Malachi 3

Katso, minä lähetän minun enkelini, joka minun eteeni pitää tien valmistaman; ja kohta tulee templiinsä se Herra, jota te etsitte, ja liiton enkeli, jota te tahdotte; katso, hän tulee, sanoo Herra Zebaot.
Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου και θελει κατασκευασει την οδον εμπροσθεν μου και ο Κυριος, τον οποιον σεις ζητειτε, εξαιφνης θελει ελθει εις τον ναον αυτου, ναι, ο αγγελος της διαθηκης, τον οποιον σεις θελετε ιδου, ερχεται, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Mutta kuka voi hänen tulemisensa päivää kärsiä? ja kuka voi seisoa, kuin hän ilmaantuu? Sillä hän on niinkuin hopiasepän tuli ja niinkuin pesiän saippua.
Αλλα τις δυναται να υπομεινη την ημεραν της ελευσεως αυτου; και τις δυναται να σταθη εις την παρουσιαν αυτου; διοτι αυτος ειναι ως πυρ χωνευτου και ως σμιγμα γναφεων.
Hän on istuva ja sulaava ja selittävä hopian; hän on puhdistava ja hivuttava Levin pojat, niinkuin kullan ja hopian. Silloin pitää heidän tuoman Herralle ruokauhria vanhurskaudessa.
Και θελει καθησει ως ο χωνευων και καθαριζων το αργυριον, και θελει καθαρισει τους υιους του Λευι και θελει στραγγισει αυτους ως το χρυσιον και το αργυριον, και θελουσι προσφερει εις τον Κυριον προσφοραν εν δικαιοσυνη.
Ja Juudan ja Jerusalemin ruokauhrit pitää kyllä Herralle kelpaaman, niinkuin muinen ja entisinä vuosina.
Τοτε η προσφορα του Ιουδα και της Ιερουσαλημ θελει εισθαι αρεστη εις τον Κυριον καθως εν ταις ημεραις ταις αρχαιαις και καθως εν τοις προλαβουσιν ετεσι.
Ja minä tahdon tulla teidän tykönne ja rangaista teitä, ja tahdon olla nopia todistaja noitia vastaan, huorintekiöitä ja valapattoisia vastaan, ja niitä vastaan, jotka palkolliselta palkan pidättävät, leskille ja orvoille väkivaltaa ja vääryyttä tekevät, ja jotka muukalaista sortavat, eikä pelkää minua, sanoo Herra Zebaot.
Και θελω πλησιασει προς εσας δια κρισιν και θελω εισθαι μαρτυς σπευδων εναντιον των μαγων και εναντιον των μοιχευοντων και εναντιον των επιορκων και εναντιον των αποστερουντων τον μισθον του μισθωτου, των καταδυναστευοντων την χηραν και τον ορφανον, και των αδικουντων τον ξενον και των μη φοβουμενων με, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Sillä minä olen Herra, joka en muutu; ja te Jakobin lapset, ette ole hukkuneet.
Διοτι εγω ειμαι ο Κυριος δεν αλλοιουμαι δια τουτο σεις, οι υιοι του Ιακωβ, δεν απωλεσθητε.
Te olette hamasta teidän isäinne ajasta alati poikenneet pois minun säädyistäni, ja ette ole niitä pitäneet; niin kääntykäät nyt minun tyköni, niin minä tahdon myös kääntyä teidän tykönne, sanoo Herra Zebaot. Niin te sanotte: missä meidän pitää meitämme kääntämän?
Εκ των ημερων των πατερων σας απεχωρισθητε απο των διαταγματων μου και δεν εφυλαξατε αυτα. Επιστρεψατε προς εμε και θελω επιστρεψει προς εσας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων πλην ειπετε, Τινι τροπω θελομεν επιστρεψει;
Onko se oikein, että ihminen pettää Jumalan, niinkuin te minun petätte? niin te sanotte: missä me sinun petämme? Kymmenyksissä ja ylennysuhrissa.
Μηπως θελει κλεπτει ο ανθρωπος τον Θεον; σεις ομως με εκλεπτετε και λεγετε, Εις τι σε εκλεψαμεν; εις τα δεκατα και εις τας προσφορας.
Sentähden te olette kirouksella kirotut, että te minun petätte, kaikki kansa.
