Ezekiel 4

És te, embernek fia, végy magadnak egy téglát, tedd azt elődbe, és véss reá egy várost, Jeruzsálemet,
Και συ, υιε ανθρωπου, λαβε εις σεαυτον κεραμιδα και θες αυτην εμπροσθεν σου και διαγραψον επ αυτης πολιν, την Ιερουσαλημ
És indíts ellene ostromot, és építs ellene tornyot, tölts ellene sánczot, és indíts ellene táborokat, és állass ellene faltörő kosokat köröskörül.
και στησον πολιορκιαν εναντιον αυτης και οικοδομησον προμαχωνας εναντιον αυτης και υψωσον προχωματα εναντιον αυτης, θες ετι στρατοπεδον εναντιον αυτης και στησον κριους κυκλω εναντιον αυτης.
És végy magadnak egy vasserpenyőt, és állasd fel azt vasfal gyanánt te közted és a város között, és irányozd tekintetedet erősen reá, és legyen ostrom alatt, és te ostromold. Jel ez az Izráel házának.
Και λαβε εις σεαυτον πλακα σιδηραν και θες αυτην ως τοιχον σιδηρουν μεταξυ σου και της πολεως, και στηριξον το προσωπον σου εναντιον αυτης και θελει πολιορκηθη και θελεις βαλει πολιορκιαν εναντιον αυτης τουτο θελει εισθαι σημειον εις τον οικον Ισραηλ.
Te pedig feküdj baloldaladra és vesd az Izráel háza vétkét arra; a napok száma szerint, a mennyin azon fekszel, viseljed vétköket.
Και συ πλαγιασον επι την αριστεραν σου πλευραν και θες την ανομιαν του οικου Ισραηλ επ αυτην κατα τον αριθμον των ημερων, καθ ας θελεις πλαγιασει επ αυτην, θελεις βαστασει την ανομιαν αυτων.
Én pedig meghatároztam néked az ő vétkök éveit napok száma szerint, háromszázkilenczven napban; eddig viseljed az Izráel házának vétkét.
Διοτι εγω επι σε εθεσα τα ετη της ανομιας αυτων κατα τον αριθμον των ημερων, τριακοσιας ενενηκοντα ημερας και θελεις βαστασει την ανομιαν του οικου Ισραηλ.
És ha ezeket kitöltötted, feküdj a jobboldaladra másodszor, és viseld a Júda házának vétkét negyven napig; egy-egy napot egy-egy esztendőül számítottam néked.
Και αφου τελειωσης ταυτας, πλαγιασον παλιν επι την πλευραν σου την δεξιαν, και θελεις βαστασει την ανομιαν του οικου Ιουδα τεσσαρακοντα ημερας εκαστην μιαν ημεραν προσδιωρισα εις σε αντι ενος ετους.
És Jeruzsálem ostromára irányozd erősen tekintetedet, és karod feltűrve legyen, és prófétálj ő ellene.
Και θελεις στηριξει το προσωπον σου προς την πολιορκιαν της Ιερουσαλημ και ο βραχιων σου θελει εισθαι γυμνος και θελεις προφητευσει εναντιον αυτης.
S ímé köteleket vetettem reád, hogy meg ne fordulhass egyik oldaladról a másikra, míg betöltöd ostromodnak napjait.
Και ιδου, θελω βαλει επι σε δεσμα, και δεν θελεις στραφη απο της μιας σου πλευρας εις την αλλην, εωσου τελειωσης τας ημερας της πολιορκιας σου.
És végy magadnak búzát és árpát és babot és lencsét és kölest és tönkölyt, és tedd ezeket egy edénybe, és ezekből csinálj magadnak kenyeret; a napok száma szerint, a míg oldaladon fekszel, háromszázkilenczven napon egyed azt.
Και συ λαβε εις σεαυτον σιτον και κριθην και κυαμους και φακην και κεγχρον και αρακον, και θες αυτα εις εν αγγειον και καμε εξ αυτων αρτους εις σεαυτον κατα τον αριθμον των ημερων καθ ας θελεις πλαγιασει επι την πλευραν σου, τριακοσιας και ενενηκοντα ημερας θελεις τρωγει εκ τουτων.
A te ételed pedig, a melylyel élsz, legyen súly szerint húsz siklus egy napra; időről-időre egyed azt.
Και το φαγητον σου, το οποιον θελεις τρωγει εκ τουτων, θελει εισθαι με ζυγιον, εικοσι σικλων την ημεραν απο καιρου εως καιρου θελεις τρωγει εξ αυτων.
És vizet mérték szerint igyál, a hinnek hatodrészét igyad időről-időre.
Και υδωρ με μετρον θελεις πινει, το εκτον ενος ιν απο καιρου εως καιρου θελεις πινει.
És ételedet árpa-lepény formájában egyed, és emberi ganéj tőzegénél süssed azt szemök láttára.
Και θελεις τρωγει αυτους ως κριθινους εγκρυφιας, και θελεις ψηνει αυτους με κοπρον εξερχομενην απο ανθρωπου, εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων.
És mondá az Úr: Így eszik az Izráel fiai tisztátalan kenyeröket a pogányok közt, a kik közé őket kiűzöm.
Και ειπε Κυριος, Ουτω θελουσι φαγει οι υιοι Ισραηλ τον αρτον αυτων μεμολυσμενον μεταξυ των εθνων, οπου θελω διασκορπισει αυτους.
És mondék: Ah, ah, Uram Isten! ímé az én lelkem soha meg nem fertéztetett, és dögöt és vadtól szaggatottat nem ettem ifjúságomtól fogva ez ideig, és számon be nem ment tisztátalan hús.
Και εγω ειπα, Α, Κυριε Θεε ιδου, ψυχη μου δεν εμολυνθη, επειδη απο νεοτητος μου εως του νυν δεν εφαγον θνησιμαιον η θηριαλωτον, ουδε εισηλθε ποτε εις το στομα μου κρεας βδελυκτον.
És mondá nékem: Nézd, marhaganéjt engedek néked emberi tőzeg helyett, hogy annál süsd meg a te kenyeredet.
Και ειπε προς εμε, Ιδε, εδωκα εις σε κοπρον βοος αντι κοπρου ανθρωπινης, και με ταυτην θελεις ψησει τον αρτον σου.
És mondá nékem: Embernek fia! ímé én eltöröm a kenyérnek botját Jeruzsálemben, és eszik kenyeröket mértékkel és rettegéssel, és vizöket mértékkel és ájulással iszszák.
Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, ιδου, εγω θελω συντριψει το υποστηριγμα του αρτου εν Ιερουσαλημ και θελουσι τρωγει αρτον με ζυγιον και εν στενοχωρια, και θελουσι πινει υδωρ με μετρον και εν αγωνια
Azért, hogy kenyér és víz nélkül szűkölködjenek, és elborzadjanak mindnyájan, és megrothadjanak az ő vétkökben.
δια να καταντησωσιν ενδεεις αρτου και υδατος και θελουσιν εκθαμβεισθαι προς αλληλους, και θελουσιν αναλωθη δια τας ανομιας αυτων.