Jeremiah 3

Men zegt: Zo een man zijn huisvrouw verlaat, en zij gaat van hem, en wordt eens anderen mans, zal hij ook tot haar nog wederkeren? Zou datzelve land niet grotelijks ontheiligd worden? Gij nu hebt met veel boeleerders gehoereerd, keer nochtans weder tot Mij, spreekt de HEERE.
Λεγουσιν, Εαν τις αποβαλη την γυναικα αυτου και αναχωρηση απο αυτου και γεινη αλλου ανδρος, θελει επιστρεψει παλιν εκεινος προς αυτην; η γη εκεινη δεν θελει ολως μιανθη; συ επορνευσας μεν μετα πολλων εραστων επιστρεψον δε παλιν προς εμε, λεγει Κυριος.
Hef uw ogen op naar de hoge plaatsen, en zie toe, waar zijt gij niet beslapen? Gij hebt voor hen gezeten aan de wegen, als een Arabier in de woestijn; alzo hebt gij het land ontheiligd met uw hoererijen en met uw boosheid.
Σηκωσον τους οφθαλμους σου προς τους υψηλους τοπους, και ιδε που δεν εσελγησας. Εν ταις οδοις εκαθησας δι αυτους, ως ο Αραψ εν τη ερημω, και εμιανας την γην με τας πορνειας σου και με την κακιαν σου.
Daarom zijn de regendruppelen ingehouden, en er is geen spade regen geweest. Maar gij hebt een hoerenvoorhoofd, gij weigert schaamrood te worden.
Δια τουτο εκρατηθησαν αι βροχαι, και δεν εγεινε βροχη οψιμος και συ ειχες το μετωπον της πορνης, απεβαλες πασαν εντροπην.
Zult gij niet van nu af tot Mij roepen: Mijn Vader! Gij zijt de leidsman mijner jeugd!
Δεν θελεις κραζει απο του νυν προς εμε, Πατερ μου, συ εισαι ο οδηγος της νεοτητος μου;
Zal Hij in eeuwigheid den toorn behouden? Zal Hij dien gestadig bewaren? Zie, gij spreekt en doet die boosheden, en neemt de overhand.
Θελει διατηρει την οργην αυτου διαπαντος; θελει φυλαττει αυτην εως τελους; ιδου, ελαλησας και επραξας τα κακα, οσον ηδυνηθης.
Voorts zeide de HEERE tot mij, in de dagen van den koning Josia: Hebt gij gezien, wat de afgekeerde Israël gedaan heeft? Zij ging henen op allen hogen berg, en tot onder allen groenen boom, en hoereerde aldaar.
Ο Κυριος ειπεν ετι προς εμε εν ταις ημεραις Ιωσιου του βασιλεως, Ειδες εκεινα, τα οποια Ισραηλ η αποστατις επραξεν; υπηγεν επι παν υψηλον ορος και υποκατω παντος πρασινου δενδρου και επορνευσεν εκει.
En Ik zeide, nadat zij zulks alles gedaan had: Bekeer u tot Mij; maar zij bekeerde zich niet. Dit zag de trouweloze, haar zuster Juda.
Και αφου επραξε παντα ταυτα, ειπα, Επιστρεψον προς εμε και δεν επεστρεψε. Και ειδε τουτο Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη.
En Ik zag, als Ik ter oorzake van alles, waarin de afgekeerde Israël overspel bedreven had, haar verlaten, en haar haar scheidbrief gegeven had, dat de trouweloze, haar zuster Juda, niet vreesde, maar ging henen, en hoereerde zelve ook.
Και ειδον οτι ενω επειδη Ισραηλ η αποστατις εμοιχευσεν εγω απεπεμψα αυτην και εδωκα εις αυτην το γραμμα του διαζυγιου αυτης, Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν εφοβηθη αλλ υπηγε και επορνευσε και αυτη.
