Jeremiah 35

Az a beszéd, a melyet szóla az Úr Jeremiásnak, Jojákimnak, Jósiás, Júda királya fiának idejében, mondván:
Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου εν ταις ημεραις του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, λεγων,
Menj el a Rékábiták házához, és szólj velök, és vidd be őket az Úr házába, a kamarák egyikébe, és adj nékik bort inni.
Υπαγε προς τον οικον των Ρηχαβιτων και λαλησον προς αυτους και φερε αυτους εις τον οικον του Κυριου, εις εν των δωματιων, και ποτισον αυτους οινον.
És mellém vevém Jaazániát, Jeremiásnak fiát, ki fia vala Habasániának, és az ő rokonait és minden fiait és a Rékábiták egész háznépét.
Τοτε ελαβον Ιααζανιαν, τον υιον του Ιερεμιου, υιου του Χαβασινια, και τους αδελφους αυτου και παντας τους υιους αυτου και παντα τον οικον των Ρηχαβιτων,
És bevivém őket az Úr házába, a Hanán fiainak a kamarájába, ki Igdaliásnak, az Isten emberének fia vala, a mely a fejedelmek kamarája mellett vala, Mahásiásnak, Sallum fiának kamaráján felül, a ki az ajtónak őrizője vala.
και εφερα αυτους προς τον οικον του Κυριου, εις το δωματιον των υιων του Αναν, υιου του Ιγδαλιου, ανθρωπου του Θεου, το οποιον ητο πλησιον του δωματιου των αρχοντων του επι του δωματιου του Μαασιου υιου του Σαλλουμ, του φυλακος της αυλης
És a Rékábiták háza népének fiai elé borral telt kancsókat és poharakat tevék, és ezt mondám nékik: Igyatok bort!
και εθεσα εμπροσθεν των υιων του οικου των Ρηχαβιτων αγγεια πληρη οινου και ποτηρια, και ειπα προς αυτους, Πιετε οινον.
És felelének: Nem iszunk bort, mert Jónadáb, Rékábnak fia, a mi atyánk parancsolta nékünk, mondván: Ne igyatok ti bort soha, se a ti fiaitok.
Και ειπον, Δεν θελομεν πιει οινον διοτι Ιωναδαβ, ο υιος του Ρηχαβ, ο πατηρ ημων, προσεταξεν εις ημας λεγων, Δεν θελετε πιει οινον, σεις και οι υιοι σας, εις τον αιωνα
Se házat ne építsetek, se vetést ne vessetek, se szőlőt ne ültessetek, se ne tartsatok; hanem sátorokban lakjatok teljes életetekben, hogy sok ideig éljetek e földnek színén, a melyben ti jövevények vagytok.
ουδε οικιαν θελετε οικοδομησει ουδε σπερμα θελετε σπειρει ουδε αμπελωνα θελετε φυτευσει ουδε θελετε εχει αλλ εν σκηναις θελετε κατοικει πασας τας ημερας σας, δια να ζησητε πολλας ημερας επι της γης, εν η παροικειτε.
És hallgattunk Jónadábnak a Rékáb fiának, a mi atyánknak szavára mindabban, a miket parancsolt nékünk, hogy teljes életünkben bort ne igyunk mi, a mi feleségeink, a mi fiaink és a mi leányaink.
Και υπηκουσαμεν εις την φωνην του Ιωναδαβ, υιου του Ρηχαβ, του πατρος ημων, κατα παντα οσα προσεταξεν εις ημας, να μη πιωμεν οινον πασας τας ημερας ημων, ημεις, αι γυναικες ημων, οι υιοι ημων και αι θυγατερες ημων
Se házakat ne építsünk, hogy *azokban* lakjunk, se szőlőnk, se mezőnk, se vetésünk ne legyen nékünk.
μηδε να οικοδομησωμεν οικιας δια να κατοικωμεν και δεν ειχομεν αμπελωνα η αγρον η σπερμα
Hanem lakozzunk sátorokban. Hallgattunk azért, és a szerint cselekedtünk, a mint nékünk Jónadáb, a mi atyánk megparancsolta vala.
αλλα κατωκησαμεν εν σκηναις και υπηκουσαμεν και επραξαμεν κατα παντα οσα προσεταξεν εις ημας Ιωναδαβ ο πατηρ ημων
Mikor pedig feljöve Nabukodonozor, a babiloni király a földre, akkor ezt mondánk: Jertek el, menjünk be Jeruzsálembe a káldeai sereg előtt és a Siriabeli sereg előtt; és Jeruzsálemben lakoztunk.
