Psalms 4

Een psalm van David, voor den opperzangmeester, op de Neginoth.
Εις τον πρωτον μουσικον, επι Νεγινωθ. Ψαλμος του Δαβιδ. Οταν επικαλωμαι, εισακουε μου Θεε της δικαιοσυνης μου εν στενοχωρια με επλατυνας ελεησον με και εισακουσον της προσευχης μου.
Als ik roep, verhoor mij, o God mijner gerechtigheid! In benauwdheid hebt Gij mij ruimte gemaakt; wees mij genadig, en hoor mijn gebed.
Υιοι ανθρωπων, εως ποτε μετατρεπετε την δοξαν μου εις καταισχυνην, αγαπατε ματαιοτητα και ζητειτε ψευδος; Διαψαλμα.
Gij, mannen, hoe lang zal mijn eer tot schande zijn? Hoe lang zult gij de ijdelheid beminnen, de leugen zoeken? Sela.
Αλλα μαθετε οτι εξελεξεν ο Κυριος τον οσιον αυτου ο Κυριος θελει ακουσει, οταν κραζω προς αυτον.
Weet toch, dat de HEERE Zich een gunstgenoot heeft afgezonderd; de HEERE zal horen, als ik tot Hem roep.
Οργιζεσθε και μη αμαρτανετε λαλειτε εν ταις καρδιαις υμων επι της κλινης υμων και ησυχαζετε. Διαψαλμα.
Zijt beroerd, en zondigt niet; spreekt in ulieder hart op uw leger, en zijt stil. Sela.
Θυσιασατε θυσιας δικαιοσυνης και ελπισατε επι τον Κυριον.
Offert offeranden der gerechtigheid, en vertrouwt op den HEERE.
Πολλοι λεγουσι, Τις θελει δειξει εις ημας το αγαθον; Υψωσον εφ ημας το φως του προσωπου σου, Κυριε.
Velen zeggen: Wie zal ons het goede doen zien? Verhef Gij over ons het licht Uws aanschijns, o HEERE!
Εδωκας μεγαλητεραν ευφροσυνην εις την καρδιαν μου, παρ οσην απολαμβανουσιν αυτοι, οταν πληθυνηται ο σιτος αυτων και ο οινος αυτων.
Gij hebt vreugde in mijn hart gegeven, meer dan ter tijd, als hun koren en hun most vermenigvuldigd zijn. Ik zal in vrede te zamen nederliggen en slapen; want Gij, o HEERE! alleen zult mij doen zeker wonen.
Εν ειρηνη θελω και πλαγιασει και κοιμηθη διοτι συ μονος, Κυριε, με κατοικιζεις εν ασφαλεια.