Ja, het geschiedde, vanwege het gerucht harer hoererij, dat zij het land ontheiligde; want zij bedreef overspel met steen en met hout.
Και με την διαφημισιν της πορνειας αυτης εμιανε τον τοπον και εμοιχευσε μετα των λιθων και μετα των ξυλων.
En zelfs in dit alles heeft zich haar trouweloze zuster Juda tot Mij niet bekeerd met haar ganse hart, maar valselijk, spreekt de HEERE.
Και εν πασι τουτοις Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν επεστρεψε προς εμε εξ ολης της καρδιας αυτης αλλα ψευδως, λεγει Κυριος.
Dies de HEERE tot mij zeide: De afgekeerde Israël heeft haar ziel gerechtvaardigd, meer dan de trouweloze Juda.
Και ειπε Κυριος προς εμε, Ισραηλ η αποστατις εδικαιωσεν εαυτην περισσοτερον παρα Ιουδας η απιστος.
Ga henen, en roep deze woorden uit tegen het noorden, en zeg: Bekeer u, gij afgekeerde Israël! spreekt de HEERE, zo zal Ik Mijn toorn op ulieden niet doen vallen; want Ik ben goedertieren, spreekt de HEERE. Ik zal den toorn niet in eeuwigheid behouden.
Υπαγε και διακηρυξον τους λογους τουτους προς τον βορραν και ειπε, Επιστρεψον, Ισραηλ η αποστατις, λεγει Κυριος, και δεν θελω καμει να πεση η οργη μου εφ υμας διοτι ελεημων ειμαι, λεγει Κυριος δεν θελω φυλαττει την οργην διαπαντος.
Alleen ken uw ongerechtigheid, dat gij tegen den HEERE, uw God, hebt overtreden, en uw wegen verstrooid hebt tot de vreemden, onder allen groenen boom, maar gij zijt Mijner stem niet gehoorzaam geweest, spreekt de HEERE.
Μονον γνωρισον την ανομιαν σου, οτι ημαρτησας εις Κυριον τον Θεον σου, και διηρεσας τας οδους σου εις τους ξενους υποκατω παντος πρασινου δενδρου, και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου, λεγει Κυριος.
Bekeert u, gij afkerige kinderen! spreekt de HEERE, want Ik heb u getrouwd, en Ik zal u aannemen, een uit een stad, en twee uit een geslacht, en zal u brengen te Sion.
Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, λεγει Κυριος, αν και εγω σας απεστραφην και θελω σας λαβει ενα εκ πολεως και δυο εκ συγγενειας και θελω σας εισαξει εις την Σιων
En Ik zal ulieden herders geven naar Mijn hart; die zullen u weiden met wetenschap en verstand.
και θελω σας δωσει ποιμενας κατα την καρδιαν μου και θελουσι σας ποιμανει εν γνωσει και συνεσει.
En het zal geschieden, wanneer gij vermenigvuldigd en vruchtbaar zult geworden zijn in het land, in die dagen, spreekt de HEERE, zullen zij niet meer zeggen: De ark des verbonds des HEEREN, ook zal zij in het hart niet opkomen; en zij zullen aan haar niet gedenken, en haar niet bezoeken, en zij zal niet weder gemaakt worden.
Και οταν πληθυνθητε και αυξηνθητε επι της γης, εν εκειναις ταις ημεραις, λεγει Κυριος, δεν θελουσι προφερει πλεον, Η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου, ουδε θελει αναβη επι καρδιαν αυτων, ουδε θελουσιν ενθυμηθη αυτην, ουδε θελουσιν επισκεφθη, ουδε θελει κατασκευασθη πλεον.
Te dier tijd zullen zij Jeruzalem noemen, des HEEREN troon; en al de heidenen zullen tot haar vergaderd worden, om des HEEREN Naams wil, te Jeruzalem; en zij zullen niet meer wandelen naar het goeddunken van hun boos hart.
