John 7

És ezek után Galileában jár vala Jézus; mert nem akar vala Júdeában járni, mivelhogy azon igyekezének a Júdeabeliek, hogy őt megöljék.
Και περιεπατει ο Ιησους μετα ταυτα εν τη Γαλιλαια διοτι δεν ηθελε να περιπατη εν τη Ιουδαια, επειδη οι Ιουδαιοι εζητουν να θανατωσωσιν αυτον.
Közel vala pedig a zsidók ünnepe, a sátoros ünnep.
Επλησιαζε δε η εορτη των Ιουδαιων, η σκηνοπηγια.
Mondának azért néki az ő atyjafiai: Menj el innen, és térj Júdeába, hogy a te tanítványaid is lássák a te dolgaidat, a melyeket cselekszel.
Ειπον λοιπον προς αυτον οι αδελφοι αυτου Μεταβηθι εντευθεν και υπαγε εις την Ιουδαιαν, δια να ιδωσι και οι μαθηται σου τα εργα σου, τα οποια καμνεις
Mert senki sem cselekszik titkon semmit, a ki maga ismeretessé akar lenni. Ha ilyeneket cselekszel, mutasd meg magadat a világnak.
διοτι ουδεις πραττει τι κρυφιως και ζητει αυτος να ηναι φανερος. Εαν πραττης ταυτα, φανερωσον σεαυτον εις τον κοσμον.
Mert az ő atyjafiai sem hivének benne.
Διοτι ουδε οι αδελφοι αυτου επιστευον εις αυτον.
Monda azért nékik Jézus: Az én időm még nincs itt; a ti időtök pedig mindig készen van.
Λεγει λοιπον προς αυτους ο Ιησους Ο καιρος ο ιδικος μου δεν ηλθεν ετι, ο δε καιρος ο ιδικος σας ειναι παντοτε ετοιμος.
Titeket nem gyűlölhet a világ, de engem gyűlöl; mert én bizonyságot teszek felőle, hogy az ő cselekedetei gonoszak.
Δεν δυναται ο κοσμος να μιση εσας εμε ομως μισει, διοτι εγω μαρτυρω περι αυτου οτι τα εργα αυτου ειναι πονηρα.
Ti menjetek fel erre az ünnepre: én még nem megyek fel erre az ünnepre; mert az én időm még nem tölt be.
Σεις αναβητε εις την εορτην ταυτην εγω δεν αναβαινω ετι εις την εορτην ταυτην, διοτι ο καιρος μου δεν επληρωθη ετι.
Ezeket mondván pedig nékik, marada Galileában.
Και αφου ειπε ταυτα προς αυτους, εμεινεν εν τη Γαλιλαια.
A mint pedig felmenének az ő atyjafiai, akkor ő is felméne az ünnepre, nem nyilvánosan, hanem mintegy titkon.
Αφου δε ανεβησαν οι αδελφοι αυτου, τοτε και αυτος ανεβη εις την εορτην, ουχι φανερως αλλα κρυφιως πως.
A zsidók azért keresik vala őt az ünnepen, és mondának: Hol van ő?
Οι Ιουδαιοι λοιπον εζητουν αυτον εν τη εορτη και ελεγον Που ειναι εκεινος;
És a sokaságban nagy zúgás vala ő miatta. Némelyek azt mondják vala, hogy jó ember; mások pedig azt mondják vala: Nem, hanem a népnek hitetője.
Και ητο πολυς γογγυσμος περι αυτου μεταξυ των οχλων. Αλλοι μεν ελεγον οτι ειναι καλος αλλοι δε ελεγον, Ουχι, αλλα πλανα τον οχλον.
Mindamellett senki sem beszélt vala nyiltan ő felőle a zsidóktól való félelem miatt.
Ουδεις ομως ελαλει παρρησια περι αυτου δια τον φοβον των Ιουδαιων.
Már-már az ünnep közepén azonban felméne Jézus a templomba, és tanít vala.
