρες της Νινευι θελουσιν αναστηθη εν τη κρισει μετα της γενεας ταυτης και θελουσι κατακρινει αυτην, διοτι μετενοησαν εις το κηρυγμα του Ιωνα, και ιδου, πλειοτερον του Ιωνα ειναι εδω.
Senki pedig, ha gyertyát gyújt, nem teszi rejtekbe, sem a véka alá, hanem a gyertyatartóba, hogy a kik bemennek, lássák a világosságot.
Ουδεις δε λυχνον αναψας θετει εις τοπον αποκρυφον ουδε υπο τον μοδιον, αλλ επι τον λυχνοστατην, δια να βλεπωσι το φως οι εισερχομενοι.
A testnek lámpása a szem: ha azért a te szemed őszinte, a te egész tested is világos lesz; ha pedig *a* *te szemed* gonosz, a te tested is sötét.
Ο λυχνος του σωματος ειναι ο οφθαλμος οταν λοιπον ο οφθαλμος σου ηναι καθαρος, και ολον το σωμα σου ειναι φωτεινον αλλ οταν ηναι πονηρος, και το σωμα σου ειναι σκοτεινον.
Meglásd azért, hogy a világosság, mely te benned van, sötétség ne legyen.
Προσεχε λοιπον μηποτε το φως το εν σοι ηναι σκοτος.
Annakokáért ha a te egész tested világos, és semmi részében sincs homályosság, olyan világos lesz egészen, mint mikor a lámpás megvilágosít téged az ő világosságával.
Εαν λοιπον ολον το σωμα σου ηναι φωτεινον, μη εχον τι μερος σκοτεινον, θελει εισθαι φωτεινον ολον, καθως οταν ο λυχνος σε φωτιζη δια της λαμψεως.
Beszéd közben pedig kéré őt egy farizeus, hogy ebédeljen nála. Bemenvén azért, leüle enni.
Και αφου ελαλησε ταυτα, Φαρισαιος τις παρεκαλει αυτον να γευματιση εν τω οικω αυτου εισελθων δε εκαθησεν εις την τραπεζαν.
A farizeus pedig mikor *ezt* látta, elcsodálkozék, hogy ebéd előtt előbb nem mosdott meg.
Ο δε Φαρισαιος ιδων εθαυμασεν οτι δεν ενιφθη πρωτον πριν του γευματος.
Monda pedig az Úr néki: Ti farizeusok jóllehet a pohárnak és tálnak külső részét megtisztítjátok; de a belsőtök rakva ragadománynyal és gonoszsággal.
Και ο Κυριος ειπε προς αυτον Τωρα σεις οι Φαρισαιοι το εξωθεν του ποτηριου και του πινακιου καθαριζετε, το δε εσωτερικον σας γεμει αρπαγης και πονηριας.
Bolondok, a ki azt teremtette, a mi kívül van, nem ugyanaz teremtette-é azt is, a mi belől van?
Αφρονες, εκεινος οστις εκαμε το εξωθεν δεν εκαμε και το εσωθεν;
Csak adjátok alamizsnául a mi benne van; és minden tiszta lesz néktek.
Πλην δοτε ελεημοσυνην τα υπαρχοντα υμων, και ιδου, τα παντα ειναι καθαρα εις εσας.
De jaj néktek farizeusok! mert megadjátok a dézsmát a mentától, rutától és minden paréjtól, de hátra hagyjátok az ítéletet és az Isten szeretetét: pedig ezeket kellene cselekedni, és amazokat sem elhagyni.
Αλλ ουαι εις εσας τους Φαρισαιους, διοτι αποδεκατιζετε το ηδυοσμον και το πηγανον και παν λαχανον, και παραβλεπετε την κρισιν και την αγαπην του Θεου ταυτα επρεπε να καμητε και εκεινα να μη αφησητε.
Jaj néktek farizeusok! mert szeretitek az előlülést a gyülekezetekben, és a piaczokon való köszöntéseket.