Σεις εισθε κατηραμενοι με καταραν διοτι σεις με εκλεψατε, ναι, σεις, ολον το εθνος.
Mutta tuokaat täydelliset kymmenykset minun aittaani, että minun huoneessani ruokaa olis; ja niin koetelkaat minua, sanoo Herra Zebaot, ellen minä myös avaa teille taivaan akkunia, ja vuodata sieltä runsaasti siunausta.
Φερετε παντα τα δεκατα εις την αποθηκην, δια να ηναι τροφη εις τον οικον μου και δοκιμασατε με τωρα εις τουτο, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, εαν δεν σας ανοιξω τους καταρρακτας του ουρανου και εκχεω την ευλογιαν εις εσας, ωστε να μη αρκη τοπος δι αυτην.
Ja minä tahdon teiltä syöjän rangaista ettei se teiltä maan hedelmää hukuttaisi, ja ettei viinapuu teidän pellossanne olisi hedelmätöin, sanoo Herra Zebaot.
Και θελω επιτιμησει υπερ υμων τον καταφθειροντα, και δεν θελει φθειρει τους καρπους της γης σας ουδε η αμπελος σας θελει απορριψει προ καιρου τον καρπον αυτης εν τω αγρω, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Niin että kaikki pakanat pitää teidän autuaaksi sanoman; sillä teidän pitää kallis maa oleman, sanoo Herra Zebaot.
Και θελουσι σας μακαριζει παντα τα εθνη διοτι σεις θελετε εισθαι γη επιθυμητη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
Kovasti te puhutte minua vastaan, sanoo Herra. Ja te sanotte: mitä me puhumme sinua vastaan?
Οι λογοι σας ησαν σκληροι εναντιον μου, λεγει ο Κυριος και ειπετε, Τι ελαλησαμεν εναντιον σου;
Te sanotte: se on turha, kuin Jumalaa palvellaan, ja mitä se auttaa, että me pidämme hänen käskynsä, ja vaivaamme meidän elämäämme Herran Zebaotin edessä?
Σεις ειπετε, Ματαιον ειναι να δουλευη τις τον Θεον και, Τις η ωφελεια οτι εφυλαξαμεν τα διαταγματα αυτου και οτι περιεπατησαμεν πενθουντες ενωπιον του Κυριου των δυναμεων;
Sentähden me ylistämme ylönkatsojia; sillä jumalattomat menestyvät; he kiusaavat Jumalaa, ja se heille menestyy.
Και τωρα ημεις μακαριζομεν τους υπερηφανους ναι, οι εργαζομενοι την ανομιαν υψωθησαν, ναι, οι πειραζοντες τον Θεον, και αυτοι εσωθησαν.
Silloin ne, jotka Herraa pelkäävät, lohduttavat toinen toistansa näin: Herra ottaa siitä vaarin ja kuulee sen, ja muistokirja on kirjoitettu hänen eteensä niille, jotka Herraa pelkäävät ja muistavat hänen nimensä.
Τοτε οι φοβουμενοι τον Κυριον ελαλουν προς αλληλους και ο Κυριος προσειχε και ηκουε και εγραφη βιβλιον ενθυμησεως ενωπιον αυτου περι των φοβουμενων τον Κυριον και των ευλαβουμενων το ονομα αυτου
Niiden pitää, sanoo Herra Zebaot, sinä päivänä, jonka minä teen, oleman minun omani; ja minä tahdon heitä armahtaa, niinkuin mies armahtaa poikaansa, joka häntä palvelee.
και θελουσιν εισθαι εμου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, εν τη ημερα εκεινη, οταν εγω ετοιμασω τα πολυτιμα μου και θελω σπλαγχνισθη αυτους, καθως σπλαγχνιζεται ανθρωπος τον υιον αυτου, οστις δουλευει αυτον.
Ja teidän pitää jälleen sitä vastaan näkemän, mikä eroitus on vanhurskaan ja jumalattoman vaiheella, ja sen vaiheella, joka Jumalaa palvelee, ja sen, joka ei häntä palvele.
Τοτε θελετε επιστρεψει και διακρινει μεταξυ δικαιου και ασεβους, μεταξυ του δουλευοντος τον Θεον και του μη δουλευοντος αυτον.