Εν εκεινω τω καιρω θελουσιν ονομασει την Ιερουσαλημ θρονον του Κυριου και παντα τα εθνη θελουσι συναχθη προς αυτην εν τω ονοματι του Κυριου, προς την Ιερουσαλημ και δεν θελουσι περιπατησει πλεον οπισω της ορεξεως της πονηρας αυτων καρδιας.
In die dagen zal het huis van Juda gaan tot het huis van Israël; en zij zullen te zamen komen uit het land van het noorden, in het land, dat Ik uw vaderen ten erve gegeven heb.
Εν εκειναις ταις ημεραις ο οικος Ιουδα θελει περιπατησει μετα του οικου Ισραηλ, και θελουσιν ελθει ομου απο της γης του βορρα, εις την γην την οποιαν εκληροδοτησα εις τους πατερας σας.
Ik zeide wel: Hoe zal Ik u onder de kinderen zetten, en u geven het gewenste land, de sierlijke erfenis van de heirscharen der heidenen? Maar Ik zeide: Gij zult tot Mij roepen: Mijn Vader! en gij zult van achter Mij niet afkeren.
Αλλ εγω ειπα, Πως θελω σε καταταξει μεταξυ των τεκνων και δωσει εις σε γην επιθυμητην, ενδοξον κληρονομιαν των δυναμεων των εθνων; Και ειπα, Συ θελεις με κραξει, Πατερ μου και δεν θελεις αποστρεψει απο οπισθεν μου.
Waarlijk, gelijk een vrouw trouwelooslijk scheidt van haar vriend, alzo hebt gijlieden trouwelooslijk tegen Mij gehandeld, gij huis Israëls! spreekt de HEERE.
Βεβαιως καθως γυνη αθετει εις τον ανδρα αυτης, ουτως ηθετησατε εις εμε, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος.
Er is een stem gehoord op de hoge plaatsen, een geween en smekingen der kinderen Israëls, omdat zij hun weg verkeerd, en den HEERE, hun God, vergeten hebben.
Φωνη ηκουσθη επι των υψηλων τοπων, κλαυθμος και δεησεις των υιων Ισραηλ διοτι διεστρεψαν την οδον αυτων, ελησμονησαν Κυριον τον Θεον αυτων.
Keert weder, gij afkerige kinderen! Ik zal uw afkeringen genezen. Zie, hier zijn wij, wij komen tot U, want Gij zijt de HEERE, onze God!
Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, και θελω ιατρευσει τας αποστασιας σας. Ιδου, ημεις ερχομεθα προς σε διοτι συ εισαι Κυριος ο Θεος ημων.
Waarlijk, tevergeefs verwacht men het van de heuvelen en de menigte der bergen; waarlijk, in den HEERE, onzen God, is Israëls heil!
Τωοντι εις ματην ελπιζεται σωτηρια εκ των λοφων και εκ του πληθους των ορεων μονον εν Κυριω τω Θεω ημων ειναι η σωτηρια του Ισραηλ.
Want de schaamte heeft den arbeid onzer vaderen opgegeten, van onze jeugd aan; hun schapen en hun runderen, hun zonen en hun dochteren.
Διοτι η αισχυνη κατεφαγε τον κοπον των πατερων ημων εκ της νεοτητος ημων τα ποιμνια αυτων και τας αγελας αυτων, τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων.
Wij liggen in onze schaamte, en onze schande overdekt ons, want wij hebben tegen den HEERE, onzen God, gezondigd, wij en onze vaderen, van onze jeugd aan tot op dezen dag; en wij zijn der stem des HEEREN, onzes Gods, niet gehoorzaam geweest.
Εν τη αισχυνη ημων κατακειμεθα, και η ατιμια ημων καλυπτει ημας διοτι ημαρτησαμεν εις Κυριον τον Θεον ημων, ημεις και οι πατερες ημων, εκ της νεοτητος ημων εως της ημερας ταυτης, και δεν υπηκουσαμεν εις την φωνην Κυριου του Θεου ημων.