Ουαι εις εσας τους Φαρισαιους, διοτι αγαπατε την πρωτοκαθεδριαν εν ταις συναγωγαις και τους ασπασμους εν ταις αγοραις.
Jaj néktek képmutató írástudók és farizeusok! mert olyanok vagytok, mint a sírok, a melyek nem látszanak, és az emberek, a kik azokon járnak, nem tudják.
Ουαι εις εσας, γραμματεις και Φαρισαιοι, υποκριται, διοτι εισθε ως τα μνημεια, τα οποια δεν φαινονται, και οι ανθρωποι οι περιπατουντες επανω δεν γνωριζουσιν.
Felelvén pedig egy a törvénytudók közül, monda néki: Mester, mikor ezeket mondod, minket is bántasz.
Αποκριθεις δε τις των νομικων, λεγει προς αυτον Διδασκαλε, ταυτα λεγων και ημας υβριζεις.
Ő pedig monda: Jaj néktek is törvénytudók! mert elhordozhatatlan terhekkel terhelitek meg az embereket, de ti magatok egy ujjotokkal sem illetitek azokat a terheket.
Ο δε ειπε Και εις εσας τους νομικους ουαι, διοτι φορτιζετε τους ανθρωπους φορτια δυσβαστακτα, και σεις με ενα των δακτυλων σας δεν εγγιζετε τα φορτια.
Jaj néktek! mert ti építitek a próféták sírjait; a ti atyáitok pedig megölték őket.
Ουαι εις εσας, διοτι οικοδομειτε τα μνημεια των προφητων, οι δε πατερες σας εφονευσαν αυτους.
Tehát bizonyságot tesztek és jóvá hagyjátok atyáitok cselekedeteit; mert azok megölték őket, ti pedig építitek sírjaikat.
Αρα μαρτυρειτε και συμφωνειτε εις τα εργα των πατερων σας, διοτι αυτοι μεν εφονευσαν αυτους, σεις δε οικοδομειτε τα μνημεια αυτων.
Ezért mondta az Isten bölcsesége is: Küldök ő hozzájuk prófétákat és apostolokat; és azok közül *némelyeket* megölnek, és *némelyeket* elüldöznek;
Δια τουτο και η σοφια του Θεου ειπε Θελω αποστειλει εις αυτους προφητας και αποστολους, και εξ αυτων θελουσι φονευσει και εκδιωξει,
Hogy számon kéressék e nemzetségtől minden próféták vére, mely e világ fundamentomának felvettetésétől fogva kiontatott,
δια να εκζητηθη το αιμα παντων των προφητων, το εκχυνομενον απο της αρχης του κοσμου, απο της γενεας ταυτης,
Az Ábel vérétől fogva mind a Zakariás véréig, ki elveszett az oltár és a templom között: bizony, mondom néktek, számon kéretik e nemzetségtől.
απο του αιματος του Αβελ εως του αιματος Ζαχαριου του φονευθεντος μεταξυ του θυσιαστηριου και του ναου ναι, σας λεγω, θελει εκζητηθη απο της γενεας ταυτης.
Jaj néktek törvénytudók! mert elvettétek a tudománynak kulcsát: ti magatok nem mentetek be, és a kik be akartak menni, azokat meggátoltátok.
Ουαι εις εσας τους νομικους, διοτι αφηρεσατε το κλειδιον της γνωσεως σεις δεν εισηλθετε και τους εισερχομενους ημποδισατε.
Mikor pedig ezeket mondá nékik, az írástudók és farizeusok kezdének felette igen ellene állani és őt sok dolog felől kikérdezgetni,
Ενω δε αυτος ελεγε ταυτα προς αυτους, ηρχισαν οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι να διεγειρωσιν αυτον σφοδρα και να βιαζωσιν αυτον να ομιληση, ερωτωντες περι πολλων,
Ólálkodván ő utána, és igyekezvén valamit az ő szájából kikapni, hogy vádolhassák őt.
ενεδρευοντες αυτον και ζητουντες να αρπασωσι τι απο του στοματος αυτου, δια να κατηγορησωσιν αυτον.