Και ενω η εορτη ητο ηδη περι τα μεσα, ανεβη ο Ιησους εις το ιερον και εδιδασκε.
És csodálkozának a zsidók, mondván: Mimódon tudja ez az írásokat, holott nem tanulta?!
Και εθαυμαζον οι Ιουδαιοι, λεγοντες Πως ουτος εξευρει γραμματα, ενω δεν εμαθεν;
Felele nékik Jézus és monda: Az én tudományom nem az enyém, hanem azé, a ki küldött engem.
Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους και ειπεν Η ιδικη μου διδαχη δεν ειναι εμου, αλλα του πεμψαντος με.
Ha valaki cselekedni akarja az ő akaratát, megismerheti e tudományról, vajjon Istentől van-é, vagy én magamtól szólok?
Εαν τις θελη να καμη το θελημα αυτου, θελει γνωρισει περι της διδαχης, αν ηναι εκ του Θεου η αν εγω λαλω απ εμαυτου.
A ki magától szól, a maga dicsőségét keresi; a ki pedig annak dicsőségét keresi, a ki küldte őt, igaz az, és nincs abban hamisság.
Οστις λαλει αφ εαυτου, ζητει την δοξαν την ιδικην αυτου, οστις ομως ζητει την δοξαν του πεμψαντος αυτον, ουτος ειναι αληθης, και αδικια εν αυτω δεν υπαρχει.
Nem Mózes adta-é néktek a törvényt? és senki sem teljesíti közületek a törvényt. Miért akartok engem megölni?
Ο Μωυσης δεν σας εδωκε τον νομον; και ουδεις απο σας εκπληροι τον νομον. Δια τι ζητειτε να μη θανατωσητε;
Felele a sokaság és monda: Ördög van benned. Ki akar téged megölni?
Απεκριθη ο οχλος και ειπε Δαιμονιον εχεις τις ζητει να σε θανατωση;
Felele Jézus és monda nékik: Egy dolgot cselekvém, és mindnyájan csodáljátok.
Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους Εν εργον εκαμον, και παντες θαυμαζετε.
Azért Mózes adta néktek a körülmetélkedést (nem mintha Mózestől való volna, hanem az atyáktól): és szombaton körülmetélitek az embert.
Δια τουτο ο Μωυσης σας εδωκε την περιτομην, ουχι οτι ειναι εκ του Μωυσεως, αλλ εκ των πατερων, και εν σαββατω περιτεμνετε ανθρωπον.
Ha körülmetélhető az ember szombaton, hogy a Mózes törvénye meg ne romoljon; én rám haragusztok-é, hogy egy embert egészen meggyógyítottam szombaton?
Εαν λαμβανη ανθρωπος περιτομην εν σαββατω, δια να μη λυθη ο νομος του Μωυσεως, οργιζεσθε κατ εμου διοτι εκαμον ολοκληρον ανθρωπον υγιη εν σαββατω;
Ne ítéljetek a látszat után, hanem igaz ítélettel ítéljetek!
Μη κρινετε κατ οψιν, αλλα την δικαιαν κρισιν κρινατε.
Mondának azért némelyek a jeruzsálemiek közül: Nem ez-é az, a kit meg akarnak ölni?
Ελεγον λοιπον τινες εκ των Ιεροσολυμιτων Δεν ειναι ουτος, τον οποιον ζητουσι να θανατωσωσι;
És ímé nyiltan szól, és semmit sem szólnak néki. Talán bizony megismerték a főemberek, hogy bizony ez a Krisztus?
Και ιδου, παρρησια λαλει, και δεν λεγουσι προς αυτον ουδεν. Μηπως τωοντι εγνωρισαν οι αρχοντες οτι ουτος ειναι αληθως ο Χριστος;
De jól tudjuk, honnan való ez; mikor pedig eljő a Krisztus, senki sem tudja, honnan való.
Αλλα τουτον εξευρομεν ποθεν ειναι ο δε Χριστος οταν ερχεται, ουδεις γινωσκει ποθεν ειναι.
