Genesis 47

Elméne azért József és tudtára adá a Faraónak, és monda: Az én atyám és atyámfiai, juhaikkal, barmaikkal és mindenökkel valamijök volt, ide jöttek Kanaán földéről; és most Gósen földén vannak.
Ελθων δε ο Ιωσηφ, απηγγειλε προς τον Φαραω λεγων, Ο πατηρ μου και οι αδελφοι μου, και τα ποιμνια αυτων και αι αγελαι αυτων και παντα οσα εχουσιν, ηλθον εκ της γης Χανααν και ιδου, ειναι εν τη γη Γεσεν.
És vőn ötöt az ő testvérei közűl, és állítá őket a Faraó elé.
Και παραλαβων εκ των αδελφων αυτου πεντε ανδρας, παρεστησεν αυτους ενωπιον του Φαραω.
És monda a Faraó a *József* testvéreinek: Mi a ti életmódotok? És mondának a Faraónak: Juhpásztorok a te szolgáid, mi is, mint a mi atyáink.
Και ειπεν ο Φαραω προς τους αδελφους αυτου, Τι ειναι το επιτηδευμα σας; οι δε ειπον προς τον Φαραω, Ποιμενες προβατων ειναι οι δουλοι σου και ημεις και οι πατερες ημων.
És mondának a Faraónak: Azért jöttünk, hogy e földön tartózkodjunk, mert a te szolgáid barmainak nincs legelője, mivelhogy elhatalmazott az éhség Kanaán földén: hadd lakjanak azért most a te szolgáid Gósen földén.
Ειπον ετι προς τον Φαραω, Ηλθομεν δια να παροικησωμεν εν τη γη διοτι δεν υπαρχει βοσκη δια τα ποιμνια των δουλων σου, επειδη επεβαρυνεν η πεινα εν τη γη Χανααν τωρα λοιπον ας κατοικησωσι, παρακαλουμεν, οι δουλοι σου εν τη γη Γεσεν.
És szóla a Faraó Józsefnek, mondván: A te atyád és a te atyádfiai jöttek te hozzád.
Και ειπεν ο Φαραω προς τον Ιωσηφ λεγων, Ο πατηρ σου και οι αδελφοι σου ηλθον προς σε
Égyiptom földe ímé előtted van; e föld legjobb részében telepítsd le a te atyádat és atyádfiait, lakozzanak a Gósen földén: ha pedig tudod, hogy vannak közöttök arra termett emberek, tedd azokat az én barmaim gondviselőivé.
η γη της Αιγυπτου ειναι εμπροσθεν σου εις το καλητερον της γης κατοικισον τον πατερα σου και τους αδελφους σου ας κατοικησωσιν εν τη γη Γεσεν και εαν γνωριζης οτι ευρισκονται μεταξυ αυτων ανδρες αξιοι, καταστησον αυτους επιστατας επι των ποιμνιων μου.
Bevivé József Jákóbot is az ő atyját, és állítá őt a Faraó elé. És köszönté Jákób a Faraót.
Εισηγαγε δε ο Ιωσηφ Ιακωβ τον πατερα αυτου και παρεστησεν αυτον ενωπιον του Φαραω και ευλογησεν ο Ιακωβ τον Φαραω.
És monda a Faraó Jákóbnak: Hány esztendős vagy?
Και ειπεν ο Φαραω προς τον Ιακωβ, Ως ποσαι ειναι αι ημεραι των ετων της ζωης σου;
Monda pedig Jákób a Faraónak: Az én bujdosásom esztendeinek napjai száz harmincz esztendő; kevesek és nyomorúságosak voltak az én életem esztendeinek napjai, és nem érték el az én atyáim élete esztendeinek napjait, a meddig ők bujdostak.
Και ο Ιακωβ ειπε προς τον Φαραω, Αι ημεραι των ετων της παροικιας μου ειναι εκατον τριακοντα ετη ολιγαι και κακαι υπηρξαν αι ημεραι των ετων της ζωης μου και δεν εφθασαν εις τας ημερας των ετων της ζωης των πατερων μου εν ταις ημεραις της παροικιας αυτων.
És megáldá Jákób a Faraót, és kiméne a Faraó elől.
Και ευλογησεν ο Ιακωβ τον Φαραω και εξηλθεν απ εμπροσθεν του Φαραω.
Megtelepíté tehát József az ő atyját és atyjafiait, és ada nékik birtokot Égyiptom földén, annak a földnek legjobb részében a Rameszesz földén; a mint megparancsolta vala a Faraó.
Και κατωκισεν ο Ιωσηφ τον πατερα αυτου και τους αδελφους αυτου, και εδωκεν εις αυτους ιδιοκτησιαν εν τη γη της Αιγυπτου, εις το καλητερον της γης, εν τη γη Ραμεσση, καθως προσεταξεν ο Φαραω.
