Sillä tästedes ei ole enään yhtään palausta, sentähden sinä mahdat palata Gedalian Ahikamin pojan, Saphanin pojan, tykö, jonka Babelin kuningas on pannut Juudan kaupunkein päälle, ja asu hänen tykönänsä kansan seassa, eli mene sinne, mihinkä sinulle parahin kelpaa. Ja huovinhaltia antoi hänelle evästä ja lahjoja, ja antoi hänen mennä.
Και επειδη δεν εστρεφετο, Επιστρεψον λοιπον, ειπε, προς τον Γεδαλιαν, υιον του Αχικαμ υιου του Σαφαν, τον οποιον ο βασιλευς της Βαβυλωνος κατεστησεν επι τας πολεις του Ιουδα, και κατοικησον μετ αυτου μεταξυ του λαου η υπαγε οπου σοι φαινεται αρεστον να υπαγης. Και εδωκεν εις αυτον ο αρχισωματοφυλαξ ζωοτροφιας και δωρα και εξαπεστειλεν αυτον.