Kiálta azért Jézus a templomban, tanítván és mondván: Mind engem ismertek, mind azt tudjátok, honnan való vagyok; és én magamtól nem jöttem, de igaz az, a ki engem elküldött, a kit ti nem ismertek.
Εφωναξε λοιπον ο Ιησους, διδασκων εν τω ιερω, και ειπε Και εμε εξευρετε και ποθεν ειμαι εξευρετε και απ εμαυτου δεν ηλθον, αλλ ειναι αληθινος ο πεμψας με, τον οποιον σεις δεν εξευρετε
Én azonban ismerem őt, mert ő tőle vagyok, és ő küldött engem.
εγω ομως εξευρω αυτον, διοτι παρ αυτου ειμαι και εκεινος με απεστειλεν.
Akarják vala azért őt megfogni; de senki sem veté reá a kezét, mert nem jött még el az ő órája.
Εζητουν λοιπον να πιασωσιν αυτον, και ουδεις επεβαλεν επ αυτον την χειρα, διοτι δεν ειχεν ελθει ετι η ωρα αυτου.
A sokaság közül pedig sokan hivének ő benne; és azt mondják vala, hogy: A Krisztus mikor eljő, tehet-é majd több csodát azoknál, a melyeket ez tett?
Πολλοι δε εκ του οχλου επιστευσαν εις αυτον και ελεγον οτι ο Χριστος οταν ελθη, μηπως θελει καμει θαυματα πλειοτερα τουτων, τα οποια ουτος εκαμεν;
Meghallák a farizeusok, a mint a sokaság ezeket suttogja vala felőle; és szolgákat küldének a farizeusok és a főpapok, hogy fogják meg őt.
Ηκουσαν οι Φαρισαιοι τον οχλον οτι εγογγυζε ταυτα περι αυτου, και απεστειλαν οι Φαρισαιοι και οι αρχιερεις υπηρετας δια να πιασωσιν αυτον.
Monda azért nékik Jézus: Egy kevés ideig még veletek vagyok, és majd ahhoz megyek, a ki elküldött engem.
Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους Ετι ολιγον καιρον ειμαι μεθ υμων, και υπαγω προς τον πεμψαντα με.
Kerestek majd engem, és nem találtok meg, és a hol én vagyok, ti nem jöhettek oda.
Θελετε με ζητησει και δεν θελετε με ευρει και οπου ειμαι εγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε.
Mondának azért a zsidók magok között: Hová akar ez menni, hogy mi majd nem találjuk meg őt? Vajjon a görögök közé szóródottakhoz akar-é menni, és a görögöket tanítani?
Ειπον λοιπον οι Ιουδαιοι προς αλληλους Που μελλει ουτος να υπαγη, ωστε ημεις δεν θελομεν ευρει αυτον; Μηπως μελλει να υπαγη εις τους διεσπαρμενους μεταξυ των Ελληνων και να διδασκη τους Ελληνας;
Micsoda beszéd ez, a melyet monda: Kerestek majd engem, és nem találtok meg; és a hol én vagyok, ti nem jöhettek oda?
Τις ειναι ουτος ο λογος τον οποιον ειπε, Θελετε με ζητησει και δεν θελετε με ευρει, και ειπον ειμαι εγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε;
Az ünnep utolsó nagy napján pedig felálla Jézus és kiálta, mondván: Ha valaki szomjúhozik, jőjjön én hozzám, és igyék.
Κατα δε την τελευταιαν ημεραν την μεγαλην της εορτης ιστατο ο Ιησους και εκραξε λεγων Εαν τις διψα, ας ερχηται προς εμε και ας πινη.
A ki hisz én bennem, a mint az írás mondotta, élő víznek folyamai ömlenek annak belsejéből.
Οστις πιστευει εις εμε, καθως ειπεν η γραφη, ποταμοι υδατος ζωντος θελουσι ρευσει εκ της κοιλιας αυτου.