És ellátja vala József az ő atyját és atyjafiait, és az ő atyjának egész házanépét kenyérrel, gyermekeik számához képest.
Και ετρεφεν ο Ιωσηφ τον πατερα αυτου και τους αδελφους αυτου και παντα τον οικον του πατρος αυτου με αρτον, κατα τας οικογενειας αυτων.
És kenyér nem vala az egész föld kerekségén, mert igen nagy vala az éhség, és elalélt vala Égyiptom földe, és a Kanaán földe az éhség miatt.
Και αρτος δεν ητο καθ ολην την γην διοτι η πεινα ητο βαρεια σφοδρα, ωστε η γη της Αιγυπτου και η γη της Χανααν απεκαμον υπο της πεινης.
József pedig mind összeszedé a pénzt, a mi találtatik vala Égyiptomnak és Kanaánnak földén a gabonáért, a melyet azok vesznek vala; és bévivé József a pénzt a Faraó házába.
Και συνηγαγεν ο Ιωσηφ απαν το αργυριον, το ευρισκομενον εν τη γη της Αιγυπτου και εν τη γη Χανααν, δια τον σιτον τον οποιον ηγοραζον και εφερεν ο Ιωσηφ το αργυριον εις τον οικον του Φαραω.
És mikor elfogyott a pénz Égyiptom földéről is, Kanaán földéről is, egész Égyiptom Józsefhez méne, mondván: Adj nékünk kenyeret, miért haljunk meg szemed láttára, azért hogy nincs pénz?
Και αφου εξελιπε το αργυριον εκ της γης Αιγυπτου και εκ της γης Χανααν, ηλθον παντες οι Αιγυπτιοι προς τον Ιωσηφ, λεγοντες, Δος αρτον εις ημας επειδη δια τι να αποθανωμεν εμπροσθεν σου; διοτι εξελιπε το αργυριον.
És monda József: Hozzátok ide barmaitokat, és adok néktek a ti barmaitokért, ha nincs pénz.
Ειπε δε ο Ιωσηφ, Φερετε τα κτηνη σας και θελω σας δωσει αρτον αντι των κτηνων σας, εαν εξελιπε το αργυριον.
És elvivék barmaikat Józsefhez, és ada nékik József kenyeret lovakért, juhokért, ökrökért és szamarakért: és eltartá őket abban az esztendőben kenyérrel az ő barmaik összeségéért.
Και εφεραν τα κτηνη αυτων προς τον Ιωσηφ και εδωκεν εις αυτους ο Ιωσηφ αρτον αντι των ιππων και αντι των προβατων και αντι των βοων και αντι των ονων και εθρεψεν αυτους με αρτον εν τω ενιαυτω εκεινω αντι παντων των κτηνων αυτων.
Mikor pedig elmúlék az esztendő, menének hozzá a második esztendőben, és mondának néki: Nem titkolhatjuk el uramtól, hogy bizony elfogyott a pénz, és a barom-nyájak mind uramnál vannak, a mint látja az én uram semmi sem maradt, csak testünk és földünk.
Αφου δε ετελειωσεν ο ενιαυτος εκεινος, ηλθον προς αυτον το δευτερον ετος και ειπον προς αυτον, δεν θελομεν κρυψει απο του κυριου ημων οτι εξελιπε το αργυριον και τα κτηνη εγειναν του κυριου ημων δεν εμεινεν αλλο εμπροσθεν του κυριου ημων, ειμη τα σωματα ημων και η γη ημων
Miért veszszünk el szemed láttára mind magunk, mind földünk? végy meg minket és földünket kenyéren, és mi és a mi földünk szolgái leszünk a Faraónak; csak adj magot, hogy éljünk s ne haljunk meg, és a föld ne pusztuljon el.
δια τι να απολεσθωμεν ενωπιον σου και ημεις και η γη ημων; αγορασον ημας και την γην ημων δια αρτον και θελομεν εισθαι ημεις και η γη ημων δουλοι εις τον Φαραω και δος εις ημας σπορον, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν και η γη να μη ερημωθη.
Megvevé azért József egész Égyiptom földét a Faraó részére, mert az Égyiptombeliek mind eladák az ő földjöket, mivelhogy erőt vett vala rajtok az éhség. És a föld a Faraóé lőn.
Και ηγορασεν ο Ιωσηφ πασαν την γην Αιγυπτου δια τον Φαραω διοτι οι Αιγυπτιοι επωλησαν εκαστος τον αγρον αυτου, επειδη η πεινα υπερεβαρυνεν επ αυτους ουτως η γη εγεινε του Φαραω
A népet pedig egyik városból a másikba telepíté Égyiptom egyik határszélétől másik széléig.