οτε ομως Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος ανεβη εις τον τοπον, ειπομεν, Ελθετε και ας υπαγωμεν εις Ιερουσαλημ, εξ αιτιας του στρατευματος των Χαλδαιων και εξ αιτιας του στρατευματος των Συριων και κατοικουμεν εν Ιερουσαλημ.
És szóla az Úr Jeremiásnak, mondván:
Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν, λεγων,
Így szól a Seregek Ura, az Izráel Istene: Menj el, mondd meg a Júda férfiainak és Jeruzsálem lakosainak: Nem veszitek-é fel az intést, hogy hallgassatok az én beszédeimre? azt mondja az Úr.
Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ Υπαγε και ειπε προς τους ανθρωπους του Ιουδα και προς τους κατοικους της Ιερουσαλημ, Δεν θελετε λαβει παιδειαν δια να ακουητε τους λογους μου; λεγει Κυριος.
Jónadábnak, a Rékáb fiának intései teljesedtek, a melyekkel megparancsolta az ő fiainak, hogy bort ne igyanak, és mindez ideig sem ittak *bort;* mert hallgattak az ő atyjok parancsolatjára; én is szóltam néktek; szóltam pedig jó reggel, de nem engedtetek nékem.
Οι μεν λογοι του Ιωναδαβ, υιου του Ρηχαβ, οστις προσεταξεν εις τους υιους αυτου να μη πινωσιν οινον, εξετελεσθησαν και εως της ημερας ταυτης δεν πινουσι, διοτι υπακουουσιν εις την προσταγην του πατρος αυτων εγω δε ελαλησα προς εσας, εγειρομενος πρωι και λαλων, πλην δεν μου ηκουσατε.
És elküldtem hozzátok minden én szolgámat, a prófétákat, és pedig jó reggel küldém, mondván: Kérlek, kiki térjen meg az ő gonosz útjáról, jobbítsátok meg cselekedeteiteket, és idegen istenek után ne járjatok, hogy nékik szolgáljatok, és lakoztok a földön, a melyet néktek és a ti atyáitoknak adtam, de fületeket sem hajtátok reá, és nem hallgattatok reám.
Και απεστειλα προς εσας παντας τους δουλους μου τους προφητας, εγειρομενος πρωι και αποστελλων, λεγων, Επιστρεψατε ηδη εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και διορθωσατε τας πραξεις υμων και μη υπαγετε οπισω αλλων θεων δια να λατρευητε αυτους, και θελετε κατοικησει εν τη γη, την οποιαν εδωκα εις εσας και εις τους πατερας σας αλλα δεν εκλινατε το ωτιον σας και δεν μου εισηκουσατε.
Mivelhogy Jónadábnak, a Rékáb fiának fiai teljesítik az ő atyjoknak parancsolatját, melyet parancsolt vala nékik, e nép pedig nem hallgata reám;
Επειδη οι υιοι του Ιωναδαβ υιου του Ρηχαβ εξετελεσαν την προσταγην του πατρος αυτων, την οποιαν προσεταξεν εις αυτους, ο δε λαος ουτος δεν μου εισηκουσε,
Azért ezt mondja az Úr, a Seregek Istene, az Izráel Istene: Ímé, én rábocsátom Júdára és Jeruzsálemnek minden lakóira mindama veszedelmet, a melyről szóltam nékik; azért mert szóltam nékik, de nem hallották, kiáltottam nékik, de nem feleltek.
δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ Ιδου, θελω φερει επι τον Ιουδαν και επι παντας τους κατοικους της Ιερουσαλημ παντα τα κακα, τα οποια ελαλησα κατ αυτων, διοτι ελαλησα προς αυτους και δεν ηκουσαν, και εκραξα προς αυτους και δεν απεκριθησαν.
A Rékábiták házának pedig monda Jeremiás: Ezt mondja a Seregek Ura, az Izráel Istene: Mivelhogy hallgattatok Jónadábnak, a ti atyátoknak parancsolatjára, és megtartottátok minden parancsolatját, és úgy cselekedtetek, a mint meghagyta volt néktek:
Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον οικον των Ρηχαβιτων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ Επειδη υπηκουσατε εις την προσταγην Ιωναδαβ του πατρος σας και εφυλαξατε πασας τας εντολας αυτου και εκαμετε κατα παντα οσα προσεταξεν εις εσας,
Azért ezt mondja a Seregek Ura, az Izráel Istene: Nem fogyatkozik el Jónadábnak, a Rékáb fiának maradéka, a ki előttem álljon mindenkor.
δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ δεν θελει λειψει ανθρωπος απο του Ιωναδαβ υιου του Ρηχαβ παρισταμενος ενωπιον μου εις τον αιωνα.