Ezt pedig mondja vala a Lélekről, a melyet veendők valának az ő benne hívők: mert még nem vala Szent Lélek; mivelhogy Jézus még nem dicsőítteték meg.
Τουτο δε ειπε περι του Πνευματος, το οποιον εμελλον να λαμβανωσιν οι πιστευοντες εις αυτον διοτι δεν ητο ετι δεδομενον Πνευμα Αγιον, επειδη ο Ιησους ετι δεν εδοξασθη.
Sokan azért a sokaság közül, a mint hallák e beszédet, ezt mondják vala: Bizonynyal ez ama Próféta.
Πολλοι λοιπον εκ του οχλου ακουσαντες τον λογον, ελεγον Ουτος ειναι αληθως ο προφητης.
Némelyek mondának: Ez a Krisztus. Mások pedig mondának: Csak nem Galileából jön el a Krisztus?
Αλλοι ελεγον Ουτος ειναι ο Χριστος. Αλλοι δε ελεγον Μη γαρ εκ της Γαλιλαιας ερχεται ο Χριστος;
Nem az írás mondta-é, hogy a Dávid magvából, és Bethlehemből, ama városból jön el a Krisztus, a hol Dávid vala?
Δεν ειπεν η γραφη οτι εκ του σπερματος του Δαβιδ και απο της κωμης Βηθλεεμ, οπου ητο ο Δαβιδ, ερχεται ο Χριστος;
Hasonlás lőn azért ő miatta a sokaságban.
Σχισμα λοιπον εγεινε μεταξυ του οχλου δι αυτον.
Némelyek pedig közűlök akarják vala őt megfogni, de senki sem veté reá a kezét.
Τινες δε εξ αυτων ηθελον να πιασωσιν αυτον, αλλ ουδεις επεβαλεν επ αυτον τας χειρας.
Elmenének azért a szolgák a főpapokhoz és farizeusokhoz; és mondának azok ő nékik: Miért nem hoztátok el őt?
Ηλθον λοιπον οι υπηρεται προς τους αρχιερεις και Φαρισαιους, και εκεινοι ειπον προς αυτους Δια τι δεν εφερετε αυτον;
Felelének a szolgák: Soha ember úgy nem szólott, mint ez az ember!
Απεκριθησαν οι υπηρεται Ουδεποτε ελαλησεν ανθρωπος ουτω, καθως ουτος ο ανθρωπος.
Felelének azért nékik a farizeusok: Vajjon ti is el vagytok-é hitetve?
Απεκριθησαν λοιπον προς αυτους οι Φαρισαιοι Μηπως και σεις επλανηθητε;
Vajjon a főemberek vagy a farizeusok közül hitt-é benne valaki?
Μηπως τις εκ των αρχοντων επιστευσεν εις αυτον η εκ των Φαρισαιων;
De ez a sokaság, a mely nem ismeri a törvényt, átkozott!
Αλλ ο οχλος ουτος, οστις δεν γνωριζει τον νομον, ειναι επικαταρατοι.
Monda nékik Nikodémus, a ki éjjel ment vala ő hozzá, a ki egy vala azok közül:
Λεγει ο Νικοδημος προς αυτους, ο ελθων προς αυτον δια νυκτος, εις ων εξ αυτων.
Vajjon a mi törvényünk kárhoztatja-é az embert, ha előbb ki nem hallgatja és nem tudja, hogy mit cselekszik?
Μηπως ο νομος ημων κρινει τον ανθρωπον, εαν δεν ακουση παρ αυτου προτερον και μαθη τι πραττει;
Felelének és mondának néki: Vajjon te is Galileus vagy-é? Tudakozódjál és lásd meg, hogy Galileából nem támadt próféta.
Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον Μηπως και συ εκ της Γαλιλαιας εισαι; ερευνησον και ιδε οτι προφητης εκ της Γαλιλαιας δεν ηγερθη.
És mindnyájan haza menének.
Και υπηγεν εκαστος εις τον οικον αυτου.