τον δε λαον μετετοπισεν αυτον εις πολεις, απ ακρου των οριων της Αιγυπτου εως ακρου αυτης
Csak a papok földét nem vevé meg, mert a papoknak szabott részök vala a Faraótól és abból a szabott részből élnek vala, a mit nékik a Faraó ád vala; annak okáért, nem adák el az ő földjöket.
μονον την γην των ιερεων δεν ηγορασε διοτι οι ιερεις ειχον μεριδιον προσδιωρισμενον υπο του Φαραω και ετρωγον το μεριδιον αυτων, το οποιον εδωκεν εις αυτους ο Φαραω δια τουτο δεν επωλησαν την γην αυτων.
És monda József a népnek: Ímé megvettelek titeket a mai napon, és a ti földeteket a Faraónak. Ímhol számotokra a mag, vessétek be a földet.
Τοτε ειπεν ο Ιωσηφ προς τον λαον, Ιδου, ηγορασα εσας και την γην σας σημερον εις τον Φαραω ιδου, λαβετε σπορον και σπειρατε την γην
És takaráskor adjatok a Faraónak egy ötödrészt; négy rész pedig legyen a tiétek, a mező bevetésére és éléstekre, mind magatoknak, mind házatok népének, és gyermekeiteknek eledelül.
και εν τω καιρω των γεννηματων, θελετε δωσει το πεμπτον εις τον Φαραω τα δε τεσσαρα μερη θελουσιν εισθαι εις εσας δια σπορον των αγρων και δια τροφην σας και δια τους οντας εν τοις οικοις υμων και δια τροφην των παιδιων υμων.
És mondának: Életünket megtartottad; hadd találjunk kegyelmet uram szemei előtt, és szolgái leszünk a Faraónak.
Οι δε ειπον, συ εσωσας την ζωην ημων ας ευρωμεν χαριν εμπροσθεν του κυριου ημων και θελομεν εισθαι δουλοι του Φαραω.
És törvénynyé tevé azt József mind e mai napig Égyiptom földén, hogy a Faraóé az ötödrész, csak a papok földe, egyedűl az nem volt a Faraóé.
Και εθεσεν ο Ιωσηφ τουτο νομον εν τη γη της Αιγυπτου μεχρι της σημερον, να διδεται το πεμπτον εις τον Φαραω εκτος της γης των ιερεων μονον, ητις δεν εγεινε του Φαραω.
Lakozék azért Izráel Égyiptom földében a Gósen földén, és ott megöröködének, s megszaporodának és megsokasodának felette igen.
Κατωκησε δε ο Ισραηλ εν τη γη της Αιγυπτου, εν τη γη Γεσεν και απεκτησαν εν αυτη κτηματα, και ηυξηνθησαν και επληθυνθησαν σφοδρα.
Jákób pedig tizenhét esztendeig él vala Égyiptom földén, és Jákób élete esztendeinek napjai száz negyvenhét esztendő.
Επεζησε δε ο Ιακωβ εν τη γη της Αιγυπτου δεκαεπτα ετη και εγειναν αι ημεραι των ετων της ζωης του Ιακωβ εκατον τεσσαρακοντα επτα ετη.
És elközelgetének Izráel halálának napjai, és hívatá az ő fiát Józsefet, s monda néki: Ha én te előtted kedves vagyok, kérlek tedd a kezedet tomporom alá, és légy hozzám szeretettel és hűséggel: Kérlek ne temess el engem Égyiptomban.
Και επλησιασαν αι ημεραι του Ισραηλ δια να αποθανη και καλεσας τον υιον αυτου τον Ιωσηφ, ειπε προς αυτον, Εαν ευρηκα τωρα χαριν εμπροσθεν σου, βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου, και καμε εις εμε ελεος και αληθειαν μη με θαψης, παρακαλω, εν τη Αιγυπτω
Midőn elaluszom az én atyáimmal, vígy ki engem Égyiptomból és temess el az ő sírjokba. És monda: Én a te beszéded szerint cselekszem.
αλλα θελω κοιμηθη μετα των πατερων μου και θελεις με μετακομισει εκ της Αιγυπτου και θελεις με θαψει εν τω ταφω αυτων. Ο δε ειπεν, Εγω θελω καμει κατα τον λογον σου.
És monda: Esküdjél meg nékem! és megesküvék néki. És leborula Izráel az ágy fejére.
Ο δε ειπεν, Ομοσον μοι και ωμοσεν εις αυτον. Και προσεκυνησεν ο Ισραηλ επι το ακρον της ραβδου αυτου.